H απεργία των μεταλλωρύχων του 1948
Στην απεργία πήραν μέρος οι δύο χιλιάδες εργάτες της ΚΜΕ από τους οποίους οι 700 περίπου ήταν τούρκοι. Οι 1500 δούλευαν στο μεταλλείο του Μαυροβουνίου και οι άλλοι 500 στα εργοστάσια επεξεργασίας και στη φόρτωση στο Ξερό. Ήταν οργανωμένοι στην ΠΕΟ και στην Κ.Τ.Ι.Β.Κ.(τουρκοκυπριακή συντεχνία).Η ΚΜΕ είχε το 68% της παραγωγής μεταλλεύματος. Τα μεταλλεία είχαν το 13%του εγχώριου προϊόντος και το 56% των εξαγωγών εκείνη την εποχή.
Η απεργία των μεταλλωρύχων του 1948 ήταν ίσως ο ηρωικότερος αγώνας της εργατικής τάξης στη Κύπρο, ελλήνων και τούρκων. Δυστυχώς όμως, παρά τον ηρωισμό της εργατικής τάξης, ο αγώνας αυτός χάθηκε. Όχι μόνο γιατί δεν κερδήθηκαν στη ουσία τα άμεσα αιτήματα του αλλά και γιατί μαζί του χάθηκε και μια μεγάλη ευκαιρία για την εργατική τάξη να φτάσει σε μια εξέγερση ενάντια στους Άγγλους αποικιοκράτες και τους ντόπιους συνεργάτες τους, την εθναρχεία και τη πλουτοκρατία.
Παρά τα χρόνια που έχουν περάσει αξίζει να σταθούμε σε αυτό τον αγώνα για να δούμε τη δυναμική που απέκτησε, μέχρι που έφτασε, και πολύ περισσότερο μέχρι πού δεν έφτασε.
«Οι 124 μέρες που συγκλόνισαν την Κύπρο»
Με αυτό τα λόγια περιγράφει το βιβλίο της ΠΕΟ τους τέσσερεις μήνες και τις τέσσερεις ημέρες που κράτησε η απεργία. Και πραγματικά έτσι ήταν. Από τις 12 του Γενάρη μέχρι τις 16 του Μάη που τέλειωσε ο ηρωικός αγώνας των 2000 μεταλλωρύχων του Μαυροβουνίου και του Ξερού ήταν το κεντρικό ζήτημα για ολόκληρη την εργατική τάξη της Κύπρου, έλληνες και τούρκους.
Μαζικές συγκεντρώσεις και συνελεύσεις των απεργών στις οποίες έπαιρναν μέρος και οι γυναίκες και τα παιδία τους. Μαχητικές πορείες στην περιοχή των μεταλλείων, τα γύρω χωρία και τις πόλεις. Συγκρούσεις με την αστυνομία και τους απεργοσπάστες.
Δύο φορές η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίο των απεργών τραυματίζοντας δεκάδες από αυτούς ενώ απεργοί τραβιόνταν κάθε μέρα στα κρατητήρια και τα δικαστήρια του αποικιακού καθεστώτος. Πάνω από 150 απεργοί, ανάμεσα τους και πολλές γυναίκες καταδικάστηκαν σε φυλακίσεις από 2 μήνες μέχρι 2 χρόνια ή με χρηματικά πρόστιμα για τη συμμετοχή τους σε «παράνομες» πορείες και συγκεντρώσεις.
Ήταν ένας αγώνας που ανάμεσα στα άλλα χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη συμμετοχή των γυναικών. Ένα περιστατικό από τις αφηγήσεις του Παντελή Βαρνάβα είναι πολύ χαρακτηριστικό: «Κλασσικό δείγμα της πρωτοβουλίας και της μαχητικότητας της (γυναίκας) ήταν η περίπτωση της «μάχης του τραίνου», στις 16 του Μάρτη όταν 10 εργάτριες από το Ξερό σταμάτησαν τη μηχανή του τραίνου με τα βαγόνια στα ενδιάμεσα της γραμμής Μαυροβουνίου – Ξερού ξυλοκοπώντας 5-6 απεργοσπάστες μαζί με τον Άγγλο οδηγό». Στις συγκρούσεις με την αστυνομία πολλές γυναίκες όρμησαν πάνω στους αστυνομικούς για να τους εμποδίσουν να πυροβολήσουν.
Ένα φανταστικό κύμα συμπαράστασης από ολόκληρη την εργατική τάξη της Κύπρου εκδηλώθηκε προς τους απεργούς. Τα παιδιά έσπαζαν τους κουμπαράδες τους για να δώσουν τα ελάχιστα γρόσια που είχαν για τους μεταλλωρύχους και τις οικογένειες τους. Οι κουρείς πρόσφεραν δωρεάν υπηρεσίες στους απεργούς, όπως και οι γιατροί ,νοσοκόμες και άλλοι. Καθημερινά μαζεύονταν τεράστια για την εποχή ποσά σε μετρητά και είδος και στέλνονταν στους απεργούς και τις οικογένειες τους. Η συντεχνία μεταλλωρύχων χρειαζόταν κάθε βδομάδα κάπου δύο χιλιάδες λίρες για τα επιδόματα των απεργών και τη διεξαγωγή του αγώνα. Στο βιβλίο της ΠΕΟ αναφέρει ότι κατά την διάρκεια του αγώνα η οικονομική ενίσχυση έφτασε στο ύψος των 40.000 λιρών, κάτι που σε σημερινές τιμές σημαίνει εκατομμύρια ευρώ.
Η αρχή της απεργίας
Η απεργία άρχισε στις 12 του Γενάρη του 1948 αλλά στη πραγματικότητα η ρίζα της βρίσκεται έξη μήνες πιο μπροστά, στη πρωτομαγιά του 1947. Τότε οι εργάτες αποφάσισαν να κάνουν αποχή από τη δουλεία τους και να γιορτάσουν μαζί έλληνες και τούρκοι την εργατική Πρωτομαγιά. Η Εταιρεία τότε έκλεισε το μεταλλείο για τρείς μέρες «για να αισθανθούν οι εργάτες το λάθος που είχαν διαπράξει». Οι εργάτες εξαγριώθηκαν και ήθελαν να κηρύξουν απεργία διαρκείας και να υποβάλουν αιτήματα. Αν η απεργία δεν άρχισε τότε αυτό οφείλεται αποκλειστικά στην ηγεσία των συντεχνιών που έκανε ότι μπορούσε για να τους εμποδίσει με το δικαιολογητικό ότι δεν είχαν προετοιμαστεί για την απεργία.
Τελικά τα αιτήματα, αυξήσεις, μείωση ωραρίου, συνθήκες δουλείας και άλλα υποβλήθηκαν τον Δεκέμβρη. Η Εταιρεία αρνήθηκε να συζητήσει και η απεργία άρχισε στις 12 του Γενάρη. Αργότερα η ΠΕΟ παραδεχόταν ότι «Η χειμερινή περίοδος δεν ήταν η καλύτερη για την διεξαγωγή ενός μεγάλου απεργιακού αγώνα . Είναι η λιγότερο παραγωγική περίοδος, με τη μεγαλύτερη ανεργία και τις μεγαλύτερες λαϊκές ανάγκες». Από αυτή την άποψη ο Μάης του 47ήταν καλύτερη περίοδος για να άρχιζε ο αγώνας.
Από την αρχή της απεργίας, υπήρχε μαζική συμμετοχή και ενθουσιασμός, παρά το ότι οι συντεχνίες κάλεσαν όσους μπορούν από τους απεργούς να πάνε στα χωρία τους ώστε να μειωθούν αυτοί που χρειάζονταν απεργιακά επιδόματα. Η περιφρούρηση ήταν αρκετά αποτελεσματική. Η συμπαράσταση αρχίζει να φουντώνει και στις 12 του Φλεβάρη καλείται παναπεργία σε ολόκληρη την Κύπρο και οργανώνονται μαζικά συλλαλητήρια στις πόλεις. Σύνδεσμοι, οργανώσεις, δημοτικά συμβούλια πόλεων στέλνουν μηνύματα συμπαράστασης και οικονομική βοήθεια. Ο ενθουσιασμός με τον οποίο αγκαλιάζει η εργατική τάξη τους απεργούς είναι απερίγραπτος.
Η ντόπια αντίδραση
Απερίγραπτη όμως είναι και η σκληρότητα που έδειξε και η εταιρεία. Έκοψε το ένα ποτήρι γάλα που έδινε στα παιδιά των μεταλλωρύχων ενώ πέταξε έξω από το νοσοκομείο της Πεντάγυιας όσους μεταλλωρύχους ήταν σε κατάσταση να περπατήσουν. Οι γιατροί της εταιρείας αρνούνταν να περιθάλψουν απεργούς ή τις οικογένειες τους.
Προσπάθησε ακόμα να διασπάσει τους απεργούς σε έλληνες και τούρκους. Στη αρχή δεν απέλυε τούρκους εργάτες ούτε τους έστελνε στα δικαστήρια ελπίζοντας να τους πάρει με το μέρος της. Όταν είδε ότι τίποτε δεν γινόταν τότε άρχισε να απολύει και τους τουρκοκύπριους. Καθημερινά έστελνε απολύσεις σε απεργούς και τους έδιωχνε από τα σπίτια (παράγκες στη πραγματικότητα) της εταιρείας ή έπαιρνε τα πράγματα από το νοικοκυριό τους.
Πρόθυμοι συμπαραστάτες τότε της Εταιρείας αποδείχτηκαν η Εθναρχία με πρώτο και καλύτερο τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β΄. Με εγκύκλιο του στις 20 του Μάρτη καλούσε τους απεργούς να τερματίσουν αμέσως την απεργία ενώ ο Πολύκαρπος Ιωαννίδης ανάλαβε εργολαβικά μέσα από την εφημερίδα της ενθαρχίας να συκοφαντεί τον αγώνα των απεργών. Βρώμικο ρόλο έπαιξε και η ΣΕΚ που ιδρύθηκε σαν εργοδοτική συντεχνία. Οι ηγέτες της γύριζαν τα γύρω χωριά για να βρούνε απεργοσπάστες για την Εταιρεία.
Ο στόχος της Ενθαρχίας και της ντόπιας πλουτοκρατίας που την υποστήριζαν ήταν να περιορίσουν την επιρροή της αριστεράς μέσα στο εργατικό κίνημα και να αποτρέψουν με κάθε θυσία την εμφάνιση ενός κινήματος που όχι μόνο θα μπορούσε να τους πάρει την ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα αλλά και να στραφεί εναντίον τους. Έτσι βρέθηκαν στο ίδιο χαράκωμα με την Εταιρεία και τους αποικιοκράτες που την στήριζαν.
Η κορύφωση της απεργίας
Η κορύφωση του αγώνα έρχεται στις 3 του Μάρτη όταν η αστυνομία για να προστατέψει τους απεργοσπάστες της εταιρείας πυροβόλησε τους απεργούς. Έγινε πραγματική μάχη με αποτέλεσμα να τραυματιστούν 8 απεργοί 5 τούρκοι και 3 έλληνες, οχτώ αστυνομικοί και τέσσερεις απεργοσπάστες.
Την ίδια μέρα οργανώθηκαν μεγάλες συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια στο Μαυροβούνι και το Ξερό ενώ το βράδυ οργανώθηκαν μαζικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στα οικήματα της ΠΕΟ. Στη συγκέντρωση της Λευκωσίας πήραν μέρος 8 χιλιάδες άτομα.
Το πρακτορείο Ρέουτερ μετέδωσε για τα γεγονότα της 3 του Μάρτη: «Η αστυνομία πυροβόλησε σήμερα εναντίον των απεργών εργατών εις την περιοχή των αμερικανικών μεταλλείων Μαυροβουνίου. Υπάρχουν πληγωμένοι. Η αστυνομία πυροβόλησε όταν οι μεταλλωρύχοι προσπάθησαν να επιτεθούν εναντίον των απεργοσπαστών . Στις Κεντρικές Φυλακές 60 κρατούμενοι κήρυξαν απεργία πείνας σε ένδειξη συμπάθειας προς τους απεργούς. Οι κύπριοι τυπογράφοι αρνούνται να στοιχειοθετήσουν δημοσιεύματα που κατά την γνώμη του ζημιώνουν τον αγώνα των συμπατριωτών τους μεταλλωρύχων. Σε πολλές συγκεντρώσεις μεγάλα πανό γράφουν «Η Κύπρος δεν είναι αμερικάνική αποικία».
Η ΠΕΟ και η Κ.Τ.Ι.Β.Κ καλούν σε νέα 24ωρη παναπεργία για τις 6 του Μάρτη. Η συμμετοχή ήταν φανταστική. Οργανώνονται συλλαλητήρια και πορείες σε όλες τις πόλεις της Κύπρου με συνθήματα «κάτω τα όπλα που κτυπούν πεινασμένους απεργούς» , «Έλληνες και Τούρκοι σηκώστε πιο ψηλά τη σημαία της ενότητας της εργατικής τάξης». Οι κινητοποιήσεις της 6ης του Μάρτη ίσως να ήταν οι μεγαλύτερες εργατικές κινητοποιήσεις που έγιναν ποτέ στην Κύπρο.
Η Εταιρεία με την αστυνομία απαντούν με νέες προκλήσεις και στις 8 του Μάρτη πυροβολούν εναντίον απεργών που προσπαθούν να εμποδίσουν απεργοσπάστες να ξεφορτώσουν ξυλεία από πλοίο στο λιμάνι του Ξερού (η μάχη του πλοίου όπως ονομάστηκε). Έξη απεργοί τραυματίζονται, ένας από αυτούς σοβαρά.
Αυτή η νέα επίθεση προκαλεί νέο ξέσπασμα εργατικής αγανάκτησης. Αντιγράφουμε από το βιβλίο της ΠΕΟ: «Με το άκουσμα της είδησης για τα γεγονότα του Ξερού, όλοι οι εργάτες της Λευκωσίας πέταξαν τα εργαλεία και κατέβηκαν στις συντεχνίες τους. Εκνευρισμένος και καταγανακτισμένος ο λαός της Πρωτεύουσας κινείται στους δρόμους και διερωτάται ..πόσο θα συνεχίζεται η εγκληματική αυτή στάση της αντίδρασης ….Στις τρείς το απόγευμα δέκα χιλιάδες εργάτες τις Λευκωσίας βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο Συντεχνιακό οίκημα και ακούνε τις πρώτες εκθέσεις από το Ξερό. Η αγανάκτηση των συγκεντρωμένων και η συμπάθεια τους προς τους απεργούς δύσκολα μπορούν να περιγραφούν. Χιλιάδες εργάτες σήκωναν τις γροθιές τους και αναθεμάτιζαν τον ιμπεριαλισμό που είναι ο κύριος ένοχος για να δολοφονούνται τα παιδιά του Κυπριακού Λαού».
Παρόμοιες συγκεντρώσεις έγιναν και σε άλλες πόλεις και περιοχές .
Η ώρα της εξέγερσης
Αυτό ήταν το κρίσιμο σημείο στην απεργία. Η ανοιχτή και προκλητική επίθεση της αστυνομίας δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί πλέον παρά με την γενίκευση του αγώνα. Ήταν καθαρό πια για την εργατική τάξη ότι αντίπαλος της δεν ήταν μόνο η εταιρεία αλλά και το αποικιακό καθεστώς. Από εδώ και πέρα ο αγώνας των μεταλλωρύχων δεν μπορούσε να βρει δικαίωση παρά μόνο σαν μέρος ενός γενικότερου κινήματος που διεκδικεί πια όχι μόνο οικονομικά αιτήματα αλλά και δημοκρατικά δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες. Ήταν η ώρα της πολιτικής Γενικής Απεργίας που οδηγεί στην εξέγερση και διεκδικεί την εθνική απελευθέρωση και τον σοσιαλισμό. Ήταν η ευκαιρία να δοκιμάσει η εργατική τάξη να κάνει πραγματικότητα το όραμα των πρώτων κομουνιστών για τη «σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία της Κύπρου».
Η στιγμή ήταν κατάλληλη. Η εργατική αγανάκτηση και τα αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα ήταν στο αποκορύφωμα τους. Η αγωνιστική διάθεση ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Ο πολύμηνος αγώνας και η φανταστική αλληλεγγύη προς τους απεργούς εξασφάλιζε την εμπειρία της οργάνωσης σε παγκύπρια κλίμακα.
Η απεργοσπαστική αντιδραστική στάση της Εθναρχίας και της ντόπιας πλουτοκρατίας έδινε μια εξαιρετική ευκαιρία στην αριστερά να δείξει τον βρώμικο ρόλο τους. Να δείξει ότι για να διατηρήσουν την προνομιακή τους θέση δεν δίστασαν να συνεργαστούν με τους αποικιοκράτες και ότι δεν μπορούσαν να κάνουν με συνέπεια κανένα απελευθερωτικό αγώνα.
Δίπλα σε αυτά υπήρχε η ενότητα των ελλήνων και των τούρκων εργατών. Στη δημιουργία αυτής της ενότητας έπαιξε καθοριστικό ρόλο το ότι τέσσερεις μόλις μέρες πριν ξεκινήσει η απεργία στις 8 του Γενάρη η ΠΕΟ και η Κ.Τ.Ι.Β.Κ υπόγραψαν «πρωτόκολλο συνεργασίας» που ανάμεσα σε άλλα στόχευε «στη στενότερη σύσφιξη των φιλικών σχέσεων της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου» και «καταδίκαζε την προπαγάνδα του ενός ενάντια στον άλλο σαν καταστροφική και αντίθετη με τα συμφέροντα της εργατικής τάξη». Ποτέ άλλοτε στην ιστορία τους δεν είχαν βρεθεί τόσο κοντά οι έλληνες και οι τούρκοι εργάτες της Κύπρου.
Ακόμα η διεθνής συγκυρία ήταν θετική. Στην Ελλάδα η άρχουσα τάξη με τους Αγγλοαμερικάνους συμμάχους της δεν είχε ακόμα καταφέρει να νικήσει τον Δημοκρατικό Στρατό. Στη διπλανή Γιουγκοσλαβία το κίνημα του Τίτο είχε δημιουργήσει κατάσταση αστάθειας στη περιοχή. Η ίδια η Βρετανική αυτοκρατορία κλονιζόταν και υποχρεωνόταν να αρχίσει να εγκαταλείπει αποικίες όπως την Ινδία. Τα κινήματα στη Μέση Ανατολή βρίσκονταν σε αναβρασμό.
Το κλείσιμο της απεργίας
Δεν ακολουθήθηκε όμως ο δρόμος της εξέγερσης. Το ΑΚΕΛ και η ΠΕΟ παρόλο που από την αρχή του αγώνα ζήτησαν την εθνικοποίηση των μεταλλείων, έκαναν ότι μπορούσαν να μην πολιτικοποιηθεί ο αγώνας. Επαναλάμβαναν ότι ο αγώνας είναι καθαρά οικονομικός. Οι κινητοποιήσεις δεν είχαν συνέχεια. Από αυτό το σημείο και έπειτα η απεργία αρχίζει να παίρνει την κάθοδο.
Η εργατική αγανάκτηση έμεινε ανεκμετάλλευτη και η ηγεσία των συντεχνιών ουσιαστικά έψαχνε πια τρόπους για να κλείσει την απεργία. Η απεργία έκλεισε στις 16 του Μάη. Αυτά που κερδήθηκαν, ήταν τόσο λίγα που με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν νίκη. Αντίθετα το κόστος ήταν πολύ μεγάλο .Δέχτηκαν να χάσουν την δουλεία τους πάνω από 150 απεργοί που είχαν καταδικαστεί από τα δικαστήρια και δέχτηκαν να περάσουν από «δίκη» της εταιρείας άλλοι εκατόν είκοσι για να αποφασίσει αν θα τους προσλάβει. Από αυτούς πήρε μόνο δέκα. Ακόμα οι συντεχνίες δεν έγιναν δεκτές από την Εταιρεία και η ΠΕΟ λειτουργούσε μέσα στους μεταλλωρύχους της ΚΜΕ σε ημιπαράνομη κατάσταση μέχρι το 1975 που έκλεισε η εταιρεία.
Η ταξική συνεργασία
Το ΑΚΕΛ και η ΠΕΟ ακολούθησαν τον δρόμο του συμβιβασμού και όχι της εξέγερσης. Αυτό οφειλόταν πρώτα και κύρια στην πολιτική της ταξικής συνεργασίας και της θεωρίας των σταδίων που υιοθέτησε το κομμουνιστικό κόμμα της ΕΣΣΔ με την επικράτηση του σταλινισμού και την ακολούθησαν όλα τα ρεφορμιστικά κόμματα του κόσμου. Μια πολιτική που επέβαλλε στο ΑΚΕΛ συνεργασία με την ντόπια άρχουσα τάξη με στόχο τις διάφορες συμμαχίες που εξυπηρετούσαν την ΕΣΣΔ. Πριν τον πόλεμο καλούσε τους αστούς και την εθναρχία σε κοινό αντιαποικιακό μέτωπο.
Στη περίοδο του πολέμου αυτή η πολιτική τους οδήγησε σε συνεργασία με τους Άγγλους, με την αποστολή εθελοντών στο αγγλικό στρατό και την αναστολή των απεργιών και των κινητοποιήσεων για να μην δημιουργήσουν προβλήματα στη τότε σύμμαχο της ΕΣΣΔ. Αυτό μάλιστα συνεχίστηκε και μετά το τέλος του πολέμου όπως παραδέχεται άμεσα και η ΠΕΟ στο βιβλίο της κάνοντας αυτοκριτική για την απεργία (παρόλο που πουθενά δεν την χαρακτηρίζει σαν ήττα). Γράφει: «Μία λανθασμένη γενική ταχτική του κινήματος μας, που κάποτε ήταν σωστή, δεν επιτρέπονταν να εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό μας επέβαλε να κρατάμε τις χιλιάδες των αγανακτισμένων μαζών μακριά από τις μαχητικότερες μαζικές διαδηλώσεις αλληλεγγύης τη στιγμή μάλιστα που η αστυνομία πυροβολούσε τους άοπλους μεταλλωρύχους».
Η πολιτική της ταξικής συνεργασίας δεν επέτρεπε στο ΑΚΕΛ να φτάσει σε ολοκληρωτική ρήξη με την ντόπια άρχουσα τάξη ακόμα και με την εθναρχία. Αυτούς που αποδείχτηκαν οι μεγαλύτεροι εχθροί της απεργίας, ήταν που καλούσε το 1944 μέχρι την ανεξαρτησία σε κοινό αγώνα για την Ένωση, έστω και αν για ένα διάστημα υποστήριξε σαν ενδιάμεσο στάδιο την αυτοκυβέρνηση(1947-48 ).
Η Ενωση, είτε άμεση είτε έμμεση, είναι ο δεύτερος λόγος για τον οποίο δεν μπορούσε να δώσει στον αγώνα αντιαποικιακό και αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο. Μία εξέγερση με αίτημα την Ένωση όχι μόνο δεν θα είχε την υποστήριξη της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου αλλά θα μπορούσε να οδηγήσει και σε διακοινοτικές συγκρούσεις όπως και τελικά έγινε.
Έτσι χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για το εργατικό κίνημα να μετατρέψει τις «124 μέρες που συγκλόνισαν την Κύπρο» σε εξέγερση που αν νικούσε θα επηρέαζε τις εξελίξεις και το μέλλον της εργατικής τάξης όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στην γύρο περιοχή
Ντίνος Αγιομαμίτης
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εργατική Δημοκρατία αριθ. 19 τον Μάη του 1993