ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΝΗΜΑ ΠΟΥ ΕΝΩΝΕΙ ΤΟΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΟ

Share it now!
Πολλοί που υποστηρίζουν τη λύση του Κυπριακού μέσα από μια συμφωνημένη διευθέτηση, πίστευαν ότι ο Αναστασιάδης που ηγήθηκε της πλατφόρμας του ναι στο δημοψήφισμα του 2004 θα ήταν αυτός που θα το πετύχαινε. Ιδιαίτερα μετά και την εκλογή του Ακιντζί που επίσης ήταν δηλωμένος υποστηρικτής αυτής της προοπτικής.

Δυστυχώς όμως αυτές οι προσδοκίες διαψεύστηκαν με τον πιο τραγικό τρόπο μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά και τα όσα ακολούθησαν. Τα δύο τελευταία χρόνια αυτό που κυριαρχεί είναι η απογοήτευση και η απελπισία. Βλέπουμε κόσμο κυριολεχτικά να θρηνεί και να επαναλαμβάνει με απόγνωση, τίποτα δεν γίνεται, όλα τέλειωσαν, οριστικοποιείται η διχοτόμηση και άλλα παρόμοια.

Αρκετοί από αυτούς διερωτώνται γιατί ο Αναστασιάδης έκανε αυτή τη στροφή και προσπαθούν να δώσουν κάποιες εξηγήσεις αποδίδοντας την είτε στο οινόπνευμα, (είναι γνωστό ότι ο σε κάποιες συναντήσεις ήταν μεθυσμένος), είτε στα συμφέροντα που εξυπηρετεί ο ίδιος και η κοντινή του κάστα, είτε στους Ρώσους ολιγάρχες που εξυπηρετεί μέσω του γραφείου του και άλλα παρόμοια. Μπορεί να ισχύουν όλα αυτά, αλλά δεν είναι αρκετά για να εξηγήσουν την στάση του. Ο Αναστασιάδης δεν κυβερνά μόνος του, αντιπροσωπεύει μια ελίτ, την ελληνοκυπριακή αστική τάξη, και μάλιστα το πιο δυνατό κομμάτι της.

Τι συμβαίνει λοιπόν; Το πρώτο που πρέπει να πούμε είναι ότι το ναι του Αναστασιάδη, στο σχέδιο Ανάν το 2004, δεν έχει να κάνει τίποτα, ούτε με φιλειρηνική διάθεση, ούτε με καμιά επιθυμία για επαναπροσέγγιση με τους τουρκοκύπριους. Ηταν ένα υστερόβουλο ναι, σε ένα σχέδιο που κατ αρχήν έδινε πίσω στους ε/κ πολλά από τα χαμένα του πολέμου του ’74 και άφηνε πολλά περιθώρια για να ξαναμπορέσουν να επιβάλουν μέσα από την οικονομική και πολιτική υπεροχή που είχαν, την κυριαρχία τους στους τουρκοκύπριους.

Κανένα συνεταιρισμό

Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη, στην ολότητα της, ενδοτικοί και απορριπτικοί, διαλλαχτικοί και αδιάλλακτοι, παρά τις όποιες διαφωνίες τακτικής και αν έχουν, ποτέ δεν αποδέχτηκαν ότι θα μοιραστούν την εξουσία και τους πόρους του νησιού με τους τουρκοκύπριους. Κάθε συμφωνία που έκαναν την αντιμετώπιζαν σαν ένα ενδιάμεσο στάδιο μέσα από το οποίο θα μπορούσαν να φτάσουν στον τελικό τους στόχο που αρχικά ήταν η ένωση. Όταν αυτό δεν ήταν πια εφικτό ο στόχος ήταν η κυριαρχία τους στο νησί και η περιθωριοποίηση και εξόντωση των τουρκοκυπρίων αντιπάλων τους.

Αυτό ήταν μια πολιτική που ακολούθησε με συνέπεια η ελληνοκυπριακή ελίτ. Το ότι υπήρχαν παρόμοιες πολιτικές και στην άλλη πλευρά από την τούρκικη και τουρκοκυπριακή ελίτ δεν αναιρεί το γεγονός ότι η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκε στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Για το ρόλο της τούρκικης και τουρκοκυπριακής ελίτ μας μίλησαν προηγούμενα οι τουρκοκύπριοι σύντροφοι και τους ευχαριστώ. Εγώ θα περιοριστώ στη δική μας ελίτ.

Ο πρώτος διδάξας ήταν ο Μακάριος ο οποίος ποτέ δεν αποδέχτηκε το συνεταιρικό κράτος της Ζυρίχης και ποτέ δεν δέχτηκε να μοιραστεί την εξουσία με τους τουρκοκύπριους και να εφαρμόσει αυτά που ο ίδιος είχε υπογράψει. Για τον Μακάριο οι συμφωνίες της Ζυρίχης δεν ήταν παρά ένα ενδιάμεσο στάδιο για να τις χρησιμοποιήσει για να φτάσει στην αυτοδιάθεση – ένωση. Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να μας τα πει όπως τα έγραψε σε επιστολή που έστειλε την 1 Μαρτίου του 1964 στον Γεώργιο Παπανδρέου, τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας: «Σκοπός μας κύριε πρόεδρε είναι η κατάλυσις των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου δια να δύναται αδεσμεύτως ο Ελληνικός κυπριακός λαός εν συνεννοήσει μετά της Μητρός Πατρίδος να καθορίζει το μέλλον του. Είμαι ο υπογράψας τας συμφωνίας αυτάς … ουδ’ επι στιγμήν όμως επίστευσα ότι αι συμφωνίαι θα αποτελούν μόνιμον καθεστώς»

Με παρόμοιο τρόπο και οι συνεργάτες του αρθρογραφούσαν το καλοκαίρι του ’63 οτι: «ουδείς εδέχθει την Συμφωνίαν της Ζυρίχης ως τέρμα…Και η Κύπρος τώρα από της Ζυρίχης προς την αυτοδιάθεσιν»

Ακολουθώντας στην πράξη αυτή την πολιτική ο Μακάριος αρνήθηκε να εφαρμόσει τις πρόνοιες του Συντάγματος για χωριστούς Δήμους, για την αναλογία 70% - 30% στην δημόσια υπηρεσία, τις φορολογίες και τελικά προσπάθησε να τροποποιήσει το Σύνταγμα με τα 13 σημεία που πρότεινε το φθινόπωρο του ’63. Όταν οι τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν ξέσπασαν οι συγκρούσεις.

Μέσα από αυτές τις εξελίξεις του ’63 – ‘64, ο Μακάριος και η ελληνοκυπριακή ελίτ κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο του κράτους και να απομονώσουν τους τουρκοκύπριους στο 4.8% του εδάφους. Τόση ήταν η αλαζονεία και η έπαρση τους, που όταν οι τουρκοκύπριοι το ’72 δέχτηκαν στις συνομιλίες σχεδόν και τα 13 σημεία, τα αρνήθηκαν οι ίδιοι αυτή τη φορά όπως ομολογεί στην «Κατάθεση του» ο Γλαύκος Κληρίδης.

Συνταγματικές παραχωρήσεις

Μετά την ήττα του ’74 η ελληνοκυπριακή αστική τάξη κάνει αυτό που ονομάζει οδυνηρό συμβιβασμό και δέχεται την Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία σαν μορφή κρατικής οντότητας για το νέο συνεταιρικό κράτος που θα προκύψει μετά την υπογραφή συμφωνίας. Από πολύ νωρίς όμως αρχίζει να σκέφτεται πώς θα το χρησιμοποιήσει και πάλι σαν ενδιάμεσο σταθμό για να επιβάλει ξανά την κυριαρχία της στους τουρκοκύπριους και να τους κάνει όχι συμμέτοχους αλλά φτωχούς συνεταίρους.

Πατώντας πάνω στο φτηνό εργατικό δυναμικό που αποτελούσαν οι πρόσφυγες, και την καταστροφή του Λιβάνου κατάφερε μέσα σε ελάχιστο χρόνο μετά τον πόλεμο, να κτίσει εκείνο που ονομάστηκε οικονομικό θαύμα. Παράλληλα σαν ο διαχειριστής της Κυπριακής Δημοκρατίας όλα αυτά τα χρόνια έχει διεθνή ερείσματα και συμμαχίες που τις επιτρέπουν να κάνει αυτούς τους σχεδιασμούς.

Αυτούς τους σχεδιασμούς εκφράζει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο ο Χριστοφής Οικονομίδης, στέλεχος του ΔΗΣΥ και του Κυπριακού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου τον Σεπτέμβρη του 1978, ο οποίος προτείνει: «Να μεταθέσουμε προτού είναι πολύ αργά τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, από το πολεμικό πεδίο στο οποίο οι Τούρκοι υπερέχουν… στο ειρηνικό πεδίο, στο οποίο έχουμε αναμφισβήτητη οικονομική υπεροχή».

Για να γίνει κάτι τέτοιο βέβαια χρειάζονται «οδυνηρές» πολιτικές, και συνταγματικές παραχωρήσεις ώστε να υπάρξει συμφωνία. Ωστόσο όμως γι αυτές τις παραχωρήσεις επισημαίνει ο Οικονομίδης: «Ο ρους της κοινωνικής ζωής και προόδου παραμερίζει και ατονεί συνταγματικάς προνοίας που στέκονται εις το δρόμο της προόδου, αρκεί τούτο να γίνεται βαθμιαίως, ειρηνικώς και σιωπηρώς και να μην βιαζόμεθα να θέλωμεν να σβήσωμεν και από το χαρτί αυτό που ατονεί στην πράξη. Η Κύπρος ως ανεξάρτηνον κράτος, οσονδήποτε βαθμόν τοπικής αυτονομίας και αν έχουν οι τουρκοκύπριοι εντός αυτής, εις την πράξην θα διευθύνεται πολιτικώς και οικονομικώς από τους Ελληνας».

Δεν νομίζω να μπορούσε κανείς να περιγράψει καλύτερα το πώς η ελληνοκυπριακή οικονομική ελιτ αντιλαμβάνεται τον συνεταιρισμό της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Αυτή είναι η ουσία αυτού που κάποιοι αργότερα ονόμασαν «Σχολή Κληρίδη». Μια real politic προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες και τις δυνατότητες τους. Δεν έχει καμιά σχέση ούτε με ειρήνη, ούτε με επαναπροσέγγιση με τους τουρκοκύπριους. Αντίθετα υποκρύβει μια υστερόβουλη πολιτική που στοχεύει στην κυριαρχία της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης, όπως με τη Ζυρίχη αλλά αυτή τη φορά χωρίς βιασύνες και επικίνδυνους ακροβατισμούς - έχουν πάρει το μάθημα τους απο την προηγούμενη φορά.

Βέβαια αυτό προϋποθέτει ότι η ελληνοκυπριακή αστική τάξη έχει σαφή οικονομική υπεροχή απέναντι στους τουρκοκύπριους. Μέχρι το 2004 αυτό ήταν δεδομένο. Το οικονομικό θαύμα έφερε τεράστια ανάπτυξη και πλούτο, ιδιαίτερα για το μεγάλο κεφάλαιο που επεκτάθηκε με εξαγωγές στις αραβικές χώρες. Αντίθετα η κατάσταση στο βορρά ελάχιστα είχε αλλάξει, παρά το ότι κατέλαβαν ένα μεγάλο μέρος από πλουτοπαραγωγικούς χώρους και τουριστικές περιοχές. Τα εμπάρκο και οι αποκλεισμοί είχαν λειτουργήσει αρκετά αποτελεσματικά μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Από την άλλη η διεθνής αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας που ουσιαστικά ήταν ελληνοκυπριακό κράτους τους έδινε σαφές πλεονέκτημα απέναντι στην ΤΔΒΚ η οποία δεν είχε σχεδόν καθόλου διεθνή ερείσματα.

Φυσικά τέτοιες σκέψεις και σχεδιασμούς μπορούσε να έχει μόνο το ισχυρό ελληνοκυπριακό κεφάλαιο. Αντίθετα το πιο μικρό κεφάλαιο και κομμάτια όπως η εκκλησία, οι ξενοδόχοι της Πάφου και της Λεμεσού θα ήταν μέσα στους χαμένους από ένα τέτοιο συμβιβασμό στα πλαίσια της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Γι αυτό και η σύγκρουση ανάμεσα σε ενδοτικούς και απορριπτικούς. (Γι αυτό το θέμα υπάρχει ολοκληρωμένη ανάλυση στο περιοδικό της Εργατικής Δημοκρατίας Διεθνιστική Πρό(σ)κληση τεύχος 1 Αύγουστος ΄88 )

Βέβαια το σχέδιο Αναν δεν απορρίφτηκε μόνο από τους εθνικιστές απορριπτικούς ελληνοκύπριους αλλά και από πολλούς που ένοιωθαν ότι άφηνε όλα τα περιθώρια να επαναληφθούν τα γεγονότα του ’63 αφού έμεναν πολλές ασάφειες και οι πολιτικές που εφαρμόζονταν ήταν οι ίδιες. Δεν θα επεκταθώ ούτε σε αυτό το θέμα λόγω χρόνου και χώρου. (Για το δημοψήφισμα του 2004 έχουμε εκδώσει μια ειδική μπροσούρα στα ελληνικά και τα τούρκικα.)

Σήμερα βέβαια τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Το οικονομικό θαύμα όχι μόνο έσβησε αλλά η κρίση του 2013 και τα μνημόνια οδήγησαν την οικονομία στο χείλος της καταστροφής και φτωχοποίησαν χιλιάδες ανθρώπους. Αντίθετα το ναι των τουρκοκυπρίων στο δημοψήφισμα άνοιξε προοπτικές για οικονομική ανάπτυξη αλλά και για διεθνείς πολιτικές σχέσεις της ΤΔΒΚ. Η οικονομική και πολιτική υπεροχή για την οποία μιλούσε ο Χρ. Οικονομίδης σχεδόν εκμηδενίστηκε παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική λίρα.

Υδρογονάνθρακες

Σε αυτά έρχεται να προστεθεί ένας ακόμη παράγοντας που είναι η ανακάλυψη των υδρογονανθράκων. Δεν ξέρουμε πόσο σημαντικά είναι τα κοιτάσματα, πόσο εκμεταλλεύσιμα κλπ αλλά είναι σίγουρο πως ο Αναστασιάδης δεν έχει καμιά όρεξη να τα μοιραστεί με τους τουρκοκύπριους. Προτιμά να τους παραχωρήσει το δικό τους κράτος ή ακόμη καλύτερα να διατηρήσει το σημερινό στάτους κβό και ας πάρουν την δική τους ΑΟΖ στο Βορρά όπως εξάλλου δήλωσε δημόσια.

Αυτή είναι η ουσία της σημερινής πολιτικής του Αναστασιάδη. Δεν αποτελεί καμιά στροφή. Αντίθετα είναι μια πολιτική ευθυγραμμισμένη με τις στοχεύσεις της κυρίαρχης πολιτικής που εφαρμόζει η αστική τάξη στην Κύπρο τα τελευταία 60 χρόνια. Κρατάει την άκρη του γαλάζιου νήματος του εθνικισμού που ξετύλιξε πρώτος ο Μακάριος και προχωρά. Γι αυτό και δεν έχει κανένα νόημα να κάνουμε εκκλήσεις προς τον Αναστασιάδη να δείξει θάρρος και άλλα παρόμοια. Ούτε μπορούν να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα οι διάφοροι διεθνείς παράγοντες που παίζουν στο κυπριακό. Αυτοί ενδιαφέρονται πάνω από όλα για τα δικά τους συμφέροντα και σχεδιασμούς που τις περισσότερες φορές είναι βουτηγμένα μέσα στο αίμα αθώων θυμάτων. Οι δε άξονες που στήνουν ο Αναστασιάδης και ο Μητσοτάκης με τους χασάπηδες της περιοχής, Νετανιάχου και Αλ Σίσι μόνο περισσότερη ένταση και καταστροφή μπορούν να φέρουν.

Εδώ χρειάζεται να κάνω μια παρένθεση για να πώ ότι κάποια κομμάτια της αστικής τάξης και του κυβερνητικού κόμματος παραμένουν πιστά στην γραμμή της Σχολής Κληρίδη, οτι δηλαδή είναι προτιμότερος ένας συμβιβασμός παρά η οριστικοποίηση του διαχωρισμού, αλλά είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να επηρεάσουν την πολιτική Αναστασιάδη. Επίσης, το ΑΚΕΛ που ελέγχει ενα σημαντικό κομμάτι της οικονομίας και παράλληλα συσπειρώνει το πιο οργανωμένο και ταξικά συνειδητοποιημένο κομμάτι της εργατικής τάξης, κινείται σε αυτή την κατεύθυνση. Τα ερείσματα που έχει μέσα στους τουρκοκύπριους του επιτρέπουν να υπολογίζει ότι μπορεί να αντέξει τον ανταγωνισμό και ίσως να ωφεληθεί και πολιτικά απο την επανένωση. Η εκλογή του Νιαζί Γκιζίλγιουρεκ στην Ευρωβουλή είναι ένα καλό δείγμα για το τί μπορεί να προσδοκά. Μπορούν να ειπωθούν πολλά για αυτά τα θέματα αλλά σε άλλη ευκαιρία.

Κίνημα επαναπροσέγγισης ο δρόμος για την ειρήνη

Εκείνο που χρειαζόμαστε, είναι πρώτα και κύρια να ξεκαθαρίσουμε αυτά τα θέματα και να κτίσουμε ένα άλλο εναλλακτικό πόλο. Ένα δικοινοτικό κίνημα στηριγμένο στην αριστερά και τα συνδικάτα που να παλεύει για ειλικρινή επαναπροσέγγιση, αλληλεγγύη και συνεργασία των απλών ανθρώπων στις δυο πλευρές και στις γύρο χώρες. Να πιάσουμε και εμείς το κόκκινο νήμα που μας συνδέει με τους μεγάλους αγώνες της εργατικής τάξης του ’48.

Έχουμε πολλά που μας ενώνουν.
• Η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας
• Η αντίθεση μας στον εθνικισμό και την αναβίωση της ακροδεξιάς και του φασισμού.
• Η αντίθεση μας στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων οι οποίοι όχι μόνο απειλούν το περιβάλλον αλλά και την ειρήνη στην περιοχή. Θα πρέπει να παλέψουμε μαζί για να μείνουν οριστικά και αμετάκλητα στον βυθό της θάλασσας.
• Η επιθυμία σε πολύ κόσμο και στις δυο πλευρές για επανένωση στη βάση της πολιτικής ισότητας, του αλληλοσεβασμού και της συνεργασίας.

Ένα τέτοιο δικοινοτικό κίνημα είναι που πρέπει να στήσουμε σήμερα. Έχουμε ήδη κάνει πολλά μαζί τα τελευταία χρόνια. Αναφέρθηκαν αρκετά απο αυτά στην προηγούμενη ομιλία του Πάμπη Κυρίτση και του Χασάν Φελέκ. (Πρόεδροι ΠΕΟ και DEV IS). Πιστεύω ότι μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα παραπάνω και να το πετύχουμε. Το χρωστάμε στις χιλιάδες αδικοσκοτωμένους και των δυο πλευρών που πότισαν με το αίμα τους αυτή τη γη.

(Η ομιλία του Ντίνου Αγιομαμίτη στο συνέδριο «Η Αριστερά και το Κυπριακό»)