Φέτος κλείνουν σαράντα χρόνια από τον πόλεμο του 74. Από τις εξέδρες και τους άμβωνες θα ακούσουμε για άλλη μια φορά τα αναθέματα για το προδοτικό πραξικόπημα και την εισβολή, θα ακούσουμε ίσως και για κάποιους φανατικούς των δυο πλευρών και τις ευθύνες τους για τους πολέμους στη Κύπρο.
Οι πόλεμοι στη Κύπρο όμως δεν είναι αποτέλεσμα της δράσης κάποιων φανατικών που σκότωσαν, βίασαν, λεηλάτησαν και καταστρέψανε αθώα θύματα ή ακόμη και ολόκληρα χωριά της άλλης πλευράς. Η όλη ιστορία του Κυπριακού είναι μια ιστορία ανταγωνισμών, συγκρούσεων και πολέμων όχι κάποιων φανατικών αλλά των ίδιων των αρχουσών τάξεων των δύο πλευρών και ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων για να εξασφαλιστούν τα συμφέροντα τους οι διάφορες δυνάμεις που ήταν ανακατεμένες στο κυπριακό.
Η πολεμική αντιπαράθεση ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις των δύο πλευρών, στη Κύπρο δεν ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1974 με την εισβολή της Τουρκίας όπως θέλει να το παρουσιάσει η επίσημη ελληνοκυπριακή πλευρά. Ούτε βέβαια και η τούρκικη εισβολή ήταν καμία «ειρηνευτική επιχείρηση» όπως θέλει να το παρουσιάσει η επίσημη τουρκική πλευρά.
Όλες οι πλευρές θέλουν να κρύβουν τις δικές τους ευθύνες. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι πρόκειται για αρπακτικά που για χάρη των οικονομικών συμφερόντων τους δεν δίστασαν να οδηγήσουν σε αιματοκύλισμα και προσφυγιά χιλιάδες αθώα θύματα και από τις δύο πλευρές.
Οι διακοινοτικές συγκρούσεις είχαν αρχίσει πολύ πιο πριν, από το 1958 τουλάχιστον. Το αίτημα της Ένωσης δημιουργούσε πολλές αντιδράσεις στους τουρκοκύπριους από την δεκαετία του '40. Με το ξέσπασμα του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ για την Ένωση, οι αντιδράσεις των τουρκοκυπρίων πήραν πολύ πιο έντονο χαρακτήρα με αποτέλεσμα το 1958 να έχουμε τις πρώτες συγκρούσεις και νεκρούς.
Οι συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου του 59-'60, και το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας απαγόρευαν την Ένωση και την διχοτόμηση. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον Μακάριο, που είχε την στήριξη από την υπόλοιπη πολιτική ηγεσία και από το ΑΚΕΛ, να παραβιάσει το Σύνταγμα και να αρνείται να εφαρμόσει τις διατάξεις που ήταν προστατευτικές για τους τουρκοκύπριους.
Αρνήθηκε να τους παραχωρήσει το δικαίωμα για χωριστούς δήμους στις πέντε μεγάλες πόλεις και αφού οι τουρκοκύπριοι για το λόγο αυτό αρνήθηκαν να ψηφίσουν τις νέες φορολογίες, τις πέρασε με προεδρικά διατάγματα.
Στο τέλος προσπάθησε να αλλάξει το ίδιο το Σύνταγμα και να αφαιρέσει κάθε προστατευτική διάταξη που υπήρχε υπέρ των τουρκοκυπρίων υποβάλλοντας τα περίφημα 13 σημεία. Για να επιβάλει αυτές τις αλλαγές δημιούργησε ένα ένοπλο σώμα από 5000 ένοπλους κάτω από τις διαταγές του Γιωρκάτζη. Αυτό ήταν το περίφημο σχέδιο Ακρίτας που οδήγησε στις συγκρούσεις του 63-64 κατά τις οποίες οι τουρκοκύπριοι είχαν εκατοντάδες νεκρούς, πρόσφυγες και αγνοούμενους.
Μέσα από αυτές τις εξελίξεις του '63-64, η ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη κατάφερε να στριμώξει τους τουρκοκύπριους, το 18% του πληθυσμού, στο 4,8% του εδάφους, στους θύλακες και να τους απομονώσει για να τους αναγκάσει να δεχτούν τις προτάσεις του Μακαρίου.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι και οι τουρκοκύπριοι εθνικιστές προετοίμαζαν και αυτοί τις δικές τους εξελίξεις. Τις πρωτοβουλίες όμως τις είχε η ελληνοκυπριακή πλευρά και ο Μακάριος που βιάζονταν να απαλλαγούν από τους περιορισμούς της Ζυρίχης και των συμφωνιών του '60.
Οικονομικός πόλεμος
Ακόμα και στις «ειρηνικές» περιόδους των δυο κοινοτήτων, υπήρχε ένας αμείλικτος οικονομικός πόλεμος. Η κυρίαρχη οικονομικά εθνότητα, οι ελληνοκύπριοι, προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη τους για να εμποδίσουν τους τουρκοκύπριους να αναπτυχθούν οικονομικά. Δεν τους έδιναν άδειες να κτίσουν τα δικά τους εργοστάσια ή ξενοδοχεία αν δεν είχαν έλληνα συνέταιρο. Οι τράπεζες δεν προσλάμβαναν τουρκοκύπριους υπάλληλους. Στην βιομηχανία είχαν τις πιο σκάρτες και κακοπληρωμένες δουλειές. Η εκκλησία, ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης, ούτε πουλούσε ούτε νοίκιαζε σπίτια, μαγαζιά ή κτήματα σε τουρκοκύπριους. Δεν έκαναν έργα σε περιοχές που ζούσαν τουρκοκύπριοι.
Η οικονομική και κοινωνική ανισότητα ήταν τεράστια. Το 1963 οι τουρκοκύπριοι έλεγχαν μόνο το 6,1% της βιομηχανικής παραγωγής, το 12.6% της αγροτικής και μόλις το 0.5% των εξαγωγών.
Αυτή ήταν η υλική βάση πάνω στην οποία μπόρεσε να πατήσει και ν' αναπτυχτεί ο εθνικισμός και στις δύο κοινότητες. Από την μεριά της ελληνοκυπριακής αριστεράς, του ΑΚΕΛ, όχι μόνο δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντίδραση στην καταπίεση και εκμετάλλευση των τουρκοκυπρίων αλλά ουσιαστικά στήριξε όλες τις βασικές επιλογές της ελληνοκυπριακής άρχουσας τάξης, όλ' αυτά τα χρόνια. Έτσι οι εργάτες και στις δύο πλευρές δέθηκαν πίσω από τις επιδιώξεις των κυρίαρχων τους τάξεων.
Ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός
Οι προσπάθειες των ελληνοκύπριων καπιταλιστών να επιβάλουν την δική τους κυριαρχία, είχαν και την στήριξη της Ελλάδας. Αυτή η συμμαχία όμως δεν ήταν πάντα «αδελφική». Οι έλληνες καπιταλιστές είχαν τις δικές τους μεγαλεπήβολες επιδιώξεις.
Η ελληνική άρχουσα τάξη βρίσκονταν σε ανταγωνισμό με τη Τουρκία. Και οι δυο πλευρές διεκδικούσαν το ρόλο του ισχυρότερου σύμμαχου του δυτικού ιμπεριαλισμού στη περιοχή. Αυτό σήμαινε την οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική ανάδειξη τους στη περιοχή.
Το 1973 η «πετρελαϊκή κρίση» έστειλε τη τιμή του «μαύρου χρυσού» στα ύψη. Τα κοιτάσματα πετρελαίου στο Αιγαίο αποκτούσαν ξαφνικά τεράστια αξία. Από την άλλη ο ανταγωνισμός για τις αγορές στη Μέση Ανατολή σήμαινε αυτόματα ανταγωνισμό για τα αεροναυτικά περάσματα στο Αιγαίο. Η Ελλάδα ζητούσε να κηρυχθεί το Αιγαίο κλειστή θάλασσα. Τελικά κατάφερε να κερδίσει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων από 6 σε 12 ναυτικά μίλια.
Αν η Χούντα εξασκούσε αυτό το δικαίωμα τα διεθνή ύδατα του Αιγαίου θα περιορίζονταν από 49% σε ένα ελάχιστο 19%. Η Τουρκία απειλούσε ότι τυχόν επέκταση των χωρικών υδάτων, θα ήταν αιτία πολέμου.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Χούντα του Ιωαννίδη οργάνωσε το πραξικόπημα στη Κύπρο. Αυτή η κίνηση σκοπό είχε να αναβαθμίσει από τη μια την ίδια την Χούντα που κατέρρεε κάτω από την πίεση των εργατών και της νεολαίας και από την άλλη να αναβαθμίσει την στρατηγική θέση της Ελλάδας απέναντι στη Τουρκία. Ο ελληνικός καπιταλισμός θα κατοχύρωνε το προβάδισμα του σαν ο πιο σημαντικός συνεταίρος των ιμπεριαλιστών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτό που δεν ήταν σίγουρο για τη Χούντα ήταν η στάση των ελληνοκυπρίων. Ο Μακάριος είχε κάνει αρκετές φορές επίδειξη ανεξαρτησίας από το «εθνικό κέντρο». Ο ελληνοκυπριακός καπιταλισμός είχε πια καταφέρει τα δικά του ανοίγματα στη Μέση Ανατολή και ΕΣΣΔ και δεν είχε διάθεση να είναι ο κομπάρσος της ελληνοτουρκικής διαμάχης αλλά η τρίτη κορυφή του τριγώνου.
Η αντίσταση στο πραξικόπημα και την ΕΟΚΑ Β και η άρνηση των ελλήνων εργατών να συρθούν στο πόλεμο από τη χούντα χάλασε τα σχέδια των αστών. Απομονωμένη η χούντα κατέρρευσε.
Η προοπτική
Η σύγκρουση και ο πόλεμος στην Κύπρο όπως και η υπόλοιπη ελληνοτουρκική διαμάχη είναι πέρα για πέρα αντιδραστική και άδικη και για τις δυο πλευρές. Έχει να κάνει με τα κυνικά συμφέροντα των καπιταλιστών και όχι των απλών ανθρώπων. Αν στη τελευταία φάση της πολεμικής σύγκρουσης, το 74 έχασαν οι ελληνοκύπριοι και έλληνες καπιταλιστές αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν και το δίκαιο με το μέρος τους, ότι είναι αθώα θύματα. Όλα τα προηγούμενα χρόνια ήταν αυτοί που καταπίεζαν και εξόντωναν τους τουρκοκύπριους.
Τα πραγματικά αθώα θύματα αυτής της σύγκρουσης και των πολέμων στην Κύπρο είναι οι απλοί άνθρωποι των δύο πλευρών, ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι, έλληνες και τούρκοι, που έχασαν τη ζωή τους, τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τα σπίτια τους, τα πάντα. Αυτοί που δεν έφταιξαν σε τίποτα και πλήρωσαν το κόστος της απληστίας και του ανταγωνισμού των δύο αντιπάλων αρχουσών τάξεων.
Η προοπτική για την ειρήνη στη Κύπρο δεν βρίσκεται στις διπλωματικές μανούβρες του Αναστασιάδη και του Έρογλου ή στις πρωτοβουλίες των αμερικανών και της Ε.Ε. και στα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια. Η αξία αυτών των σχεδίων δοκιμάστηκε πολλές φορές στο παρελθόν και στη Κύπρο και αλλού. Βρίσκεται στο διεθνισμό και τους αγώνες, των απλών ανθρώπων και των δύο πλευρών που είναι οι μόνοι που έχουν συμφέρον από μια ειρηνική και δημοκρατική διευθέτηση του κυπριακού.