Του Μιχάλη Κιούρτη.
Στέλεχος του Κινήματος Ενάντια στις Εκποιήσεις
Όταν η Κύπρος εντασσόταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για την άρχουσα τάξη αυτό φάνταζε ως ένα τεράστιο παράθυρο ευκαιριών για κέρδη. Αυτό φρόντισαν να το μεταδώσουν και στην εργατική τάξη, ότι δηλαδή και αυτή με την σειρά της θα είχε τις δικές της ευκαιρίες να καλυτερέψει τη ζωή της, μέσα από την λεγόμενη ελεύθερη διακίνηση και εγκατάσταση, τα φθηνά αυτοκίνητα, εύκολη εργοδότηση.
Ακριβώς αυτό το τελευταίο είναι που φρόντισαν να αφαιρέσουν για να μην υπάρχουν τα υπόλοιπα. Ελάχιστοι από την πανευρωπαϊκή ολιγαρχία γνώριζαν ότι επίκειτο η επιβολή ενός προηγμένου φασιστικού οικονομικού μοντέλου για διάλυση της μικρομεσαίας τάξης και καθυπόταξη της εργατικής. Ενός αναίμακτου εγχειρήματος που καμία σχέση δεν έχει όσο αφορά την εφαρμογή του με τον φασισμό που γνωρίσαμε τον περασμένο αιώνα.
Το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο στάθηκε ανάξιο να εκπροσωπήσει και να προστατεύσει τους λαούς. Το υπερόπλο τους είναι ο τραπεζικός τομέας και μέσω αυτού οδήγησαν τις οικονομίες σε κατάρρευση για να ελέγξουν αργότερα τα κράτη με δανεισμό. Το ίδιο συμβαίνει και στην δική μας χώρα. Εδώ όμως εφάρμοσαν ένα πρωτόγνωρα αντιδημοκρατικό εγχείρημα. Την κλοπή από τους προσωπικούς λογαριασμούς στις τράπεζες με την δικαιολογία ότι οι ίδιες οι τράπεζες θα χρησιμοποιούσαν τα λεφτά αυτά για να κλείσουν τις δικές τους τρύπες. Κάτι που δεν κατάφεραν διότι δεν ήταν στόχος τους, αφού η υφαρπαγή των χρημάτων στόχευε στην πτώχευση της μικρομεσαίας τάξης.
Αν τα χρήματα αυτά είχαν διοχετευτεί προς την διάσωση της κοινωνία την οποία οι ίδιες οι τράπεζες είχαν οδηγήσει στην έκτακτη ανάγκη, αυτό δεν θα ήταν κλοπή, ούτε αντιδημοκρατική ενέργεια.
Παρουσίαζαν την διεύρυνση της τρύπας στον τραπεζικό τομέα χωρίς όμως να κάνουν οτιδήποτε για να την περιορίσουν, με απώτερο στόχο να φέρουν τον τόπο στο πιο επαίσχυντο σημείο έκτακτης ανάγκης. Μιας έκτακτης ανάγκης που χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν την επίθεση τους ενάντια στην κοινωνία με στόχο την υφαρπαγή της πρώτης κατοικίας και επαγγελματικής στέγης.
Σε αυτό τον αγώνα οι τράπεζες έχουν ξεκάθαρα σύμμαχο την κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα. Υπάρχουν και άλλα κόμματα θιασώτες της λεγόμενης ελεύθερης οικονομίας, αλλά «υπό τας περιστάσεις» της λαϊκής κατακραυγής δεν τους έπαιρνε και τάχθηκαν κατά των εκποιήσεων. Κάποιοι άλλοι για λόγους τακτικής, που αποδείχτηκε λανθασμένη, υπερψήφισαν αρχικά το νομοσχέδιο, αποσύροντας αργότερα την στήριξη τους, αφού αποδεδειγμένα πλέον, για άλλη μια φορά, ο Πρόεδρος αναίρεσε την υπόσχεση του για συμβιβασμό με τα πολιτικά κόμματα.
Η στήριξη που αρχικά είχαν δώσει βασιζόταν στην ελπίδα συναίνεσης από μέρους του Προέδρου για δημιουργία δικτύου προστασίας των ευάλωτων ομάδων σε αυτό το ζωτικής σημασίας ζήτημα. Το λάθος του κόμματος της εργατικής τάξης ήταν ότι δεν επέμενε μέχρι τέλους στην καταψήφιση του κυβερνητικού νομοσχεδίου, κάτι που θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένο από την στιγμή που δεν είχαν ενσωματωθεί σε αυτό τα προστατευτικά νομοθετήματα. Η καταψήφιση θα έστελνε πάνω από όλα το μήνυμα ότι το Ανορθωτικό Κόμμα του Εργαζόμενου Λαού στεκόταν μέχρι τέλους αταλάντευτα, μαζί με τον λαό.
Θα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψη το κλίμα που είχε δημιουργηθεί μέσα στο λαό με την κινητοποίηση της Πλατφόρμας «Η Κοινωνία Αντιδρά και Αντιστέκεται».
Για πρώτη φορά ίσως, σχεδόν στο σύνολο του ο Κυπριακός λαός ήταν εξεγερμένος πνευματικά. Σε αυτό το κλίμα το ΑΚΕΛ θα έπρεπε να δώσει συνέχεια την στιγμή που ο λαός το ξαναεμπιστευόταν. Πάνω στο μήνυμα ενότητας και συνέχειας που ζητούσε ο λαός, έπρεπε το ΑΚΕΛ να σταθεί και να καταψηφίσει το νομοσχέδιο αναγκάζοντας την κυβέρνηση να καταθέσει άλλο.
Έχουμε ταξικό πόλεμο και οι αυταπάτες δεν βοηθούν. Η κατάσταση πρέπει να αντικριστεί κατάματα και να αντιμετωπιστεί. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση εδράζεται στην ταξική ενότητα.