Αν αναζητήσουμε μια κατάσταση ανάλογη με κείνη της δυτικογερμανικής διανόησης, θα τη βρούμε στην κατάσταση της ρώσικης διανόησης πριν και γύρω απ’ το 1900. Υπάρχει ωστόσο μια ποιοτική διαφορά. Ενώ εδώ με τη νίκη του φασισμού και με την καπιταλιστική μεταπολεμική εξέλιξη καταστράφηκαν πρώτα πρώτα οι μορφές οργάνωσης και η παράδοση ενός επαναστατικού εργατικού κινήματος, έτσι πού η διαμορφούμενη σοσιαλιστική διανόηση, όντας σε κοινωνική απομόνωση, μπορούσε πρακτικά να δράσει μόνο ανάμεσα στις τάξεις, στη Ρωσία οι δραστηριότητες της αναρχικής διανόησης στην απαρχή της καπιταλιστικής ανάπτυξης, των ταξικών αγώνων και του σχηματισμού του κόμματος, βρισκόταν μέσα στην εργατική τάξη. Η έλλειψη ιστορικών παραδόσεων και κομματικών ομαδοποιήσεων του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού - στη Ρωσία εξαιτίας της ελλιπούς βιομηχανικής ανάπτυξης δεν υπήρχε ούτε μια ισχυρή αστική τάξη με συνείδηση του εαυτού της ούτε ένα ισχυρό εργατικό κίνημα - ανάγκασε αυτή τη διανόηση να δημιουργεί αυταπάτες για την ιστορική της αποστολή. Αηδιασμένη από το εξουσιαστικό σύστημα του τσαρικού δεσποτισμού και συγκλονισμένη απ’ τις ωμές μεθόδους εξανδραποδισμού των χωρικών και την εκμετάλλευση των εργατών απ’ τον καπιταλισμό, σχεδίασε το πολιτικό της πρόγραμμα, με απόπειρες εναντία στις κεφαλές και τους αξιωματούχους του τσαρισμού, προσπαθώντας ν’ ανάψει τη φλόγα για μια αγροτική εξέγερση. Πάνω στη βάση της συλλογικής παραγωγής των αγροτικών κοινοτήτων θα εγκαθιδρυόταν ένας αγροτικός σοσιαλισμός, που στην αντίπερα της βίας και της ωμότητας του τσαρισμού και του καπιταλισμού, θα ’φερνε στη γη τη βασιλεία των ουρανών. Αύτη ή ουτοπία, στην όποια συνδυαζόταν η ηθική βδελυγμία με τα παλιά αστικά και προκαπιταλιστικά ιδανικά, περιείχε βέβαια ακόμα πολλά ελιτίστικα στοιχεία: γιατί οι αγρότες θα οδηγούνταν σ’ αυτή την κοινωνική αρμονία με μια εκπαιδευτική δικτατορία ή με την επιτήρηση των λογίων.
Με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών συνθηκών γινόταν όλο και πιο φανερό ότι η Ρωσία δε μπορούσε ν’ αποφύγει την ιστορική περίοδο του καπιταλισμού. Δεν είναι συμπτωματικό, το ότι το έργο του Μαρξ βρήκε αμέτρητους ενδιαφερόμενους στα γυμνάσια και στα πανεπιστήμια, γιατί φαινόταν να καταδείχνει τους νόμους κίνησης και της ρωσικής ανάπτυξης. Οι ρώσοι μαρξιστές διατύπωσαν πρώτα την αναγκαιότητα να διαμορφωθούν καπιταλιστικές σχέσεις στη Ρωσία, και υπογράμμισαν έτσι την αναγκαιότητα των ταξικών ενεργειών της αστικής τάξης και του προλεταριάτου. Η πρώτη τάξη είχε την ιστορική αποστολή να πραγματοποιήσει την αστική επανάσταση, οι εργάτες είχαν το καθήκον, μετά απ’ αυτή την επανάσταση, να επιδιώξουν το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Έτσι οι μαρξιστές απέκρουσαν όλες τις αυταπάτες των λαϊκιστών για τις αναρχικές ενέργειες, για την ατομική τρομοκρατία και για το σοσιαλισμό των αγροτικών κοινοτήτων.
Η μαρξιστική θεωρία αποτελούσε γι’ αυτούς ένα είδος κοσμοθεώρησης, μια γενική επιστημονική απόδειξη για την αναγκαιότητα του καπιταλισμού και την αναγκαιότητα τον σοσιαλισμού. Μιας και η Ρωσία βρισκόταν κάτω απ’ την επίδραση του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου και ήταν αναγκασμένη να προφτάσει τη βιομηχανική υπέροχη αυτών των κοινωνιών, ό δυτικός καπιταλισμός και το δυτικό εργατικό κίνημα αποτελούσαν γι’ αύτη το πρότυπο. Με μια τέτοια μέθοδο θεώρησης θα παραγνωρίζονταν οι ρωσικές ιδιομορφίες και οι πολιτικές μεσολαβήσεις. Έτσι, μια ομάδα μαρξιστών, οι «νόμιμοι» μαρξιστές, που πήραν αυτή την ονομασία επειδή απολάμβαναν στα πανεπιστήμια μια γελοία ελευθερία - όπως λ.χ. οι Μπουλγκάκωφ, Τουγκάν-Μπαρανόφκσι ή ο Στρούβε -πολύ σύντομα άρχισαν να ονειροπολούν το δυτικό καπιταλισμό και την αστική δημοκρατία, κι έγιναν έτσι οι ιδεολογικοί προπομποί του φιλελευθερισμού στη Ρωσία, που δεν είχε βρει. η ίδια ακόμα τον καιρό να καταλήξει σε μια κατάλληλη ιδεολογία. Εννοείται ότι οι νόμιμοι μαρξιστές αναγνώριζαν τη σοσιαλδημοκρατική αναθεώρηση του μαρξισμού, την αποστροφή από την ταξική πάλη, σαν επιβεβαίωση του προγράμματος τους. Η άλλη ομάδα που σχεδόν καθόλου δε διέφερε από τους μαρξιστές φιλελεύθερους, με την αφηρημένη τους αφομοίωση της μαρξιστικής θεωρίας και την ταύτιση της ρώσικης ανάπτυξης με τη δυτικοευρωπαϊκή, προσανατολίστηκε προπάντων στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, που ήταν για τους ρώσους αδερφούς παράδειγμα και πρότυπο, απ’ την άποψη ότι, με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, διευρυνόταν αυτόματα το εργατικό κίνημα κι αποκτούσε ολοένα μεγαλύτερη επιρροή στην κοινωνία. Η θεωρία των ταξικών αγώνων αντικριζόταν περισσότερο απ’ τη σκοπιά της εξέλιξης, της ειρηνικής παραλαβής της εξουσίας από τους εργάτες.
Το πρώτο πού είχαν να κάνουν ό Πλεχάνωφ, ό Άξελροντ, ό Μαρτώφ ή ό Λένιν, ήταν ν' αποδείξουν τη συνάφεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της ταξικής πάλης και της οργάνωσης της εργατικής τάξης απέναντι στις αντιλήψεις των φιλελεύθερων και των λαϊκιστών. Με τις πρώτες απεργίες των εργατών απ’ το 1895 στα νεογέννητα βιομηχανικά κέντρα της Μόσχας, της Πετρούπολης, της λεκάνης του Ντόνεζ και της περιοχής των Ουραλίων, η ομάδα αυτή πίεζε να συνασπίσει τους απειράριθμους κύκλους σ’ ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ώστε ν’ αποκτήσει πολιτική επιρροή στο αυθόρμητο εργατικό κίνημα. Το χτίσιμο του κόμματος απαιτούσε επικαιρότητα, γιατί η τσαρική γραφειοκρατία ήθελε με «κοινωνική πολιτική» και αστυνομική επιτήρηση να παγιδέψει τους εργάτες, ενώ οι φιλελεύθεροι πάσχιζαν να ρυμουλκήσουν προς το μέρος τους αυτή την τάξη. Ταυτόχρονα οι αυθόρμητα δημιουργούμενες εργατικές ομάδες και μεμονωμένοι κύκλοι διανοούμενων, περιόριζαν τον πολιτικό ταξικό αγώνα σε αποκλειστικά συνδικαλιστικές, σε «οικονομικές» μορφές πάλης.
Στην τάση αυτή έπρεπε ν' αντιπαραταχτεί το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο απέκτησε ό Ντ. Μπ. Ριαζάνωφ τις πολιτικές του ιδέες, ανέπτυξε την πολιτική του στράτευση και μέσα απ' αυτή την κατάσταση προβληματίστηκε σοβαρά πάνω στη θεωρία του Μαρξ. Γεννήθηκε το 1870 στην Οδησσό από εβραίους γονείς. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δαβίδ Μπορίσοβιτς Γκόλντενταχ. Το όνομα Ριαζάνωφ το πήρε αργότερα σαν ψευδώνυμο, για να μη μπορεί να τον εντοπίσει η τσαρική μυστική αστυνομία, η Οχράνα. Στα δεκαεφτά του πήρε μέρος στο αναρχικό κίνημα των ναρόντνικων, των λαϊκιστών. Η διάλυση αυτής της μυστικής οργάνωσης παρακίνησε τον Ριαζάνωφ ν' ασχοληθεί με τη σοσιαλιστική κριτική του αναρχισμού με το μαρξισμό. Το 1888 και το 1890 έκανε σύντομα ταξίδια στο εξωτερικό. Γνώρισε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των διάφορων χωρών κι απέκτησε συνάμα μια εποπτεία των διαφορών ομάδων των ρώσων επαναστατών στην εξορία. Η θεωρητική απολογία του Πλεχάνωφ με την ιδεολογία των λαϊκιστών στα βιβλία Οι Διαφορές μας και Σοσιαλισμός και Πολιτικός Αγώνας τον εντυπωσίασαν έντονα. Γιαυτό το δεύτερο ταξίδι του το έκανε κυρίως για να γνωρίσει την ομάδα «Απελευθέρωση της Εργασίας», τον Πλεχάνωφ, τον Άξελροντ, τη Ζατσούλιτς, και κυρίως τις δημοσιεύσεις τους.
Αμέσως μετά την επιστροφή του, ό Ριαζάνωφ πιάστηκε και καταδικάστηκε σε τέσσερα, χρόνια φυλακή για «ανατρεπτική» δραστηριότητα. Μετά έζησε μέχρι το 1900 κάτω από αστυνομική επιτήρηση στη ρώσικη κωμόπολη Κίσινεφ. Διάβασε πολύ μαρξιστική φιλολογία. Δεν πήρε μέρος στην ίδρυση του σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κόμματος της Ρωσίας, πού πραγματοποιήθηκε παράνομα το 1898 στο Μίνσκ. Το 1901 πήγε στο εξωτερικό κι έλαβε μέρος στα συνέδρια του κόμματος στη Γενεύη και στη Ζυρίχη, και μετά εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου πολύ σύντομα έγινε επίλεκτος εκπρόσωπος της ομάδας εξόριστων «Μπάρμπα» (αγώνας). Οι εμπειρίες του στη Ρωσία και οι μελέτες του πάνω στο μαρξισμό τον έφεραν αντιμέτωπο με τα σχέδια της κομματικής ομάδας πού είχε συγκεντρωθεί γύρω απ’ την εφημερίδα Ίσκρα(σπίθα). Σύμφωνα μ’ αυτά τα σχέδια, έπρεπε να δημιουργηθεί ένα συγκεντρωτικό κόμμα, πού κάτω απ' τις απολυταρχικές συνθήκες στη Ρωσία έπρεπε ν’ αναλάβει τη σοσιαλιστική δράση και προπαγάνδα και να μεταδώσει στους εργάτες τη σοσιαλιστική συνείδηση. Ό Ριαζάνωφ πίστευε ότι ό σχεδιαζόμενος δίχως όρους αγώνας κατά του «οικονομισμού» και η αντίληψη για ένα κόμμα από επαγγελματίες επαναστάτες, οδηγούσαν τους ρώσους σοσιαλιστές στο σεχταρισμό. Αυτός, αντίθετα, ξεκινούσε απ’ το συλλογισμό ότι με τη δημιουργία εργοστασίων και σύγχρονων βιομηχανικών κέντρων, θα αναπτύσσονταν οι αυθόρμητοι αγώνες των εργατών, πού κάτω απ’ τις ρώσικες συνθήκες του τσαρισμού θα έτειναν να μετατραπούν σε πολιτικό αγώνα για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Όπως η περίοδος του αναρχικού αγώνα της επαναστατικής διανόησης στην απαρχή του «καπιταλιστικού προσανατολισμού» της Ρωσίας ήταν ένα αναγκαίο μεταβατικό στάδιο του πολιτικού αγώνα για την πτώση του τσαρισμού, όπως αυτός ό αγώνας έπρεπε να αποκτήσει μια μαζική βάση με τη γέννηση των δυο σύγχρονων τάξεων, έτσι κι η περιορισμένη τακτική του «οικονομισμού» μέσα στο εργατικό κίνημα θα καταργούνταν πολύ σύντομα με την όξυνση των ταξικών αγώνων. Μόνο μέσα στο πλαίσιο αυτών των μαζικών αγώνων των εργατών θα μπορούσε ν’ αναπτυχτεί το σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα, πού θα συνένωνε και την ομάδα της σοσιαλιστικής διανόησης και τα διάφορα στοιχεία του εργατικού κινήματος. Την αντίληψη ότι η διανόηση θα μεταφέρει την ταξική συνείδηση στην εργατική τάξη, τη θεωρούσε ό Ριαζάνωφ επιστροφή στο δογματικό σοσιαλισμό. Η ταξική συνείδηση, έτσι ερμήνευε τη θεωρία του Μαρξ, είναι προϊόν των συνθηκών της καπιταλιστικής παραγωγής και των αγώνων ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές, πού αναπτύσσονται απ’ αυτές τις συνθήκες. Είναι ταυτόχρονα αποτέλεσμα της παράδοσης του εργατικού κινήματος. Ένας συγκεντρωτισμός του κόμματος, πού δε μπορεί ν’ αφομοιώσει τις αυθόρμητες παρορμήσεις αυτών των αγώνων επειδή δεν είναι έκφραση του ταξικού αγώνα, αναγκαστικά θ’ αποξενώσει αυτό το κόμμα απ’ τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, θα πνίξει την ενδοκομματική δημοκρατία και θα διαφθείρει το κόμμα σ’ ένα ιεραρχικό κόμμα υποτελών. Ένα τέτοιο κόμμα αποτελεί επιστροφή στον πρώιμο αστικό γιακωβινισμό ή στη συνωμοτική οργάνωση των λαϊκιστών.
Αυτή η θέση που ανέπτυξε ό Ριαζάνωφ το 1902 ερχόταν σ’ έντονη αντίθεση με την αντίληψη του Λένιν. Ό Ριαζάνωφ συνόψισε τις σκέψεις του στις μπροσούρες Κριτική για το Σχέδιο Προγράμματος του Ρώσικου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Συντεταγμένη από το Επιτελείο της « Ίσκρα». Υλικό για την Επεξεργασία του Κομματικού Προγράμματος 1902-1903 και Δυο Αλήθειες, πού εκδόθηκαν το 1903 στη Γενεύη. Σαν εκπρόσωπος της ομάδας του Βερολίνου θέλησε να πάρει μέρος στο 2ο Κομματικό Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ, στο οποίο ολοκληρώθηκε η διάσπαση του κόμματος σε μενσεβίκους και μπολσεβίκους. Δεν αναγνωρίστηκε όμως η αντιπροσώπευση του, κι έτσι, δίχως να μπορέσει να λάβει μέρος στη συζήτηση, υποχρεώθηκε να φύγει. Ό Ριαζάνωφ δεν ήταν με τους μενσεβίκους, έστω κι αν έβλεπε με συμπάθεια τη θέση του Μαρτώφ, πού έμοιαζε με τη δική του. Δεν προσχώρησε σε καμιά ομάδα, γιατί θεωρούσε άσκοπη και βλαβερή τη διάσπαση του κόμματος τη στιγμή πού στη Ρωσία αναπτύσσονταν οι ταξικοί αγώνες.
Η παραδοχή του Μαρξ κι ό προσανατολισμός του στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία - τους σημαντικότερους θεωρητικούς και πολιτικούς της εκπροσώπους τους γνώρισε στο Βερολίνο και μελέτησε και αποδέχτηκε τις θεωρίες τους σαν έκφραση επίκαιρων μαρξιστικών αναλύσεων — τον στιγμάτισαν προσωρινά σαν οπαδό του ρώσικου μαρξισμού, πού πίστευε ότι ή ρώσικη ανάπτυξη του καπιταλισμού θα παρακολουθούσε τις δυτικές μορφές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η επικείμενη επανάσταση στη Ρωσία ήταν γι’ αυτόν αστικού τύπου, στην οποία αναγκαστικά η αστική τάξη θα ’παίρνε την εξουσία κι η εργατική τάξη θα «καταδικαζόταν» ιστορικά στο ρόλο της αντιπολίτευσης, μέχρις ότου η καπιταλιστική εκβιομηχάνιση να έβαζε την υλική βάση για μια σοσιαλιστική επανάσταση.
Όταν ξέσπασαν οι απεργίες και οι διαδηλώσεις των εργατών και η επανάσταση των αγροτών ενάντια στις ημιφεουδαρχικές συνθήκες στη χώρα, ό Ριαζάνωφ επέστρεψε το φθινόπωρο του 1905 στη Ρωσία. Στην Πετρούπολη έλαβε μέρος στην οργάνωση του διαμορφούμενου συνδικαλιστικού κινήματος. Στις μέρες της επανάστασης και της αντεπανάστασης έκανε σκέψεις, όπως και πολλοί ρώσοι επαναστάτες, γύρω απ’ το αφηρημένο πρότυπο της επανάστασης. Πολύ σύντομα η οικονομικά και πολιτικά αδύναμη ρώσικη αστική τάξη δείχτηκε πρόθυμη να κάνει συμβιβασμούς με τον τσαρισμό και να παραιτηθεί από την εγκαθίδρυση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μόνο η εργατική τάξη απέδειξε, με τις μορφές δράσης της και με το σχηματισμό των σοβιέτ - εμβρυακές μορφές μιας επαναστατικής κυβέρνησης κάτω απ’ την πρωτογενή επιρροή των εργατών - πώς ήταν ικανή να δράσει πολιτικά, πώς ήταν σε θέση να εγκαθιδρύσει τη φιλελεύθερη δημοκρατία και να λύσει το αγροτικό ζήτημα προς το συμφέρον των αγροτών. Ωστόσο άμεσα, με τα πρώτα βήματα, η εργατική τάξη θα είχε πραγματώσει και τα δικά της συμφέροντα- στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας θα είχε αναλάβει την κοινωνικοποίηση των βασικών βιομηχανιών, θα είχε συντρίψει ως ένα βαθμό τον τσαρικό διοικητικό μηχανισμό, ή μάλλον θα τον είχε αντικαταστήσει με μορφές δημοκρατικής αυτοδιοίκησης, και θα είχε διαλύσει το στρατό φτιάχνοντας ένα σύστημα πολιτοφυλακής. Η πράξη της ρώσικης επανάστασης έφερνε στην επικαιρότητα το πρόβλημα, αν έπρεπε ό τσαρισμός ν’ αντικατασταθεί από μια «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και των αγροτών» ή από μια εργατική κυβέρνηση, πού με τα οικονομικά και πολιτικά μέτρα στη βιομηχανικά καθυστερημένη Ρωσία θα εγκαινίαζε τη «διαρκή επανάσταση», δίνοντας έτσι το σύνθημα για τη σοσιαλιστική επανάσταση στη Δύση. Ενώ ένα τμήμα των ρώσων σοσιαλδημοκρατών επέμενε συντηρητικά στο παλιό πρότυπο, η ομάδα γύρω απ’ τον Λένιν υποστήριζε τη θέση της «δημοκρατικής δικτατορίας των εργατών και των αγροτών». μια μικρή ομάδα γύρω απ’ τον Τρότσκι παρουσίασε τη θεωρία της «διαρκούς επανάστασης», από τη θεωρία του μαρξισμού και την ανάλυση των επαναστατικών γεγονότων.
Αρχικά ό Ριαζάνωφ δεν άνηκε σε καμιά ομάδα. Ενώ ό Λένιν ξεκινούσε από έναν αφηρημένο αυτοπεριορισμό του προλεταριάτου, πού θα έμενε προσκολλημένο στα «παραδείγματα» της αστικής επανάστασης, ό Τρότσκι υπολόγιζε πολύ γενικά στη διεθνή υποστήριξη της ρώσικης επανάστασης, πού έμελλε να αποτύχει απομονωμένη. Ό Ριαζάνωφ, μετά από μια σύντομη φυλάκιση, επέστρεψε στη Ρωσία και μετά τη συμμετοχή του στη συνδιάσκεψη των ρώσων σοσιαλδημοκρατών στη Στοκχόλμη γύρισε στη Γερμανία. Στη Γενεύη είχε δημοσιεύσει το 1905 ένα κείμενο, Για την Απελευθέρωση των Αγροτών, στο οποίο συνέκρινε την εξέταση του αγροτικού ζητήματος στη Γαλλία πού έκανε ό Μαρξ, με τα συγκεκριμένα καθήκοντα και τις συνθήκες της ρώσικης επανάστασης. Τώρα, το 1907, ανέλαβε να εργαστεί πάνω στην προβληματική του Μαρξ για τη σχέση του αυθόρμητου εργατικού κινήματος και του εργατικού κόμματος, και για τη σχέση σοσιαλδημοκρατίας και συνδικαλιστικού κινήματος. Στη Στοκχόλμη όλοι σχεδόν οι ρώσοι επαναστάτες υποστήριζαν πώς ό συνδικαλισμός πρέπει να υποταχτεί στο κόμμα. το ίδιο υποστήριξε και στη Γερμανία η πλειοψηφία των γερμανών σοσιαλδημοκρατών κατά τη διάρκεια της «διαμάχης για τη μαζική απεργία», και ό Ριαζάνωφ έσπευσε να γράψει μια ιστορία της Πρώτης Διεθνούς, μια και δε μπορούσε να πάρει μια σαφή μαρξιστική απάντηση στο συνδικαλιστικό πρόβλημα.
Για το έργο αυτό χρησιμοποίησε το αρχείο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, όπου βρισκόταν ένα μεγάλο μέρος απ’ το έργο του Μαρξ και του Ένγκελς, πού το διευθύνανε ό Μπέρνσταϊν και ό Μέρινγκ. Στους δυο αυτούς είχε δώσει δηλαδή εντολή το κόμμα να εξαντλήσουν την κληρονομιά για τη θεωρία και την τακτική της σοσιαλδημοκρατίας. Ό Ριαζάνωφ ερεύνησε για το έργο του και την αλληλογραφία της κόρης του Μαρξ, της Λάουρας Λαφαργκ και μελέτησε στο Βρετανικό Μουσείο τα πρωτότυπα έγγραφα της Πρώτης Διεθνούς Εργατικής Οργάνωσης. Μ’ αυτή την ευκαιρία ανακάλυψε πάμπολλα αδημοσίευτα κείμενα, άρθρα, σχέδια, ολόκληρη την αλληλογραφία και τα αποσπάσματα του Μαρξ και του Ένγκελς, πού μέχρι τότε ούτε είχαν δημοσιευτεί ούτε είχαν συμπεριληφθεί ακόμα στην παρουσίαση της θεωρίας του Μαρξ. Έκτος από μεμονωμένα κείμενα, όπως λ.χ. το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, τα σχετικά με τη Γαλλία κείμενα, τους τρεις τόμους του Κεφαλαίου, την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και τα όψιμα έργα του Ένγκελς, τα περισσότερα έργα του μαρξισμού ήταν άγνωστα. Άλλα και οι αναλύσεις του Μαρξ πού είχαν δημοσιευτεί μέχρι τότε είχαν κυκλοφορήσει σε λίγα αντίτυπα κι ήταν γνωστές μόνο σ έναν επίλεκτο κύκλο από ειδήμονες. Οι «κληρονόμοι» συμπεριφέρθηκαν μ’ εξαιρετική μικρότητα στο μαρξισμό, πράγμα πού δεν είναι εκπληκτικό, αν σκεφτεί κανείς ότι ό κριτικός του Μαρξ, ό Μπέρνσταϊν, πού συνέκρινε το μαρξισμό με το μπλανκισμό, δηλαδή με τον ουτοπικό σοσιαλισμό, πού συκοφαντούσε τη διαλεκτική του Μαρξ σαν ενατένιση και απλή ιδεαλιστική κατασκευή, ήταν ό επιστημονικός φρουρός της πνευματικής αυτής κληρονομιάς. Μόλις το 1902 κυκλοφόρησε μια έκδοση των έργων του επιμελημένη απ’ τον Μέρινγκ, με περικομμένα και επιλεγμένα κείμενα από τα πρώιμα και τα όψιμα έργα του Μαρξ. το 1904 ό Κάρλ Κάουτσκι άφησε εμβρόντητο το μαρξιστικό κοινό με την έκδοση των τριών τόμων των Θεωριών για την Υπεραξία και το 1906 ό Μπέρνσταϊν φάνηκε πρόθυμος να δημοσιέψει στο βιβλίο του Ντοκουμέντα του Σοσιαλισμού την «αλληλογραφία» κι αποσπάσματα απ’ τη Γερμανική Ιδεολογία. Η αλληλογραφία, οι προεργασίες για το Κεφάλαιο, άπειρα άρθρα εφημερίδων και εκθέσεις, προπάντων απ’ τις δεκαετίες του 1850 και 1860, πού μπορούσαν να εξηγήσουν την εξέλιξη και την τροποποίηση της σκέψης του Μαρξ και του Ένγκελς, έμειναν εντελώς άγνωστα. Η αναθεωρητική συζήτηση μέσα στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία φαινόταν να επιδρά πάνω στην παραδοχή του Μαρξ και την προπαγάνδα του μαρξισμού: ό Μαρξ έπρεπε να αντιμετωπιστεί σαν ψόφιος σκύλος.
Δεν είναι λοιπόν συμπτωματικό, το ότι ένας ρώσος σοσιαλιστής, πού η σκέψη του διαμορφώθηκε απ’ τα επαναστατικά γεγονότα στη Ρωσία, επεξέτεινε την παραδοχή του Μαρξ στο συνολικό έργο του Μαρξ, ξανοίγοντας έτσι τα έργα του Μαρξ για τον πολιτικό αγώνα.
Ό Ριαζάνωφ ανακίνησε την έκδοση της δίτομης επιλογής απ' την αλληλογραφία Μαρξ-Ένγκελς, πού έφτασε το 1913 στην αγορά σαν μια πανάκριβη έκδοση. Δε μπόρεσε να εμποδίσει αυτή τη μορφή της έκδοσης για ειδήμονες και λόγιους, όπως δε μπόρεσε να εμποδίσει την παράλειψη, πού έγινε κυρίως απ’ τον Μπέρνσταϊν, ολόκληρων επιστολών και αποσπασμάτων απ’ τις επιστολές, εξαιτίας του δήθεν «πολεμικού ύφους» τους. Μπορούσε να ’ναι ευτυχής πού, με την υποστήριξη του Αουγκούστ Μπέμπελ, κατόρθωσε να εκδοθούν αυτά τα σημαντικά για την κατανόηση και τη διαμόρφωση της θεωρίας του μαρξισμού κείμενα. Ό ίδιος, κεντρισμένος απ’ το ερευνητικό έργο του για την Πρώτη Διεθνή, προετοίμασε δύο τόμους με συγκεντρωμένα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς - περιείχαν αποκλειστικά τα άρθρα των εφημερίδων και σύντομες μελέτες απ’ την περίοδο 1852-1862 - πού πραγματεύονταν τη διπλωματική ιστορία της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας, καθώς και την ιστορία του ανατολικού πολέμου. Την ανάλυση των Μαρξ-Ένγκελς για τη διπλωματία των τριών σημαντικότερων ευρωπαϊκών δυνάμεων μετά την επανάσταση του 1848 - αφού η συμπαιγνία της αγγλικής αστικής τάξης και των βουλευτών της, του γαλλικού βοναπαρτισμού και του τσαρισμού, είχε φροντίσει για τη νίκη της αντεπανάστασης στην Ευρώπη - ό Ριαζάνωφ τη θεωρούσε σημαντική για την εκτίμηση των διπλωματικών ελιγμών της τσαρικής κυβέρνησης και των ξένων συμμάχων της Αντάτ μετά τη συντριβή της ρώσικης επανάστασης του 1905. Γιατί, όπως και μετά το 1848, οι κυβερνήσεις, στο όνομα της αστικής τάξης «τους», προσπαθούσαν να φροντίσουν για την επέκταση των αγορών και για την προσάρτηση ξένων περιοχών, ώστε με την απόκτηση φτηνών πρώτων υλών και την εξασφάλιση νέων αγορών ή στρατιωτικά στρατηγικών θέσεων, να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις της καπιταλιστικής οικονομίας και να στρέψουν με σοβινιστική πολιτική τις ταξικές αντιθέσεις μέσα στην κοινωνία προς τα «έξω». Αν η δεκαετία του 1850 - αυτήν ακριβώς επεξεργάστηκε ό Μαρξ — ήταν η στιγμή της γέννησης της επιθετικής πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, τότε οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πάνω στη βάση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών σχέσεων, τραβούσαν προς το «ανώτατο πεδίο», δηλαδή τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Η αντίθεση ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πού γεννιέται από μια τέτοια πολιτική, οδήγησε το 1856 στον κριμαϊκό πόλεμο ανάμεσα στη Ρωσία απ’ τη μια, και την Τουρκία, Γαλλία και Αγγλία απ’ την άλλη. Ό αντεπαναστατικός συνασπισμός της περιόδου του 1848 διασπάστηκε. Τα άμεσα επακόλουθα του πολέμου ήταν για τη Ρωσία οι μεταρρυθμιστικοί νόμοι του 1861, πού αποσκοπούσαν να ενισχύσουν την ανάπτυξη του καπιταλισμού με μια μερική απελευθέρωση των αγροτών απ’ τις φεουδαρχικές μορφές κυριαρχίας. Η δημιουργούμενη αντιπολίτευση των διανοούμενων, των ναρόντνικων, ανάγγελλε κιόλας τους επικείμενους ταξικούς αγώνες στη Ρωσία. Στη Δυτική Ευρώπη το εργατικό κίνημα συνερχόταν απ’ τις ήττες και δημιούργησε το 1864 τη Διεθνή Ένωση των Εργατών. Ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος στον εικοστό αιώνα έμελλε να φέρει στην ημερήσια διάταξη τη σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη.
Η έκρηξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου διέκοψε τη δημοσίευση αυτών των συγκεντρωμένων κειμένων, πού κυκλοφόρησαν τελικά το 1917. Στο πλαίσιο αυτής της εκδοτικής δραστηριότητας, ό Ριαζάνωφ δημοσίευσε το 1909 σ’ ένα ξεχωριστό φυλλάδιο της Νέας Εποχής, του θεωρητικού οργάνου της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, μια μεγάλη έκθεση, «Ό Κάρλ Μαρξ για την Καταγωγή της Επικυριαρχίας της Ρωσίας στην Ευρώπη», στην οποία αξιολογούσε τις μελέτες του Μαρξ για την άγγλο-ρωσική διπλωματία, για να διαπιστώσει τα αίτια της πολιτικής συμμαχίας ανάμεσα στον αναπτυγμένο καπιταλισμό και τον απολυταρχισμό, η οποία είχε ανασυγκροτηθεί μετά το 1905 με το χαρακτήρα μιας συνασπισμένης ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Στην έκθεση αυτή αναφέρθηκε προπάντων στη μαρξιστική επισήμανση του χαρακτήρα του τσαρισμού, πού σύμφωνα με τον Μαρξ ήδη από το 17ο και 18ο αιώνα, με την υποστήριξη του ξένου κεφαλαίου, εξελίχτηκε από ασιατική δεσποτεία σε ευρωπαϊκό απολυταρχισμό. Ό τσαρικός απολυταρχισμός δεν ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης του καπιταλισμού μέσα σε μια φεουδαρχική κοινωνία. ή διαμόρφωση φεουδαρχικών μορφών κυριαρχίας, πού είναι οι εμβρυακές μορφές του καπιταλισμού, και ή μετατροπή του ασιατικού δεσποτισμού σε κρατική οργάνωση του απολυταρχισμού, πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονα, διατηρώντας τις καθιερωμένες ασιατικές μορφές της κρατικής δομής και τη συντήρηση, ή μάλλον την ανάμιξη, του ασιατικού τρόπου παραγωγής με φεουδαρχικές μορφές κυριαρχίας μέσα στις συνθήκες της χώρας. Το τσαρικό κράτος, με την καθυστέρηση της καπιταλιστικής οικονομίας της Ρωσίας και την υπεροχή της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Δύση, απέκτησε αποφασιστική σημασία. Εδώ βρίσκονταν οι ιστορικές ιδιομορφίες της εξέλιξης του καπιταλισμού, των τάξεων και των ταξικών αγώνων της Ρωσίας. Όπως ή ρώσικη αστική τάξη, από τότε πού δημιουργήθηκε, εξαρτιόταν από το ξένο κεφάλαιο και τον τσαρισμό, έτσι και για την εργατική τάξη ήταν δοσμένη η δυνατότητα, συμμαχώντας με τη μάζα των αγροτών και με το διεθνές προλεταριάτο, να πραγματοποιήσει την κοινωνική επανάσταση, να δημιουργήσει πολιτικές μορφές της κοινωνικής χειραφέτησης των εργατών και των αγροτών και να ξεπεράσει την οικονομική καθυστέρηση της Ρωσίας με την υποστήριξη της δυτικοευρωπαϊκής επανάστασης. Στο θεωρητικό-ιστορικό έργο του Ριαζάνωφ φάνηκε, με την πολιτικά προσανατολισμένη παραδοχή του Μαρξ, η σαφής και οριστική αποστροφή των αφηρημένων προτύπων της επανάστασης και της ταύτισης με τη θεωρία και την τακτική της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, όπως κυριαρχούσαν στο «ρώσικο μαρξισμό» των διάφορων Πλεχάνωφ.
Το 1909 ό Ριαζάνωφ δημοσίευσε μια ακόμα εργασία με τίτλο Ό Κάρλ Μαρξ και οι Ρώσοι της Δεκαετίας του 1840, πού ασχολούνταν προπάντων με την καταγωγή της σοσιαλιστικής σκέψης στη Ρωσία και την επίδραση του Μαρξ. Την ίδια χρονιά εργάστηκε σαν δάσκαλος στο μπολσεβίκικο κομματικό σχολείο στο Κάπρι, όπου έκανε διαλέξεις για τον «Μαρξ και τα Συνδικάτα» και για τα προβλήματα του συνδικαλιστικού κινήματος. Όταν αυτή η προπαγανδιστική σχολή πέρασε στην ομάδα του Μπογκντάνωφ και εναντιώθηκε στη λενινιστική Κεντρική Επιτροπή, έφυγε από το Κάπρι κι εργάστηκε δημοσιογραφικά στο Παρίσι. Έγραφε, ανάμεσα στ’ άλλα, στη Νέα Εποχή, στον αυστριακό Αγώνα, στην Πράβδα του Τρότσκι στη Βιένη κλπ. Το 1913, μετά το θάνατο του Μπέμπελ, έγραψε μια μπροσούρα Στη Μνήμη του Μπέμπελ, στην οποία επισήμανε τη διάσπαση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας με τη μαρξιστική επαναστατική παράδοση, πού σαν ένα «θεματοφύλακα» της θεωρούσε τον εργατικό ηγέτη Μπέμπελ.
Με το ξέσπασμα του πολέμου το 1914 τάχθηκε ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τους σοσιαλδημοκράτες –«προασπιστές της πατρίδας». Σαν μέλος της διάσκεψης του Τσίμερβαλντ των ευρωπαίων σοσιαλιστών και σαν δημοσιογράφος της παρισινής Νασκαλό, υποστήριξε μια άμεση ειρήνη δίχως εδαφικές προσαρτήσεις και παραχωρήσεις, και τάχθηκε με τη θέση του Λένιν να μετατραπεί ό ιμπεριαλιστικός πόλεμος σε εμφύλιο πόλεμο. Η ρώσικη επανάσταση δεν ήρθε απρόσμενα για τον Ριαζάνωφ. Οι κυβερνήσεις επιβράδυναν την επιστροφή του εχθρού του πολέμου και επαναστάτη μαρξιστή, πού λίγο μετά την άφιξη του στη Ρωσία σαν μέλος της ομάδας των «διεθνιστών» μαζί με τον Τρότσκι, τον Λουναρτσάρσκι, τον Μανουίλσκι, τον Προκόφσκι, τον Ουρίτσκι κλπ. προσχώρησε τον Αύγουστο του 1917 στο κόμμα των μπολσεβίκων.
Θα ξεπερνούσε το πλαίσιο μιας εποπτείας της θεωρητικής και πολιτικής δράσης του Ριαζάνωφ μέσα στους μπολσεβίκους απ’ το 1917 μέχρι το 1931, τη χρονιά της καταδίκης και της διαγραφής του, αν θέλαμε να διαγράψουμε διεξοδικά τη θεωρητική και πολιτική σπουδαιότητα αυτού του επαναστάτη. Εδώ θα αναφέρουμε μονάχα μερικά χαρακτηριστικά σημεία για τις πολιτικές και επιστημονικές του δραστηριότητες.
Το Δεκέμβρη του 1917, δυο μήνες δηλαδή μετά την οκτωβριανή επανάσταση, ανέλαβε μαζί με τον Κάμενεφ την πρωτοβουλία για το σχηματισμό μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης συνασπισμού, επειδή φοβόταν ότι μια σοσιαλιστική κυβέρνηση πού θ’ αποτελούνταν αποκλειστικά από μπολσεβίκους και αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες, θα φθειρόταν γρήγορα και θ’ απομονωνόταν απ’ την εργατική τάξη, και δε θα μπορούσε να εκτελέσει τα ιστορικά καθήκοντα της οικοδόμησης των σοβιέτ και του εργατικού έλεγχου, την επίλυση του αγροτικού ζητήματος και την οικονομική ανοικοδόμηση.
Την άνοιξη του 1918, μαζί με τους αριστερούς κομμουνιστές γύρω απ' τον Μπουχάριν, τον Ράντεκ, τον Οσίνσκι κλπ., τάχθηκε ενάντια στη συμφωνία της Βρέστης για ειρήνη με τη Γερμανία, επειδή είχε την εντύπωση ότι έτσι ή νεαρή σοβιετική εξουσία πρόδινε τον επαναστατικό διεθνισμό, περιοριζόταν στον εαυτό της, παρέδιδε τους πολωνούς και ουκρανούς εργάτες κι αγρότες και το λετονικό προλεταριάτο στην αντεπανάσταση, και με την εγκατάλειψη του δεύτερου μετώπου υποστήριζε έμμεσα το γερμανικό ιμπεριαλισμό, δηλαδή βοηθούσε την παράταση του παγκόσμιου πολέμου.
Από το 1918, στο 7ο, 8ο και 9ο συνέδριο του κόμματος των μπολσεβίκων, ό Ριαζάνωφ υποστήριξε την ανεξαρτησία των συνδικάτων απέναντι στο μπολσεβίκικο κόμμα και το κράτος. Σαν πρακτικός οργανωτής του ρώσικου συνδικαλιστικού κινήματος, δε συνηγορούσε υπέρ του απολιτικού τρεϊντ-γιουνιονισμού, αλλά ξεκινούσε απ’ το γεγονός ότι αμέσως μετά την οκτωβριανή επανάσταση δε μπορούσε να γίνει σκέψη για μια σοσιαλιστική οικοδόμηση της Σοβιετικής Ρωσίας, κι ότι ή προλεταριακή κυβέρνηση έπρεπε πρώτα πρώτα να νικήσει στον εμφύλιο πόλεμο, να ξεπεράσει την οικονομική καταστροφή και να αποκαταστήσει μια στενή οικονομική σχέση ανάμεσα στη βιομηχανία και τη γεωργία. Αυτό σήμαινε για τον Ριαζάνωφ ότι το οικονομικό συμφέρον της εργατικής τάξης και ή πολιτική της σοβιετικής κυβέρνησης δε μπορούσαν να ’ναι άμεσα ταυτισμένα, ότι έπρεπε να δοθεί στους εργάτες, δηλαδή στα συνδικάτα, ή δυνατότητα να αμυνθούν ενάντια στις παραφυάδες αυτής της δικτατορίας του προλεταριάτου σε μια οικονομικά καθυστερημένη χώρα, ενάντια στη γραφειοκρατικοποίηση του κρατικού μηχανισμού, ενάντια στις κακές συνθήκες εργασίας και πληρωμής, πράγμα πού έπρεπε να φτάνει μέχρι την απεργία. Μονό έτσι θα μπορούσαν οι εργάτες να καταπολεμήσουν τα αναπόφευκτα λάθη της σοβιετικής εξουσίας κι έτσι να υποστηρίξουν αυτή τη μορφή εξουσίας, δηλαδή, να ταχθούν υπέρ της ενίσχυσης των σοβιέτ και του εργατικού ελέγχου. Μ’ όλα αυτά εκδηλωνόταν ενάντια στα σχέδια του Τρότσκι να στρατιωτικοποιήσει την εργασία και συνεπώς και τα συνδικάτα. Ταυτόχρονα μ’ αυτή την πρόταση τασσόταν ενάντια στην άμεση σύμπραξη συνδικάτων και σοβιετικής εξουσίας, αλλά και ενάντια στο συνδικαλισμό της εργατικής αντιπολίτευσης, πού ήθελαν, τα συνδικάτα να την προβάλουν σαν τη βάση μιας προλεταριακής δημοκρατίας. Τις σκέψεις του πάνω σ’ αυτό το θέμα ό Ριαζάνωφ τις συνόψισε στη μπροσούρα Τα Καθήκοντα των Συνδικάτων πριν και κατά την Περίοδο της Δικτατορίας του Προλεταριάτου, πού κυκλοφόρησε το 1921. Δεν πρέπει να τονιστεί ότι ό Ριαζάνωφ δε μπόρεσε να επικρατήσει στα σημαντικά πολιτικά ζητήματα μέσα στο κόμμα, πράγμα πού δε σημαίνει ότι δεν ασκούσε καμιά θεωρητική πολιτική επιρροή ακόμα και πάνω στον Λένιν. Στο σύγχρονο ιστορικό μένει μόνο να κρίνει το ρεαλισμό και τον ουτοπισμό των τέτοιου είδους προτάσεων. Οι προβληματισμοί του Ριαζάνωφ σκοπεύουν πάντα στις δυνατότητες να χειραφετηθεί ή εργατική τάξη, αφού ληφθούν υπόψη οι καθυστερημένες παραγωγικές σχέσεις πού δεν επέτρεπαν την άμεση εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού. Αφού στην κατοπινή οικονομική οικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης το πρόβλημα της χειραφέτησης της εργατικής τάξης μετατέθηκε στο μακρινό μέλλον, για να λησμονηθεί τελικά κάτω από το πρόσχημα των «αναγκών» της εκβιομηχάνισης και των «φυσικών αναγκαιοτητών της τεχνικής επανάστασης», οι συλλογισμοί του Ριαζάνωφ αποτελούν σπουδαίες θεωρητικές προϋποθέσεις για τον προλεταριακό εκδημοκρατισμό του σημερινού «πραγματικού σοσιαλισμού».
Τα οικονομικά πειράματα του πολεμικού κομμουνισμού και τα πολιτικά καθήκοντα της δικτατορίας του προλεταριάτου απέδειξαν όχι μόνο τη «δημιουργική» εφαρμογή του μαρξισμού στη συγκεκριμένη κατάσταση από τους μπολσεβίκους ρεαλιστές πολιτικούς, αλλά απέδειξαν συνάμα πόσο ευπρόσβλητη είναι ή μάζα των κομματικών μελών αλλά και των μεμονωμένων θεωρητικών, από στοιχεία της αστικής ιδεολογίας και του ουτοπικού σοσιαλισμού. Αυτό φάνηκε καθαρά στους λόγους και τα γραφτά του Λένιν, του Τρότσκι, του Μπουχάριν, του Ζηνόβιεφ, και σ’ όλους τους άλλους πολιτικούς του κόμματος και της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Οι συνταγές για τον πολεμικό κομμουνισμό και τη διεθνή επανάσταση επινοήθηκαν στην ενατένιση ενός δογματικού σοσιαλισμού, και σπανιότερα ήταν αποτελέσματα μαρξιστικών αναλύσεων.
Γιαυτό το θέμα δεν ήταν μόνο, με πρωτοβουλία της κρατικής « Υπηρεσίας Πολιτικής Προπαγάνδας», να αναπτυχθεί η προπαγάνδα του μαρξισμού ανάμεσα στα μέλη του κόμματος, τους συνδικαλιστές, τους μη κομματικούς εργάτες και αγρότες, στον Κόκκινο Στρατό και στο Κόκκινο Ναυτικό, την Κομμουνιστική Ένωση της Νεολαίας (Κομσομόλ). Ταυτόχρονα έπρεπε να γίνει επεξεργασία των προβλήματος της μαρξιστικής θεωρίας και να ενισχυθεί η ανάλυση και η ερευνά πάνω στη βάση του κριτικού μαρξισμού. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκε την άνοιξη του 1921 το Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς και ή Σοσιαλιστική Ακαδημία Επιστημών. Τα κυριότερα καθήκοντα αυτού του Ινστιτούτου, κάτω απ’ τη διεύθυνση του Ριαζάνωφ, ήταν: Έκδοση ολόκληρου του έργου του Μαρξ και του Ένγκελς, μελέτη τής σοσιαλιστικής θεωρίας και του διεθνούς εργατικού κινήματος και μαζική διάδοση του μαρξισμού.
Η ίδρυση και το επιστημονικό πολιτικό πρόγραμμα δουλειάς του Ινστιτούτου Μαρξ-Ένγκελς βρίσκονταν σύμφωνα με τη θεωρητική πεποίθηση του Ριαζάνωφ σε στενή σχέση με την τακτική της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, δηλαδή με την πολιτική υποχώρηση των μπολσεβίκων μπροστά στην επιρροή της μικρής εμπορευματικής παραγωγής της αγροτικής οικονομίας των μικροκτηματιών και το καπιταλιστικό εμπόριο. Αυτή η ΝΕΠ ήταν για τον Ριαζάνωφ ένα «αγροτικό ρήγμα», πού μπορούσε να το ακολουθήσει ένα «καπιταλιστικό ρήγμα», πράγμα πού θα προετοίμαζε την παλινόρθωση των καπιταλιστικών σχέσεων. Τώρα έπρεπε να οικοδομηθεί γρήγορα η σοσιαλιστική μεγάλη βιομηχανία και να ενισχυθεί η προλεταριακή εξουσία με την επαναδραστηριοποίηση των σοβιέτ, ώστε μακροπρόθεσμα να υπερέχουν σ’ αυτές τις καπιταλιστικές επιδράσεις. Τώρα ακριβώς έπρεπε ν’ αναλυθεί από μαρξιστική σκοπιά η συγκεκριμένη κατάσταση των ταξικών σχέσεων της Σοβιετικής Ένωσης, ώστε να μη γίνουν λάθη και να μη βυθιστούν στον οπορτουνισμό και τη μικροαστική πολιτική.
Παράλληλα με την προετοιμασία της έκδοσης των Απάντων Μαρξ-Ένγκελς, ό Ριαζάνωφ έδινε διαλέξεις στο πανεπιστήμιο Σβερντλόβσκ και στο πλαίσιο της Σοσιαλιστικής Ακαδημίας έκανε μια σειρά μαθημάτων με θέμα «Μαρξ και Ένγκελς», σε εργάτες του κόμματος, πού δημοσιεύτηκαν το 1922 - και σε δεύτερη έκδοση το 1929 - σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Η εφαρμογή της μεθόδου του Μαρξ πάνω στον ίδιο το μαρξισμό, πού σήμαινε για τον Ριαζάνωφ «κριτικό μαρξισμό», εκδηλώθηκε σ’ αυτή τη σειρά των μαθημάτων στο παράδειγμα των πολιτικών και θεωρητικών Μαρξ και Ένγκελς. Ό Ριαζάνωφ ήθελε να δείξει, ότι ό μαρξισμός δεν ήταν ούτε μια «μεγαλοφυής ιδέα» ούτε ένα αφηρημένο πρότυπο κοινωνικής εξέλιξης κλπ., αλλά προϊόν της συγκεκριμένης κοινωνικής εξέλιξης των ταξικών αγώνων. Μ’ αυτό ήθελε ό Ριαζάνωφ να αντιταχθεί σε κάθε είδους λατρεία των προσωπικοτήτων, πού άλλωστε είναι ξένη και προς τη θεωρία του Μαρξ. Μ’ αφορμή την Ένωση των Κομμουνιστών και την Πρώτη Διεθνή, ό Ριαζάνωφ έδειξε ότι η οργάνωση των εργατών ήταν κι αυτή έκφραση των ταξικών αγώνων κι όχι έργο διανοούμενων. Αντίθετα προς το αστικό κόμμα με την άβουλη μάζα του, το εργατικό κόμμα χαρακτηριζόταν από πειθαρχία, δηλαδή συμμετοχή όλων των μελών του κόμματος στις συνθήκες του αγώνα, πράγμα πού έκανε απαραίτητα τα δημοκρατικά συγκεντρωτικά σχήματα μέσα στο εργατικό κόμμα, πού θα μπορούσε να παίρνει απ’ τη βάση όλες τις παρορμήσεις και κάθε κριτική. Η λατρεία του ηγέτη, τα συγκεντρωτικά κόμματα, οι δογματικές συνταγές - μετονομασμένες σε στρατηγική - ήταν πολιτικά μέσα αυτοδιορισμένων εργατικών ηγετών του τύπου ενός Λασάλ. Και μ’ αφορμή την Παρισινή Κομμούνα ό Ριαζάνωφ υπογράμμισε την άποψη του Μαρξ, ότι ή εργατική τάξη έπρεπε να απελευθερώσει την κοινωνικοποίηση της παραγωγής από τα καπιταλιστικά δεσμά και να προβάλει τις πολιτικές μορφές της κοινωνικής χειραφέτησης, ότι έπρεπε να συντριβεί το αστικό κράτος και να εγκαθιδρυθεί ή προλεταριακή δημοκρατία. Ταυτόχρονα επισήμανε ότι δε μπορούσε να πετύχει ή οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια πόλη ή σε μια χώρα αλλά σύμφωνα με τον Μαρξ μόνο ή ένωση περισσότερων σοσιαλιστικών χωρών πάνω στη βάση αναπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων θα μπορούσε να τελειώσει νικηφόρα την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Μ’ αυτές τις παραγράφους ό Ριαζάνωφ: στρεφόταν ενάντια στη λατρεία του Λένιν, πού είχε αρχίσει να εμφανίζεται στη Σοβιετική Ένωση, ήθελε να υποδείξει κριτικά την απαγόρευση των φραξιών και την αύξηση της εξουσίας του Πολιτικού Γραφείου και της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, και με την εκτίμηση του για την Κομμούνα σχολίαζε έμμεσα τις αυταπάτες μιας δικτατορίας πού έτεινε ν’ αποκλείσει την εργατική τάξη και τις αυταπάτες της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια χώρα. Δεν είναι περίεργο πού ό ανώτατος διοικητής απαγόρεψε και εξαφάνισε το κείμενο αυτό το 1931.
Το 1922 ό Ριαζάνωφ εκπόνησε ένα πιο μεγάλο έργο, το Διάγραμμα της Ιστορίας του Μαρξισμού. Στην εφημερίδα Αρχείο του Ινστιτούτου Μαρξ-Ένγκελς δημοσιεύτηκε το 1924 το «Για την Ιστορία της Πρώτης Διεθνούς. Η Γέννηση της Διεθνούς Ένωσης Εργατών». Το 1923 δημοσίευσε τη συλλογή εκθέσεων ευρωπαίων σοσιαλιστών για τον Μαρξ: Κάρλ Μαρξ, Στοχαστής, Άνθρωπος και Επαναστάτης. Ό Ριαζάνωφ συνεργάστηκε στην Επιθεώρηση Κάτω απ’ τη Σημαία του Μαρξισμού, όπου ανάμεσα σε αλλά δημοσίευσε το 1922 μια έκθεση για τους «Όουεν και Ρικάρντο» και κριτικάρισε το βιβλίο του Μπρούμπαχερ για τον Μπακούνιν, πού είχε τίτλο Πώς Γράφουμε Μερικές Φορές Ιστορία; Στο αρχείο τον Γκρύνμπεργκ, το Αρχείο της Ιστορίας του Σοσιαλισμού και του Εργατικού Κινήματος, δημοσιεύτηκε στο τεύχος 15 το άρθρο του Ριαζάνωφ «Εβδομήντα Χρόνια για την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας».
Πολύ προσεχτικά προετοίμασε την έκδοση των Απάντων Μαρξ-Ένγκελς, θα κυκλοφορούσε σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος παραλάβαινε όλα τα έργα και τα κείμενα έκτος απ’ το Κεφάλαιο. το δεύτερο μέρος αφορούσε το Κεφάλαιο με όλες τις προεργασίες το τρίτο μέρος προοριζόταν για την Αλληλογραφία, και το τέταρτο μέρος θα περιλάβαινε το γενικό ευρετήριο. Το πρώτο κεφαλαίο της μελέτης του μαρξισμού ήταν αφιερωμένο στο Αρχείο του Ινστιτούτου Μαρξ-Ένγκελς. Σ’ αυτό έγραψαν μελετητές του μαρξισμού απ’ όλο τον κόσμο για τη λογική οικοδόμηση του Κεφαλαίου, για τη μέθοδο του Μαρξ στη συγκεκριμένη ανάλυση, και για τις ειδικές πλευρές της σοσιαλιστικής θεωρίας και του εργατικού κινήματος. Σ’ ένα δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάστηκαν τα κείμενα του Μαρξ που είχαν βρεθεί πρόσφατα, ερμηνεύτηκαν και έγιναν προσιτά στην πλατιά κοινή γνώμη, προτού ακόμα να περιληφθούν στην έκδοση των Απάντων. Και σ’ ένα τρίτο κεφαλαίο ακολουθούσε ή κριτική μαρξιστικών κείμενων και μελετών. Στην επιθεώρηση αυτή υπήρχε έτοιμο υλικό, που έδειχνε ένα ψηλό επίπεδο παραδοχής του Μαρξ, και το οποίο πέρασε στην αφάνεια, δηλαδή στην πολιτική αφάνεια.
Ό Ριαζάνωφ δεν έλαβε μέρος στον αγώνα των ομάδων μέσα στο ΚΚΣΕ. Αφιερώθηκε απόλυτα στην ιστορική αποστολή. του, την έκδοση των Απάντων Μαρξ-Ένγκελς. Ωστόσο δε φοβήθηκε να εκδηλωθεί κριτικά, όταν ή ομάδα του Στάλιν, στ’ όνομα ενός «μαρξισμού-λενινισμού», γελοιοποίησε τον Μαρξ σαν θεωρητικό ενός αρχαϊκού ανταγωνιστικού καπιταλισμού, τον αντιμετώπισε δηλαδή ακριβώς όπως οι ρεβιζιονιστές της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, σαν ψόφιο σκυλί, παράγοντας με την παραπέρα ανάπτυξη του μαρξισμού τους ένα δογματικό, ουτοπικό σοσιαλισμό. Όταν το 1931 προετοιμάστηκε μια δίκη ενάντια στους μενσεβίκους ειδικούς του σχεδιασμού Μπαζάρωφ, Γκρόμαν, Σουχάνωφ κλπ., για να βρεθούν υπεύθυνοι για τα λάθη σχεδιασμού, πιάστηκε κι ό Ριαζάνωφ, επειδή στο Ινστιτούτο είχε απασχολήσει σαν μεταφραστές πολλούς παλιούς μενσεβίκους. Εξορίστηκε και πέθανε πιθανότατα το 1935 ή το 1936. Μέχρι σήμερα δεν έχει αποκατασταθεί ένας απ' τους πιο σημαντικούς και αξιόλογους ερευνητές του μαρξισμού, μόλο πού ακόμα όλες οι εκδόσεις του Μαρξ στηρίζονται στις δικές του επιμέλειες και παρατηρήσεις. Η αναγνώριση των πολιτικών και θεωρητικών εργασιών του Ριαζάνωφ θ’ αποτελεί και μια εκδήλωση της ανάπτυξης του επαναστατικού αγώνα της εργατικής τάξης της Δυτικής Ευρώπης και του προλεταριακού εκδημοκρατισμού των σοσιαλιστικών χωρών.