Η σύνδεση του επιστημονικού σοσιαλισμού με τη φιλοσοφία — Ό υλισμός — Κάντ — Φίχτε — Χέγκελ — Φόϋερμπαχ — Ό διαλεκτικός υλισμός του Μαρξ - Η ιστορική αποστολή του προλεταριάτου.

Share it now!
ΤΡΙΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

Η σύνδεση του επιστημονικού σοσιαλισμού με τη φιλοσοφία — Ό υλισμός — Κάντ — Φίχτε — Χέγκελ — Φόϋερμπαχ — Ό διαλεκτικός υλισμός του Μαρξ - Η ιστορική αποστολή του προλεταριάτου.

Για να κατανοήσουμε τι πραγματικά νέο δημιούργησε ό 25χρονος Μαρξ, θα προσπαθήσω να έξετάσω μαζί σας με συντομία, τί βρήκε ό Μαρξ στο πεδίο της φιλοσοφίας.

Επιτρέψτε μου να σας θυμίσω καταρχή τα γνωστά λόγια του Ένγκελς στον πρόλογο του βιβλίου Η Εξέλιξη του Σοσιαλισμου από την Ουτοπία στην Επιστήμη. γράφει εκεί: «Εμείς οι γερμανοί σοσιαλιστές, είμαστε περήφανοι πού καταγόμαστε όχι μόνο άπ’ τον Σαίν-Σιμόν, τον Φουριέ καί τον Όουεν, αλλά κι από τον Κάντ, τον Φίχτε και τον Χέγκελ».2

Ό Ενγκελς δεν αναφέρει ακόμα εδώ ένα τέταρτο γερμανό φιλόσοφο, τον Φόϋερμπαχ, στον οποίο αφιέρωσε αργότερα ένα ιδιαίτερο έργο, θα εξετάσω τώρα τη φιλοσοφική προέλευση του επιστημονικού σοσιαλισμού. Δεν είμαι ειδικός στη φιλοσοφία. Προσπάθησα μόνο κάποτε ν’ αποκτήσω μια ιδέα για τα βασικά φιλοσοφικά προβλήματα, όπως έχουν προσπαθήσει όλοι να ξεκαθαρίσουν από που αρχίζει η εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Το βασικό πρόβλημα - έτσι το έθεσε κι ό Ενγκελς - είναι αν πριν άπ’ τον κόσμο υπήρξε μια κάποια δημιουργός αρχή, δηλαδή αν, όπως μας συνήθισαν από παιδιά, υπάρχει θεός. Αυτός ό δημιουργός, το παντοδύναμο όν, μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές σε διάφορες θρησκείες, μπορεί να έχει καί τη μορφή του απεριόριστου ουράνιου μονάρχη, πού έχει στη διάθεση του αμέτρητους αγγέλους. Μπορεί να μεταβιβάζει τις απόλυτες εξουσίες του σε παπάδες, επισκόπους καί πάπες. Μπορεί τέλος, σαν καλός καί φωτισμένος μονάρχης, να εκδώσει μια για πάντα ένα σύνταγμα, θεμελιώδεις νόμους, πού να διέπουν όλη την ανθρωπότητα καί το φυσικό κόσμο, καί στην άπειρη σοφία του ν’ απολαμβάνει την αγάπη καί το σεβασμό των παιδιών του, πού δεν ανακατεύονται στίς δικές του υποθέσεις. Κοντολογής, μπορεί να παρουσιάζεται με τις πιο διαφορετικές μορφές, όμως άπ’ τη στιγμή πού αναγνωρίζετε την κυριαρχία αύτου του θεού κι αυτών των υποθεών, αναγνωρίζετε ταυτόχρονα, πώς υπάρχει κάποιο προαιώνιο ον, πού μια ωραία μέρα είπε: Ας γίνει ό κόσμος! Κι έγινε ό κόσμος.

Ετσι λοιπόν, υποτίθεται η σκέψη, η επιθυμία, η πρόθεση να δημιουργηθεί αυτός ό κόσμος, υπήρχε κάπου έξω άπ’ αυτό τον κόσμο - που ακριβώς, είναι άγνωστο. Το μυστικό δεν έχει φωτιστεί μέχρι σήμερα από κανένα φιλόσοφο.

Το προαιώνιο αυτό όν δημιουργεί ολόκληρο το Είναι. Μ’ αυτό τον τρόπο η συνείδηση, το πνεύμα, καθορίζει ό,τι υπάρχει. Η ιδέα δημιουργεί την ύλη, η συνείδηση καθορίζει το Είναι. Στήν πραγματικότητα, αυτή η νέα μορφή πού παρουσιάζεται, η «πρώτη αρχή», παρά τη φιλοσοφική της μεταμφίεση, δεν είναι παρά η παλιά θεολογική, θρησκευτική κοσμοθεώρηση.

Το ερώτημα είναι τούτο: μπορεί μέσα σ’ αυτό το Είναι όπου βρισκόμαστε - σ’ ό,τι υπάρχει - είναι δυνατό να συμβεί κάτι λες κι επηρεάζεται από κάποιο άγνωστο ύπεργήινο όν - όποιο όνομα καί να ‘χει αυτό το όν: Θεός, Πατέρας, Υιός, Αγιο Πνεύμα, ή ακόμα καί Λογική; Μπορεί να ονομάζεται, όπως στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, «Λόγος». «Εν αρχή ην ό Λόγος». Αυτός ό Λόγος δημιούργησε το Είναι. Ό Λόγος δημιούργησε τον κόσμο.

Ενάντια σ’ αυτή την αντίληψη, το «Εν αρχή ην ό Λόγος», αγωνίστηκαν ήδη το 18ο αίωνα οί ύλιστές, εκπρόσωποι της καινούργιας κοσμοθεώρησης, της νέας τάξης των επαναστατών αστών, έχοντας ξεκινήσει πόλεμο ενάντια σ’ όλες τίς παραδοσιακές κοινωνικές καταστάσεις, ενάντια στη φεουδαρχική κοινωνική τάξη πραγμάτων. Η παλιά κοσμοθεώρηση δε μπορούσε ν’ απαντήσει στο πώς γεννήθηκε το καινούργιο, πού αναμφίβολα έκανε την εποχή τους να διαφέρει άπ’ την παλιά κι άπ’ όλες τίς προγενέστερες.

Η συνείδηση, η ιδέα, το λογικό είχαν ένα μεγάλο μειονέκτημα, αφού ήταν μοναδικά καί αμετάβλητα. Η παρατήρηση όμως έδειχνε, πώς καθετί το γήινο μεταβάλλεται. Το Είναι, αυτό πού υπάρχει, έπαιρνε τίς πιο διαφορετικές μορφές. Στό βαθμό πού το ‘χετε παρατηρήσει στην ιστορία ή στη ζωή σας — καί τα ταξίδια κι οί ανακαλύψεις πρόσφεραν καθημερινά καινούργιο υλικό - φάνηκε ότι υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικά κράτη, διαφορετικές ιδέες.

Πρέπει να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα, από πού προέρχεται όλη αυτή η ποικιλία, πώς δημιουργούνται οί διαφορές πού υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους κι ανάμεσα στα πράγματα.

Όσο περισσότερο στρέφονταν οί φιλόσοφοι στο παρελθόν, στην ιστορία της ανθρωπότητας, ανακάλυπταν διαφορετικούς λαούς. Αλλοι εξαφανίζονταν, άλλοι συνέχιζαν να υπάρχουν. Οί άγγλοι επέζησαν περνώντας από διάφορες εποχές, το ίδιο καί οί γάλλοι. Από πού προέρχεται αυτή η διαφορά στο χώρο καί στο χρόνο, από πού γεννήθηκαν όλα αυτά, αν η αίτια για τα πάντα είναι μια καί η αυτή αρχή, λ.χ. ό θεός; Δε μας μένει παρά να υποθέσουμε, ότι ό θεός, χωρίς να υπάρχει πάντα μια συγκεκριμένη αιτία, έτσι γι’ αστείο, αποφασίζει σήμερα να γίνει η Αγγλία, αύριο η Γερμανία, μεθαύριο η Γαλλία. Ετσι του ‘ρχεται στο κεφάλι -καί σήμερα βασιλεύουν στην Αγγλία οί Στιούαρτ, αυριο αποκεφαλίζεται ό ελαφρόμυαλος Κάρολος καί κυβερνάει ό σεμνός πουριτανός Κρόμβελ.

Από το 18ο αιωνα — αλλά ήδη κι άπ’ το 17ο αιώνα γίνεται φανερό, ότι στο βαθμό πού αυτό το Είναι, αυτή η ζωή, ολόκληρος αυτός ό ανθρώπινος κόσμος, όλες αυτές οί άνθρωπινες σχέσεις μεταβάλλονται τόσο απότομα κάτω άπ’ την επίδραση των πράξεων των ίδιων των ανθρώπων - η αντίληψη ότι η πηγή των πάντων είναι κάποια θεότητα, προκαλούσε ολοένα καί μεγαλύτερη δυσπιστία. Γιατί αυτό πού εξηγεί τα πάντα στην ποικιλομορφία τους στό χρόνο καί στό χώρο, δεν εξηγεί ακόμα τίποτα άπολύτως. Το γεγονός ότι τα πράγματα δημιουργούνται κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις, κάτω άπ’ την επίδραση διαφορετικών αίτιων, μπορεί να εξηγηθεί από τη διαφορα καί όχι άπ’ την ταυτότητα των πραγμάτων. Καθεμιά άπ’ αυτες τις διαφορές πρέπει να ερμηνευτεί με τις ιδιαίτερες, τις εντελώς ειδικές αιτίες καί τίς ιδιαίτερες επιδράσεις πού τη δημιούργησαν.

Ηδη οι άγγλοι φιλόσοφοι, που ζούσαν κάτω άπ’ τίς συνθήκες ενός ταχύτατα αναπτυσσόμενου καπιταλισμού, καί πού είχαν την πείρα δυο επαναστάσεων, είχαν θέσει αποφασιστικά το πρόβλημα: Υπάρχει λοιπόν πραγματικά μια τέτοια δύναμη, πού τα δημιουργεί όλα αυτά ανεξάρτητα άπ’ τη βούληση των ανθρώπων: Όλες αυτές τίς διάφορες ιδέες, πού εκδηλώθηκαν καί αλληλοπολεμήθηκαν την εποχή της αγγλικής επανάστασης, τίς είχαν γεννήσει αρχικά με τον ίδιο τρόπο οί άνθρωποι. Παρόλες τις προσπάθειες να τίς συνδέσουν με τη Βίβλο, αυτές έφερναν με σαφή καί φανερό τρόπο τη σφραγίδα του νεωτερισμου.

Οί γάλλοι ύλιστές, για τους όποιους σας έχω μιλήσει, έθεσαν αυτό το πρόβλημα με ακόμα μεγαλύτερη οξύτητα: αυτή η δύναμη, πού υποτίθεται πώς βρίσκεται κάπου έξω άπ’ το δικό μας κόσμο, μια θεϊκή δύναμη, πού ασχολείται συνέχεια με τη νέα Ευρώπη καί σκέφτεται καί διευθύνει τα πάντα, είναι ανύπαρκτη. Απεναντίας, όλα αυτά πού αποτελούν για μας αυτό το Είναι, αυτή την ιστορία, είναι το αποτέλεσμα της δραστηριότητας των ανθρώπων.

Οί γάλλοι ύλιστές δε μπορούσαν να καταδείξουν καί να εξηγήσουν, τί καθορίζει τίς ενέργειες των ανθρώπων, αλλά είχαν ήδη σαν δοσμένο, ότι την ιστορία δεν την κάνει ούτε ό θεός, ούτε μια κάποια έξωτερική δύναμη, αλλά ότι ολα αυτά τα γεγονότα τα δημιουργούν οί ίδιοι οί άνθρωποι. Εδώ όμως έπεφταν σε μια αντίφαση: ήξεραν, ότι οί άνθρωποι ενεργούν διαφορετικά γιατί έχουν διαφορετικά συμφέροντα καί διαφορετικές απόψεις. Ωστόσο αυτοί οί φιλόσοφοι δε γνωριζαν ακόμα τί ακριβώς είναι αυτό πού καθορίζει τα διάφορα συμφέροντα των άνθρωπων, τί τα προκαλεί, κάτω από ποιες διαφορετικές συνθήκες αναπτύσσονται. Αντίθετα. κατά την άποψη τους η ανατροφή των ίδιων των ανθρώπων καθορίζεται άπ’ αυτόν ή τον άλλο «νομοθέτη» πού εξουσιάζει τους άνθρωπους καί καθορίζει τίς πράξεις τους σαν ένας άλλος θεός.

Μερικοί άπ’ αυτούς τους γάλλους ύλιστές, έθεταν κιόλας ξεκάθαρα ένα άλλο πρόβλημα. Φυσικά, τους έλεγαν οί αντίπαλοι τους, ό θεός δε μπορεί να μοιάζει ούτε με το φοβερό ιουδαϊκό θεό, ούτε με τη χριστιανική Αγία Τριάδα: Πατέρα, Υίό καί Αγιο Πνεύμα. υπάρχει όμως μια πνευματική απαρχή, πού έθεσε μέσα στην ίδια την υλη τη δυνατότητα του σκέπτεσθαι, ένα πνεύμα, πού μ’ αυτό τον τρόπο προηγήθηκε της φύσης. Οί γάλλοι ύλιστές απαντούσαν ότι γι’ αυτό δεν απαιτείται κάποια έξωτερική δύναμη, καί ότι η ικανότητα της αίσθησης υπάρχει μέσα στην ίδια την υλη.

Η επιστήμη γενικά, ιδιαίτερα η φυσική επιστήμη, την εποχή πού οί γάλλοι ύλιστές επεξεργάζονταν την άποψη τους, δεν ήταν ακόμα αρκετά αναπτυγμένη. ωστόσο ήδη από τότε διατύπωσαν αυτή τη θεμελιώδη θέση.

Ό καθένας, πού αυτοχαρακτηρίζεται ύλιστής, αρνιέται ότι η συνείδηση, το πνεύμα - με την έννοια πού κατανοούμε τίς λέξεις αυτές - προηγήθηκε άπ’ την υλη, τη φύση. Εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια χρόνια δεν υπήρχε πάνω στη γη ούτε ίχνος ζωντανής οργανικής ύπαρξης, κατά συνέπεια δεν υπήρχε ούτε αυτό πού ονομάζεται σκέψη. αυτό πού ονομάζεται συνείδηση δεν υπήρχε. Το Είναι, η φύση, η υλη, προηγήθηκαν της συνείδησης, του πνεύματος, της σκέψης.

Θα ‘ταν όμως λαθεμένο να σκεφτεί κανείς, ότι η υλη είναι οπωσδήποτε κάτι τραχύ, βαρύ, άσκημο, καί η ιδέα είναι οπωσδήποτε κάτι λεπτό, ανάλαφρο καί καθαρό. Μερικοί, ιδιαίτερα οί χυδαίοι ύλιστές καί ανάμεσα τους καί απλά οί νέοι άνθρωποι, μερικές φορές στην έξαψη της συζήτησης ισχυρίζονται σκόπιμα, ότι η υλη είναι κάτι βαρύ καί τραχύ, για να εξοργίσουν έτσι τους φαρισαίους του ιδεαλισμού, πού μιλούν για «το ωραίο καί το υψηλό», καί ταυτόχρονα ικανοποιούνται θαυμάσια μ’ ολόκληρη τη βρωμιά καί την άχρειότητα του αστικού κόσμου.

Απεναντίας, αν γνωρίσετε τη φυσική επιστήμη, θα δείτε, ότι στη διάρκεια των τελευταίων 150 χρόνων η υλη απέκτησε μια αφάνταστα λεπτή καί ευκίνητη υπόσταση. Απ’ την εποχή, πού η βιομηχανική επανάσταση ανέτρεψε ολόκληρη την παλιά, σχεδόν ακίνητη φυσική οικονομία, ολα μπήκαν σε κίνηση. Ό,τι κοιμόταν αφυπνίστηκε, ο,τι ήταν ακίνητο μπήκε σε κίνηση. Μέσα στη στερεή καί, καθως φαινόταν, άπολιθωμένη ύλη, ανακαλύφθηκαν ανυποψίαστες δυνάμεις και νέες μορφές κίνησης.

Το πόσο ανεπαρκείς ήταν οί γνώσεις των γάλλων υλιστών, μπορείτε να το συμπεράνετε από τα παρακάτω γεγονότα: όταν ό Χόλμπαχ, ένας άπ’ τους συνεπέστερους γάλλους ύλιστές. έγραφε το βιβλίο του Σύστημα της Φύσης, δεν ήξερε ακόμα αυτά πού ξέρουν σήμερα όλοι, όσοι έχουν τελειώσει το δικό μας δημοτικό σχολείο. Γ’ αυτόν ό αέρας ήταν κάτι το αδιαίρετο, ήταν ένα άπ’ τα σημαντικότερα βασικά στοιχεία της φύσης, δηλαδή δεν ήξερε για τον αέρα περισσότερα πράγματα άπ’ οσα γνώριζαν οί έλληνες 2000 χρόνια πριν άπ’ αυτόν. Μερικά χρόνια μετά τη δημοσίευση του κυριότερου έργου του Χόλμπαχ, η χημεία απέδειξε - κατά πρώτο λόγο ό Λαβουαζιέ — ότι ό αέρας αποτελείται από διάφορα στοιχεία, από άζωτο καί οξυγόνο, με τα οποία είναι ανακατεμένα σε ελάχιστες ποσότητες κι άλλα στοιχεία. Καί μετά από άλλα 100 χρόνια, ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα, η χημεία ανακάλυψε μέσα σ αυτό το ελάχιστο μίγμα τα λεγόμενα ευγενή αέρια - αργόν καί ήλιον — πού είναι επίσης ύλη, αλλά ας πουμε μια ύλη εξαιρετικά λεπτεπίλεπτης κατασκευής.

Κι άλλο ένα παράδειγμα, σύντροφοι: Στή Σοβιετική Ρωσία χρησιμοποιούμε εντατικά την τηλεγραφία. Μας πρόσφερε τεράστιες υπηρεσίες σ’ όλο το διάστημα του αποκλεισμού καί σ’ όλο το διάστημα του εμφύλιου πολέμου. Χωρίς αυτήν θα πλανιόμασταν κυριολεκτικά στο σκοτάδι. Καί η τηλεγραφία, αν κανείς παρακολουθήσει την εξέλιξη της, υπάρχει μόνο 26 χρόνια. Μόλις το 1897 ανακαλύφθηκαν στη νεκρή καί τραχιά ύλη, πράγματα τόσο άυλα, πού για να τα ξεχωρίσουμε υποχρεωθήκαμε να χρησιμοποιήσουμε ονομασίες, πού υπάρχουν ήδη στην αρχαία ινδική θρησκεία. Το ραδιόφωνο μεταδίδει ήχους. Μπορούμε εδώ, στη Μόσχα, ν’ ακούσουμε μια συναυλία πού εκτελείται κάμποσες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Κι ολα αυτά γίνονται όχι με τη βοήθεια του «πνεύματος», αλλά με τη βοήθεια μιας - φυσικά εξαιρετικά λεπτής καί ανάλαφρης - ύλης, πού ερευνάται καί διευθύνεται από μας τους ίδιους.

Σάς ανέφερα αυτά τα παραδείγματα για να δείξω, πόσο οπισθοδρομικές είναι οί συνηθισμένες αντιλήψεις για το υλικό καί το άϋλο. Ακόμα πιο οπισθοδρομικές ήταν το 18ο αιώνα. Αν οί ύλιστές εκείνης της εποχής είχαν στη διάθεση τους όλες αυτές τίς καινούργιες γνώσεις, θα ήταν λιγότερο «τραχιοί», καί δε θα άπωθουσαν τόσο πολύ όλους τους «ευαίσθητους» ανθρώπους.

Οί σύγχρονοι του Κάντ γερμανοί φιλόσοφοι, υποστήριξαν την ορθόδοξη άποψη. Τη θεωρία των υλιστών την άπέκρουαν σαν άθεη καί ανήθικη. Ό Κάντ δεν αρκούνταν σε μια τόσο απλή απόφαση. Αναγνώριζε πολύ καλά ολόκληρη την αστάθεια των παραδοσιακών θρησκευτικών αντιλήψεων. Του έλειπε όμως η τόλμη καί η συνέπεια για να σπάσει οριστικά κάθε δεσμό με το παλιό.

Το 1781 δημοσίευσε το κυριότερο έργο του, την Κριτική του Καθαρου Λόγου. Εκεί αναπτύσσεται με πολλή εμβρίθεια, ότι δεν υπάρχει καμιά άπολύτως απόδειξη για την υπαρξη θεού, για την αθανασία της ψυχής καί για τίς αιώνιες ιδέες, ότι η γνώση μας στηρίζεται στην πείρα. Εμείς βέβαια δε μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε τα ίδια τα πράγματα, την ουσία τους, αλλά μόνο τίς μορφές πού εκδηλώνονται, επιδρώντας στις αισθήσεις μας. Η ουσία όλων των πραγμάτων, πού κρύβεται πίσω άπ’ τα φαινόμενα, παραμένει για μας άγνωστη για πάντα. Μ αυτό τον τρόπο χαράχτηκε μια γέφυρα ανάμεσα στον υλισμό καί στον ιδεαλισμό, ανάμεσα στην επιστήμη καί στη θρησκεία. Ό Κάντ αρνιόταν τίς κατακτήσεις της επιστήμης στη διερεύνηση της φύσης, ταυτόχρονα όμως άφηνε μια πορτούλα ανοιχτή για τη θρησκεία, δίνοντας της τη δυνατότητα να βαφτίζει την ουσία των πραγμάτων με τ’ όνομα του θεού.

Την επαμφοτερίζουσα στάση του, την επιθυμία του να μη θίξει ούτε την επιστήμη ούτε την πίστη, ό Κάντ την προχώρησε ακόμα πιο πέρα. Έγραψε ένα δεύτερο βιβλίο, την Κριτική του Πρακτικού Λόγου. Σ’ αυτό πάσχιζε με πολλή εμβρίθεια ν’ αποδείξει, ότι αν στη θεωρία μπορεί κανείς να τα βγάλει πέρα χωρίς θεό, χωρίς την αθανασία της ψυχής, ωστόσο στην πράξη είναι υποχρεωμένος να τ’ αναγνωρίζει όλα αυτά. γιατί η παραίτηση άπ’ αυτά θ’ αφαιρούσε από την ανθρώπινη δραστηριότητα κάθε ηθικό υπόβαθρο.

Ό γερμανός ποιητής Χάινε, πού ήταν ένας μεγάλος φίλος του Μαρξ καί πού σε μια ορισμένη εποχή είχε μεγάλη επιρροή πάνω του, περιγράφει πολύ παραστατικά τα ελατήρια αυτής της στάσης του Κάντ. Ό Κάντ είχε ένα γέρο, θεοσεβούμενο υπηρέτη, τον Λάμπε, πού έμενε μαζί με τον κύριο του 40 χρόνια καί τον φρόντιζε, οπως φροντίζει ό δούλος παιδαγωγός τον αφέντη του, το νεαρό ευγενή. Για τον Κάντ ό Λάμπε ήταν η προσωποποίηση του κοσμάκη, πού δε μπορεί να ζήσει χωρίς πίστη. Καί ό Χάινε, αφού εκθέτει με λαμπρό τρόπο όλη την επαναστατική σημασία πού έχει η Κριτική του Καθαρου Λόγου στην πάλη με τη θρησκεία κι ακόμα στην πάλη με την πίστη σε μια καθαρά θεϊκή προέλευση, εξηγεί τωρα γιατί ό Κάντ χρειαζόταν την Κριτική του Πρακτικου Λόγου, στην οποία ξαναχτίζει πάλι όλα αυτά πού είχε ό ιδιος γκρεμίσει. Γράφει λοιπόν ό Χάινε:

Μετά την τραγωδία έρχεται η φάρσα. Ό Ιμμάνουελ Κάντ έπαιξε ίσαμε τώρα το ρόλο του αδιάλλακτου φιλοσόφου, όρμησε στον ουρανό, αφόπλισε τη φρουρά του, ό άνωτατος άρχοντας του κόσμου κολυμπάει ανήμπορος μέσα στο αίμα του, δεν υπάρχει τωρα πια καμιά ευσπλαχνία, καμιά πατρική στοργή, καμιά ανταμοιβή στον άλλο κόσμο, η αθανασία της ψυχής πνέει τα λοίσθια - ρόγχοι, αγκομαχητά - κι ό γέρο Λάμπε στέκει κειδά με την ομπρέλα παραμάσχαλα, σα θλιμμένος θεατής, καί κρύος ίδρωτας καί δάκρια του λούζουν το πρόσωπο. Τότε τον Κάντ τον πιάνει η συμπόνοια, καί δείχνει πώς δεν είναι μόνο ένας μεγάλος φιλόσοφος, μα κι ένας καλός άνθρωπος, καί στοχάζεται καί μισοκαλόβολα-μισοειρωνικά λέει: «Ό γέρο Λάμπε πρέπει να χει ένα Θεό, αλλιώς ό φτωχός άνθρωπος δέ μπορεί να ναι ευτυχισμένος - ό άνθρωπος όμως πρέπει να ‘ναι ευτυχισμένος πάνω στον κόσμο - αυτό λέει η πρακτική λογική - ας είναι - ας εγγυηθεί κι η πρακτική λογική την ύπαρξη του θεού»3.

Μεγάλη σημασία είχε ό Κάντ καί για την ιστορία της επιστήμης. Μαζί με το γάλλο αστρονόμο Λαπλάς απέδειξε, ότι η γη μας δε δημιουργήθηκε μέσα σε μια μέρα άπ’ το θεό, όπως λέει η Βίβλος, αλλά ότι είναι προϊόν μιας μακρόχρονης εξέλιξης, ότι μαζί με όλα τ’ άλλα ουράνια σώματα διαμορφώθηκε άπ’ τη συμπύκνωση της άμορφης, αραιωμένης ύλης των αρχέγονων νεφών.

Ό Κάντ ουσιαστικά ήταν ό συμφίλιωτής της παλιάς καί της καινούργιας φιλοσοφίας, ένας συμφιλιωτής καί σ όλα τα πεδία της πρακτικής ζωής. Μόλο πού δεν κατόρθωσε να σπάσει άποφιασιστικά τους δεσμούς του με το παρελθόν, ωστόσο έκανε ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Οί συνεπέστεροι απ’ τους μαθητές του, πού κατάλαβαν εξίσου καλά με τον Χάινε την πραγματική αίτια της διπροσωπίας του, απέρριψαν την Κριτική τον Πρακτικου Λόγου καί ταυτόχρονα άντλησαν ριζοσπαστικά συμπεράσματα από την Κριτική του Καθαρου Λόγου.

Δε θα μιλήσω διεξοδικά για το φιλόσοφο Φίχτε, πού τον αναφέρει ό Ενγκελς. Αυτός άσκησε ασύγκριτα μεγαλύτερη επίδραση στον Λασάλ παρά στον Μαρξ καί τον Ενγκελς. Στή φιλοσοφία του όμως υπάρχει ένα στοιχείο πού δεν αναπτύχθηκε καθόλου στο σύστημα του Κάντ, καί πού άσκησε μεγάλη επιρροή πάνω στη γερμανική επαναστατική διανόηση. Ενώ ό Κάντ ήταν ειρηνικός καθηγητής, πού για δεκαετίες ολόκληρες δεν απομακρύνθηκε άπ’ το αγαπημένο του Καίνιγκσμπεργκ, ό Φίχτε ήταν όχι μόνο ένας φιλόσοφος, αλλά κι ένας πρακτικός άνθρωπος της δράσης. Κι ακριβώς αυτό το στοιχείο της δρασης, της ενεργητικότητας, το εισήγαγε μέσα στη φιλοσοφία του. Στήν παλιά αντίληψη για μια ειδική εξουσία πού διευθύνει καί καθοδηγεί τους ανθρώπους, αντιπαράθεσε την καινούργια αντίληψη, πού κάνει την ανθρώπινη προσωπικότητα καί τη δράση της κύρια πηγή κάθε θεωρίας καί πράξης.

Περισσότερο άπ’ όλους επηρέασε τον Μαρξ καί τον Ένγκελς ό γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ, πού έχτισε το φιλοσοφικό του σύστημα πάνω στη βάση μιας κριτικής των συστημάτων του Κάντ καί του Φίχτε.

Στά νεανικά του χρόνια ό Χέγκελ ήταν ένθερμος οπαδός της γαλλικής επανάστασης, όμως το 1831 πού πέθανε, ήταν καθηγητής καί υπάλληλος της Πρωσίας καί η φιλοσοφία του απολάμβανε την επιδοκιμασία της φωτισμένης άνωτερης τάξης.

Ασυναίσθητα μπαίνει τώρα το έρωτημα, πώς μπόρεσε η φιλοσοφία του Χέγκελ να γίνει η πηγή, άπ’ την οποία έσβησαν τη δίψα τους για γνώση ό Μαρξ, ό Ένγκελς καί ό Λασάλ; Τι υπήρχε μέσα στη φιλοσοφία του Χέγκελ πού τραβούσε ακαταμάχητα τους λαμπρότερους εκπρόσωπους της επαναστατικής καί κοινωνικής σκέψης;

Η φιλοσοφία του Κάντ, στις βασικές της γραμμές, είχε δημιουργηθεί ήδη πριν άπ’ τη μεγάλη γαλλική επανάσταση. Όταν ξέσπασε η επανάσταση, ό Κάντ ήταν κιόλας 65 χρονών. Επηρεάστηκε βέβαια άπ’ αυτήν, κι εδώ όμως δεν ξέφυγε άπ’ τους συνηθισμένους συμβιβασμούς του ούτε άπ’ τα συμφιλιωτικά του συμπεράσματα. Εκείνο πού πρέπει να θυμόσαστε είναι ότι, όπως είδαμε, στο βαθμό πού αφορά την ιστορία του πλανήτη μας, στο χώρο της φύσης άφομοίωσε τη θεωρία της εξέλιξης• ωστόσο, ολόκληρο το σύστημα του περιοριζόταν στην εξήγηση του κόσμου, όπως είναι.

Αντίθετα ό Χέγκελ, πού είχε περάσει μέσα άπ’ τις εμπειρίες του τέλους του 18ου καί των αρχών του 19ου αιώνα - μιας εποχής τεράστιων αναστατώσεων της οικονομικής καί της πολιτικής ζωής - συγκέντρωσε την προσοχή του στην ερμηνεία του κόσμου, έτσι όπως αναπτύσσεται. Δεν υπάρχει τίποτα πού να μη βρίσκεται σε κίνηση. Η απόλυτη ιδέα του, η λογική, ζεί και εμφανίζεται μόνο μέσα στη διαδικασία μιας αδιάκοπης κίνησης, της εξέλιξη. Τα πάντα κυλάνε, μεταβάλλονται, καταστρέφονται. Η αδιάκοπη κίνηση, η αδιάκοπη εξέλιξη της απόλυτης ιδέας, καθορίζει την εξέλιξη ολόκληρου του κόσμου μας σ’ όλα τα επίπεδα. Γιά να κατανοήσουμε τα φαινόμενα πού μας περιβάλλουν, δεν αρκεί να τα μελετήσουμε, όπως υπάρχουν τωρα, πρέπει να κατανοήσουμε πώς εξελίχθηκαν. γιατί καθετί πού μας περιβάλλει είναι το αποτέλεσμα μιας προηγούμενης εξέλιξης. Ακόμα περισσότερο. Ακόμα κι αν με την πρωτη ματιά έχουμε την εντύπωση, ότι ένα δοσμένο πράγμα βρίσκεται σε κατάσταση ακινησίας, αν το εξετάσουμε προσεχτικά καί συνηθίσουμε το μάτι μας πάνω του, θα δούμε ότι μέσα του συντελείται μια κίνηση, μια πάλη, ότι μέσα του ενεργούν άπ’ τη μια μεριά ορισμένες επιδράσεις καί δυνάμεις πού το διατηρούν στην κατάσταση πού το γνωρίζουμε, κι άπ’ την άλλη μεριά επιδράσεις καί δυνάμεις πού έπιδιωκουν να το αλλάξουν.

Σέ κάθε φαινόμενο, σε κάθε πράγμα, διαδραματίζεται μια πάλη αυτών των δυο αρχών, της θέσης καί της αντίθεσης. Απ’ αυτές τις δυο αρχές η μία είναι η διατηρούσα κι η άλλη η καταστρέφουσα. Η διαδικασία της πάλης αυτών των δυο αρχών, πού υπάρχουν σε κάθε φαινόμενο, καταλήγει σε κάτι ενδιάμεσο, στην ένωση των συγκρουόμενων αρχών.

Στή γλώσσα του Χέγκελ τούτο εκφράστηκε έτσι: Η λογική, η σκέψη, η ιδέα δεν παραμένουν ακίνητα, δεν απολιθώνονται σε μια κατάσταση, δεν εφησυχάζουν σε μια θέση. Απεναντίας, αυτή η θέση, αύτη η σκέψη, έρχεται σε αντίφαση με τον εαυτό της, χωρίζεται σε δυο σκέψεις αντίθετες, στην κατάφαση καί στην άρνηση, στο Ναι καί στο Οχι. Η πάλη αυτών των δυο αντιμαχόμενων στοιχείων, πού καταλήγουν στην αντίθεση, δημιουργεί την κίνηση, πού ό Χέγκελ την ονομάζει διαλεκτική, για να υπογραμμίσει το στοιχείο της πάλης πού υπάρχει μέσα της. Στήν πάλη αυτή, σ’ αυτή τη διαλεκτική, οί δυο αντιθέσεις εξισώνονται αμοιβαία καί συνενώνονται. Η συγχώνευση αυτών των δυο αντιφατικών σκέψεων διαμορφώνει μια νέα σκέψη — τη σύνθεση τους. Αυτή η καινούργια σκέψη, αυτή η καινούργια ιδέα, χωρίζεται πάλι με τη σειρά της σε δυο αντίθετες σκέψεις - η θέση παράγει μια αντίθεση κι οί δυο συνενώνονται πάλι σε μια καινούργια σύνθεση.

Έτσι ό Χέγκελ θεωρούσε κάθε φαινόμενο, κάθε πράγμα, σαν μια διαδικασία, σαν κάτι πού βρίσκεται σε αδιάκοπη κίνηση καί σε αδιάκοπη εξέλιξη. Κάθε φαινόμενο δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα μιας προγενέστερης αλλαγής, αλλά φέρει μέσα του καί το σπέρμα μιας καινούργιας αλλαγής. Ποτέ δεν εφησυχάζει σε μια κατακτημένη βαθμίδα - σύμφωνα με το μότο: έτσι ήταν πάντα, έτσι θα ναι για πάντα. Απεναντίας, μόλις κατακτήσει μια καινούργια βαθμίδα, αρχίζει μέσα του η πάλη των καινούργιων αντιφάσεων. Όπως τόσο ωραία λέει ό Χέγκελ, ακριβώς η πάλη των αντιθέσεων είναι η πηγή της εξέλιξης.

Αυτό αποτελούσε καί το επαναστατικό στοιχείο στη φιλοσοφία του Χέγκελ. Μόλο πού ό Χέγκελ ήταν ιδεαλιστής, μόλο πού γι αυτόν η βάση ήταν το πνεύμα κι όχι η φύση, η ιδέα κι όχι η ύλη, άσκησε μια τεράστια επίδραση σ’ όλες τίς ιστορικές καί κοινωνικές επιστήμες, ακόμα καί στίς φυσικές επιστήμες. Προωθησε τη διερεύνηση της πραγματικότητας, πίεσε να αναζητηθούν όλες οί μορφές εξέλιξης της απόλυτης ιδέας. Όσο πιο ποικιλόμορφες ήταν οί εκδηλώσεις αυτής της ίδέας, τόσο πιο ποικιλόμορφες ήταν οι εκδηλώσεις, οί διαδικασίες των οποίων έπρεπε να μελετηθεί η εξέλιξη.

Για να καταλάβετε ακόμα καλύτερα, τί ακριβώς ήταν τόσο ελκυστικό σ’ αυτή τη φαινομενικά στεγνή φιλοσοφία με τη νεφελώδη γλώσσα της, τί τραβούσε σ’ αυτήν τον Μαρξ, τον Ένγκελς καί τον Λασάλ, τί τράβηξε σ’ αυτήν καί τους δικούς μας ρώσους επαναστάτες - τον Μπιελίνσκι, τον Χέρτσεν, τόν Μπακούνιν, τον Τσερνιτσέφσκι - θα σας διαβάσω τί γράφει γι’ αυτήν ό τελευταίος:

Η αιώνια αλλαγή της μορφής, η αιώνια απώθηση της μορφής, πού γεννιέται από κάποιο ορισμένο περιεχόμενο η κάποια ορισμένη τάση, εξαιτίας της ενίσχυσης αυτής της τάσης, της ανώτατης εξέλιξης αυτού του περιεχομένου - όποιος κατάλαβε αυτό τον παντοδύναμο, αιώνιο, πανταχού παρόντα νόμο, όποιος συνήθισε να τον εφαρμόζει, σε κάθε φαινόμενο - πόσο ήρεμα αντιμετωπίζει, τίς δυνατότητες, πού τόσο συγκλονίζουν τους άλλους. Καί με τα λόγια του ποιητή:

Ποντάρησα τα πάντα μου στο μηδέν, κι ό κόσμος ολόκληρος μου ανήκει.

Δεν πενθεί για τίποτα απ αυτά πού επέζησαν, καί λέει: Ας γίνει ό,τι να ‘ναι, θα ‘ρθουν καί καλύτερες μέρες.

Δε θα σταθώ στίς άλλες πλευρές της χεγκελιανής φιλοσοφίας, πού εξηγούν γιατί έδωσε μια τόσο ισχυρή ώθηση για μια πιο προσεχτική μελέτη της πραγματικότητας. Όσο περισσότερο οι μαθητές του Χέγκελ μελετούσαν την πραγματικότητα στο φως, καί κάτω άπ’ την καθοδήγηση, της διαλεκτικής μεθόδου πού δημιούργησε ό δάσκαλος τους, τόσο πιο φανερό γινόταν ένα αποφασιστικό μειονέκτημα αυτής της φιλοσοφίας: ήταν μια ιδεαλιστική φιλοσοφία, δηλαδή βασική κινητήρια δύναμη καί γενεσιουργό αιτία θεωρούσε την απόλυτη ιδέα, τη συνείδηση πού καθορίζει το Είναι.

Αυτό το αδύνατο σημείο του χεγκελιανού συστήματος προκαλούσε την κριτική. Μπορούσε κανείς να πει, ότι ουσιαστικά αυτή η απόλυτη ιδέα δεν ήταν παρά μια νέα παραλλαγή της παλιάς γνωστής μας τριάδας, Θεός-Πατέρας, Υιός καί Αγιο Πνεύμα, αυτού του άϋλου θεού πού φιλόσοφοι όπως ό Βολταίρος τον δημιούργησαν για τον εαυτό τους καί προπάντων για το λαό.

Κι ακριβώς κάτω άπ’ αυτή τη σκοπιά εξετάζει τη φιλοσοφία του Χέγκελ ένας άπ’ τους πιο προικισμένους μαθητές του, ό Λούντβιχ Φόϋερμπαχ. Αυτός κατανοούσε πολύ καλά την επαναστατική πλευρά της φιλοσοφίας του Χέγκελ καί την αφομοίωσε, κατόπι όμως έθεσε το παρακάτω ερώτημα: Μπορεί πραγματικά αυτή η απόλυτη ιδέα, στην εξέλιξη της, να καθορίσει όλο το Είναι; Ό Φόϋερμπαχ απάντησε αρνητικά σ’ αυτό το ερώτημα. Αντέστρεψε τη βασική θέση του Χέγκελ καί έδειξε ότι, απεναντίας, το Είναι καθορίζει τη συνείδηση, ότι υπήρξε μια εποχή πού το «Είναι» υπήρχε χωρίς συνείδηση, έδειξε ότι η σκέψη, η ίδια η ιδέα, είναι ένα προϊόν του Είναι. Άπ’ τη σκοπιά του η χεγκελιανή φιλοσοφία ήταν το τελευταίο θεολογικό σύστημα, γιατί αντικαθιστούσε το θεό μ’ ένα εξίσου αρχέγονο όν, την απόλυτη ιδέα. Ό Φόϋερμπαχ απέδειξε, ότι όλες οί αντιλήψεις μας για το θεό, τα διάφορα θρησκευτικά συστήματα, ανάμεσα τους κι ό χριστιανισμός, είναι προϊόντα του ίδιου του άνθρωπου, ότι σύμφωνα μ’ αυτά δε δημιουργεί ό θεός τον άνθρωπο, αλλά αντίστροφα, ό άνθρωπος δημιουργεί το θεό κατ’ εικόνα του. Φτάνει να ξεκαθαρίσει κανείς όλο αυτό τον κόσμο άπ’ τα φαντάσματα, άπ’ τα εξωγήινα πλάσματα, άπ’ τους αγγέλους, τίς μάγισσες καί τα παρόμοια φαινόμενα, πού έχουν όλα το ίδιο υπόβαθρο, μια θεϊκή οντότητα, καί θα μείνει ό ανθρώπινος κόσμος. Ετσι βασική αρχή ολόκληρης της φιλοσοφίας του Φόϋερμπαχ είναι ό άνθρωπος. Ανώτατος νόμος για τον ανθρώπινο κόσμο δεν είναι ό νόμος του θεού, αλλά το καλό του ιδιου του άνθρωπου. Για να το εκφράσουμε στην επιστημονική γλώσσα: ό Φόϋερμπαχ στην παλιά θεολογική αρχή αντέταξε μια νέα αρχή, την ανθρωπολογική ή ανθρώπινη.

Αν διαβάσετε τους παλιούς κριτικούς καί δημοσιολόγους μας, τον Τσερνιτσέφσκι καί τον Ντομπρολιούμπωφ, θα δείτε σύντροφοι, ότι η κοσμοθεώρησή τους βασίζεται ακριβώς σ’ αυτή την ανθρωπολογική μορφή, ότι γι’ αυτούς αφετηριακό σημείο είναι ό άνθρωπος κι οί ανάγκες του. Για να οικοδομηθεί μια πραγματική ανθρώπινη κοινότητα, πρέπει να ενδιαφερθεί κανείς όχι μόνο για το πνεύμα, αλλά καί για το σώμα, πρέπει να ενδιαφερθεί για την ικανοποίηση όλων των αναγκών του ανθρώπου.

Πρέπει να δημιουργηθούν προϋποθέσεις, κάτω άπ’ τίς όποιες ό άνθρωπος να μπορεί ν αναπτύξει όλες του τίς ικανότητες. Σ αυτά τα συμπεράσματα κατέληξαν με τη βοήθεια του Φόϋερμπαχ. Κι όλα αυτά τα αφομοίωσαν κι ό Μαρξ κι ό Ενγκελς καθώς κι όλοι οί προοδευτικοί διανοούμενοι της εποχής εκείνης. Αν μελετήσετε την ιστορία της ρώσικης κοινωνικής σκέψης, θα συναντήσετε αυτό το ενδιαφέρον φαινόμενο. Φτάνει να συγκρίνετε τα έργα του Μαρξ καί του Ενγκελς, πού τα ‘γραψαν μέχρι το 1845, με τα έργα του Χέρτσεν, του Μπιελίνσκι, του Ντομπρολιούμπωφ καί του Τσερνιτσέφσκι, κι αμέσως θα διαπιστώσετε την ομοιότητα των ιδεών καί των απόψεων, πού είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο οί ρώσοι συγγραφείς μας πέρασαν άπ’ την ίδια εξέλιξη άπ’ τον Χέγκελ στον Φοϋερμπαχ. Καί γνωρίζετε, ότι ούτε ό Τσερνιτσέφσκι ουτε ό Ντομπρολιούμπωφ, κι ακόμα λιγότερο ούτε ό Χέρτσεν, ήταν μαρξιστές ή κομμουνιστές, μόλο πού ήταν σοσιαλιστές. Όλοι τους σταμάτησαν σε ένα ορισμένο στάδιο — ακόμα κι ό Τσερνιτσέφσκι, πού προχώρησε μακρύτερα άπ’ όλους πάνω στο δρόμο πού τον είχε ωθήσει η μελέτη του Φόϋερμπαχ.

Πρώτος ό Μαρξ εισήγαγε κάτι εντελώς καινούργιο στη φιλοσοφία του Φόϋερμπαχ, άντλωντας άπ’ αυτήν τα πιο μακρόπνοα συμπεράσματα. Αλλά για να καταλάβουμε τί ακριβώς ήταν το Νέο πού εισήγαγε στη γερμανική φιλοσοφία ό Μαρξ, πρέπει να γυρίσουμε γι’ άλλη μια φορά πίσω.

Οταν σας μίλησα για τα νεανικά χρόνια του Μαρξ, επισήμανα μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια. Θυμόσαστε ότι ό Μαρξ, στη σχολική του έκθεση, είχε ισχυριστεί πώς ήδη πρίν άπ’ τη γέννηση του άνθρωπου, λειτουργούν μια σειρά από προϋποθέσεις πού του καθορίζουν από τα πρίν το μελλοντικό του επάγγελμα. Δηλαδή ό Μαρξ γνώριζε ήδη από γυμνασιόπαιδο την ιδέα πού αποτελεί το λογικό επακόλουθο της υλιστικής φιλοσοφίας του 18ου αιώνα. Ό άνθρωπος είναι ένα προϊόν του περιβάλλοντος του, των περιστάσεων, καί γιαυτό δε μπορεί να ‘ναι απόλυτα ελεύθερος στην εκλογή του επαγγέλματος του, δε μπορεί να ‘ναι ό ίδιος δημιουργός της ευτυχίας του. Από τότε κιόλας είχα επισημάνει πώς σ’ αυτή τη θέση δέν υπάρχει τίποτα το καινούργιο, πού να το χει δημιουργήσει ό Μαρξ. Αυτός απλά καί μόνο διατύπωσε - έστω καί με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο — ό,τι είχε διαβάσει επανειλημμένα στα έργα πού τόσο πολύ αγαπούσε ό πατέρας του. Όταν μπήκε στο πανεπιστήμιο καί βρέθηκε σ’ ένα καινούργιο πνευματικό περιβάλλον, στο οποίο κυριαρχούσε η γερμανική κλασική-φιλοσοφία, απαρχής κιόλας αντέταξε στον ιδεαλισμό της μια πιο έντονα υλιστική κοσμοθεώρηση. Γιαυτό άντλησε γρήγορα ολα τα ριζοσπαστικά συμπεράσματα άπ’ τη χεγκελιανή φιλοσοφία καί χαιρέτησε μ’ ενθουσιασμό την Ουσία τον Χριστιανισμού του Φόϋερμπαχ. Αυτός, στην κριτική του κατά του χριστιανισμού, κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα με τους ριζοσπάστες ύλιστές του 18ου αιώνα, με μόνη τη διαφορά, πώς έκει πού αυτοί είχαν δει μόνο απάτη καί δεισιδαιμονία, ό Φόϋερμπαχ, πού είχε περάσει άπ’ τη σχολή του Χέγκελ, διαπίστωσε μια αναπόφευκτη φάση του ανθρώπινου πολιτισμού. Ωστόσο καί στον Φόϋερμπαχ, ό άνθρωπος ήταν μια εξίσου αφηρημένη φυσιογνωμία, οπως καί στους γάλλους ύλιστές του 18ου αιώνα.

Αρκούσε να προχωρήσουν ακόμα παραπέρα στην κριτική, στην ανάλυση τόσο του ανθρώπου όσο καί του περιβάλλοντος του, για να δουν οτι αυτός ό άνθρωπος παρουσιάζεται με ποικίλες μορφές, οτι είναι κλεισμένος στίς πιο διαφορετικές επιδερμίδες, οτι φέρει τα πιο διαφορετικά δέρματα. Ό βασιλιάς της Πρωσίας κι ό ανώτατος πρόεδρος της Ρηνανίας ήταν εξίσου άνθρωποι όπως κι ό χωριάτης του Μόζελ κι ό εργάτης των εργοστασίων. Μ’ αυτούς είχε να κάνει ό Μαρξ στην επαρχία του Ρήνου. Όλοι αυτοί είχαν τα ίδια όργανα: ένα κεφάλι, πόδια καί χέρια. Φυσιολογικά καί ανατομικά δεν υπήρχε καμιά ιδιαίτερη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα χωριάτη του Μόζελ καί σ’ ένα πρώσο κτηματία, καί όμως ταυτόχρονα επικρατούσε τεράστια διαφορά άπ’ την άποψη της κοινωνικής τους θέσης.

Οί άνθρωποι όμως διέφεραν ό ένας άπ’ τον άλλο, όχι μόνο τοπικά αλλά καί χρονικά. Οί άνθρωποι του 18ου αίωνα διέφεραν άπ’ τους ανθρώπους του 12ου καί του 19ου. Από πού προέρχονταν αυτές οι διαφορές, αν ό άνθρωπος καθαυτός δεν άλλαζε καί δεν ήταν παρά μόνο ένα προϊόν της φύσης;

Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε κι η σκέψη του Μαρξ. Δεν αρκεί να πει κανείς, οτι ό άνθρωπος είναι το προϊόν του περιβάλλοντος καί οτι το περιβάλλον διαμορφώνει τον άνθρωπο. Για να διαμορφωθούν τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, πρέπει καί αυτό το ίδιο το περιβάλλον να ‘ναι διαφορετικό, πρέπει να εμπεριέχει διαφορές αντιθέσεις.

Αποδείχνεται έτσι, οτι αυτό το περιβάλλον δεν είναι απλά ένα άθροισμα άνθρώπων, αλλά ένα κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο οι άνθρωποι συνδέονται με ορισμένες σχέσεις, καί ανήκουν σε διάφορες κοινωνικές ομάδες.

Γιαυτό ό Μαρξ δε μπορούσε να ικανοποιηθεί ούτε καί με την κριτική του Φόϋερμπαχ για τη θρησκεία. Ό Φόϋερμπαχ ερμήνευε την ουσία της θρησκείας με την ουσία του ανθρώπου• ομως η ουσία του ανθρώπου δεν είναι κάτι άφηρημένο, πού είναι έμφυτο στον άνθρωπο σαν μεμονωμένο άτομο. Ό ίδιος ό άνθρωπος αποτελεί ήδη το άθροισμα, το σύνολο καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων. Δεν υπάρχει απομονωμένος άνθρωπος πού ζει για τον εαυτό του. Άλλα καί οί φυσικοί δεσμοί ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάλογα με το περιεχόμενο τους, δίνουν τη θέση τους στους κοινωνικούς δεσμούς, πού διαμορφωθηκαν ανάμεσα τους στη διαδικασία της ιστορικής εξέλιξης. Γιαυτό το θρησκευτικό αίσθημα δεν είναι κάτι το φυσικό, δοσμένο άπ’ τη φύση - είναι κι αυτό το ίδιο ένα κοινωνικό προϊόν.

Δεν αρκεί λοιπόν να λέμε οτι ό άνθρωπος είναι η αφετηρία της νέας κοσμοθεωρησης. Είμαστε ύποχρεωμένοι να προσθέτουμε, οτι πρόκειται για τον κοινωνικό άνθρωπο, δηλαδή τον άνθρωπο πού είναι το προϊόν μιας ορισμένης κοινωνικής εξέλιξης, πού διαμορφώνεται καί αναπτύσσεται στο έδαφος μιας κοινωνίας, στρωματοποιημένης καί διαφοροποιημένης κατά τρόπο καθορισμένο. Αν εξετάσουμε από πιο κοντά αυτή την εξέλιξη, θα δούμε οτι αυτή η στρωματοποίηση, η διαφοροποίηση του περιβάλλοντος σε διάφορες τάξεις, δεν είναι κάτι το αρχέγονο, αλλά αντίθετα είναι κι αυτή πάλι προϊόν μιας μακριάς ιστορικής εξέλιξης. Αν ερευνήσουμε με ποιο τρόπο πραγματοποιήθηκε αύτη η εξέλιξη, θα διαπιστωσουμε, πώς ήταν πάντα μια πάλη αντιφάσεων, αντιθέσεων, πού γεννήθηκαν στο κάθε φορά ορισμένο στάδιο της κοινωνικής εξέλιξης.

Ό Μαρξ δεν αρκέστηκε σ’ αυτό, υπέβαλε καί τίς άλλες φιλοσοφικές θέσεις του Φόϋερμπαχ σε μια κριτική. Στήν καθαρά θεωρητική, εγκεφαλική φιλοσοφία, εισάγει ένα καινούργιο στοιχείο - την επαναστατική, πρακτική δράση πού βασίζεται στην κριτική της πραγματικότητας.

Όπως οί γάλλοι ύλιστές, ό Φόϋερμπαχ δίδασκε, πώς οί άνθρωποι είναι ένα προϊόν των περιστάσεων καί της παιδείας, ένα προϊόν της επίδρασης του Είναι πάνω στη συνείδηση. Αυτό γεννούσε την αντίληψη οτι ό άνθρωπος, έτσι οπως είναι, με κεφάλι, χέρια, πόδια, ξεκομμένος άπ’ τον υπόλοιπο ζωικό κόσμο, δεν αποτελεί παρά μόνο ένα καθορισμένο μηχανισμό έπαίσθησης, πού είναι υποταγμένος στην επίδραση της φύσης. Όλες οί σκέψεις του, οί ιδέες του, είναι ένα άντικαθρέφτισμα αυτής της φύσης. Ετσι λοιπόν, σύμφωνα με τον Φόϋερμπαχ, ό άνθρωπος δεν είναι παρά ένα παθητικό στοιχείο, πού δέχεται υπάκουα ολα τα φυσικά ερεθίσματα.

Σ’ αυτό τον ισχυρισμό ό Μαρξ αντέταξε έναν άλλο: όλα όσα συμβαίνουν μέσα στον άνθρωπο, ακόμα κι οί αλλαγές του ανθρώπου, είναι αποτελέσματα όχι μόνο της επίδρασης πού ασκεί πάνω του η φύση, αλλά καί σε μεγαλύτερο ακόμα βαθμό είναι αποτέλεσμα της επίδρασης πού ασκεί ό άνθρωπος πάνω στη φύση. Η εξέλιξη της ανθρωπότητας συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι το άνθρωπόμορφο όν της αρχέγονης κοινωνίας, στον αδιάκοπο αγώνα για την επιβίωση του, δεν είναι υποταγμένο παθητικά στη φύση, αλλά επιδρά κι αυτό πάνω της, καί μεταβάλλοντας τη φύση, μεταβάλλει τους ορους της δικής του ζωής, καί ταυτόχρονα μεταβάλλει καί τον ιδιο τον εαυτό του.

Ετσι ό Μαρξ, στην παθητική φιλοσοφία του Φόϋερμπαχ εισήγαγε ένα επαναστατικό, ενεργητικό στοιχείο. Καθήκον της φιλοσοφίας - λέει ό Μαρξ, σ’ αντίθεση με τον Φόϋερμπαχ - δεν είναι μόνο να ερμηνεύει τον κόσμο, αλλά καί να τον μεταβάλλει. Η θεωρία συμπληρώνεται από την πράξη, η κριτική της πραγματικότητας του κόσμου πού μας περιβάλλει, η άρνηση της, με την πραγματική δουλιά, με την πρακτική δράση. Ετσι ό Μαρξ εισήγαγε στη φιλοσοφία του υλισμού την επαναστατική αρχή, μετέβαλε την ενατενιστική φιλοσοφία του Φόϋερμπαχ σε μια ενεργή φιλοσοφία. Με την πράξη του, μ’ ολόκληρη τη δράση του, ό άνθρωπος πρέπει ν’ αποδείχνει την αλήθεια της σκέψης του και του προγράμματος του. Όσο καλύτερα το επιτελεί στην πράξη, οσο πιο γρήγορα το μετατρέπει σε πράξη, τόσο πιο τεκμηριωμένα αποδείχνει, οτι μέσα στην ίδια την πραγματικότητα περιέχονταν ήδη ολα τα στοιχεία για τη λύση των προβλημάτων πού έθεσε στον εαυτό του, για την πραγματοποίηση του προγράμματος πού επεξεργάστηκε.

Αυτή την κριτική του Φόϋερμπαχ τη διατύπωσε ό Μαρξ σε γενικές γραμμές από πολύ νωρίς. Αν παρακολουθήσετε προσεχτικά την πορεία της σκέψης του, εύκολα θα καταλάβετε με ποιο τρόπο έφτασε στη βασική του ιδέα, πού η επεξεργασία της τον οδήγησε στον επιστημονικό κομμουνισμό.

Ό Μαρξ ξεπήδησε μέσα άπ’ τη γερμανική διανόηση. Καί μ’ αυτήν κάνει μια συζήτηση, για να την πείσει για την αστάθεια των παλιών της απόψεων. Είμαστε όλοι σύμφωνοι, έλεγε, ότι η γερμανική πραγματικότητα πού μας περιβάλλει, οτι η Πρωσία, μέσα στην όποια ασφυκτιά ολόκληρη η κοινωνική ζωή, στην όποια δεν υπάρχει ελευθερία στη σκέψη μήτε στην παιδεία, ότι ολόκληρος αυτός ό κόσμος είναι πολύ απωθητικός. Δεν υπάρχει αμφιβολία, οτι αυτός ό κόσμος πρέπει να μεταβληθεί, αν δε θέλουμε, ό γερμανικός λαός να βυθιστεί ολοκληρωτικά μέσα σ’ αυτό το φριχτό βούρκο.

Με ποιο τρόπο όμως μπορεί ν’ αλλάξει: ρωτάει ό Μαρξ. Μπορεί ν’ αλλάξει μόνο, αν μέσα σ’ αυτή τη γερμανική κοινωνία βρεθεί μια ομάδα, μια τάξη ανθρώπων, πού εξαιτίας όλων των συνθηκών της ζωής τους ενδιαφέρονται ν’ αλλάξουν αυτό τον κόσμο.

Ό Μαρξ εξετάζει διαδοχικά τις διάφορες ομάδες πού υπάρχουν μέσα στη γερμανική κοινωνία: τους ευγενείς, τους υπάλληλους, την αστική τάξη. Καταλήγει στο συμπέρασμα οτι η τελευταία - αντίθετα απ τη γαλλική αστική τάξη, πού έπαιξε τεράστιο επαναστατικό ρόλο- δεν είναι σε θέση ν’ αναλάβει το ρόλο της άπελευθεριότρια; τάξης, πού θ’ αλλάξει ολόκληρη την κοινωνία.

Όμως αν όχι η αστική τάξη, ποια άλλη τάξη μπορεί ν’ αναλάβει αυτό το ρόλο: Κι ό Μαρξ, πού την εποχή αυτή μελετάει μ’ εξαιρετική προσοχή την ιστορία και τις συνθήκες πού επικρατούν στην Αγγλία και στη Γαλλία, καταλήγει στο συμπέρασμα, οτι αυτή η τάξη μπορεί να ναι μόνο το προλεταριάτο.

Έτσι ό Μαρξ, ήδη το 1844, εκφράζει την παρακάτω βασική θέση: η τάξη πού μπορεί και πρέπει ν’ αναλάβει την αποστολή ν’ απελευθερώσει το γερμανικό λαό, και να μεταβάλει ολόκληρη την κοινωνική τάξη πραγμάτων, δε μπορεί να ναι παρά μόνο το προλεταριάτο. Γιατί; Επειδή αυτή ήταν η τάξη, πού στίς συνθήκες ζωής της ένσωμάτωνε ολα τα κακά της σύγχρονης αστικής κοινωνίας. Δεν υπήρχε καμιά άλλη τάξη πού να βρίσκεται πιο χαμηλά στην κλίμακα των κοινωνικών τάξεων και πού πάνω της να βαραίνει ολόκληρη η υπόλοιπη κοινωνία.

Ενώ η υπόσταση όλων των υπόλοιπων βασίζεται πάνω στην ατομική ιδιοκτησία, το προλεταριάτο είναι αποστερημένο άπ’ αυτή την ιδιοκτησία καί δεν έχει κανένα συμφέρον να διατηρήσει με κάθε τρόπο την υπάρχουσα κοινωνία. Στό προλεταριάτο λείπει μόνο η συνείδηση της αποστολής του, οι γνώσεις και η φιλοσοφία. Καί θα γίνει άξονας όλου του απελευθερωτικου κινήματος, φτάνει μόνο να διαποτιστεί άπ’ αυτή τη συνείδηση, άπ’ αυτή τη φιλοσοφία, φτάνει να καταλάβει όλους τους ορούς της απελευθέρωσης του καί φτάνει να καταλάβει την τεράστια αποστολή πού έχει να εκπληρώσει.

Αυτή είναι η βασική ιδέα του Μαρξ, πού του ανήκει αποκλειστικά. Μόλο πού οί μεγάλοι ουτοπιστές — ό Σαίν-Σιμόν, ό Φουριέ, ό Όουεν, ιδιαίτερα ό τελευταίος - έστρεψαν ήδη την προσοχή τους στην «πολυαριθμότερη καί αθλιότερη» τάξη, στους προλετάριους, ωστόσο ξεκινούσαν ολοι από την πεποίθηση, οτι το προλεταριάτο δεν είναι παρά η πιο μαρτυρική καί πιο φτωχή τάξη, οτι έπρεπε να φροντίσουν γι αυτήν, κι ότι αυτό θα ‘πρεπε να το κάνουν οί άνωτερες, μορφωμένες τάξεις. Στήν αθλιότητα του προλεταριάτου έβλεπαν μόνο την αθλιότητα, καί δεν αντιλαμβάνονταν την επαναστατική πλευρά πού έκρυβε μέσα της αυτή η αθλιότητα, σαν προϊόν της αποσύνθεσης της αστικής κοινωνίας.

Πρώτος ό Μαρξ κατέδειξε, οτι το προλεταριάτο δεν είναι μόνο μια μαρτυρική τάξη, αλλά κι ένας ενεργητικός άγωνιστής ενάντια στην αστική κοινωνία, ότι αυτή η τάξη, εξαιτίας των όρων της ζωής της, θα μετατραπεί στη μοναδική επαναστατική τάξη της αστικής κοινωνίας.

Αυτή την ιδέα, πού ό Μαρξ τη διατύπωσε ήδη στίς αρχές του 1844, την ανέπτυξε σ’ ένα έργο πού έγραψε μαζί με τον Ένγκελς. Όνομάζεται Η Αγια Οικογένεια καί στρέφεται ενάντια στους πρωην συμμαθητές, τους αδερφούς Μπάουερ. Σ’ αυτό το βιβλίο ό Μαρξ σαρκάζει με τον πιο φαρμακερό τρόπο ολες τις προσπάθειες των γερμανών διανοούμενοι ν’ αποτραβηχτούν από το προλεταριάτο, ή να αρκεστούν σε αγαθοεργές ενώσεις, πού οφείλουν να ευεργετούν το προλεταριάτο. Ό Μαρξ εξηγεί γι’ άλλη μια φορά στη γερμανική διανόηση την επαναστατική σημασία του προλεταριάτου, πού λίγους μήνες πιο πρίν, στην εξέγερση των υφαντών της Σιλεσίας, είχε δείξει οτι, οταν πρόκειται για την προάσπιση των ζωτικών συμφερόντων του, δε σταματά ούτε μπροστά στην εξέγερση.

Ηδη σ’ αυτό το βιβλίο, ό Μαρξ βάζει τις βάσεις καί για την παραπέρα ανάπτυξη της καινούργιας κοσμοθεωρίας του. Το προλεταριάτο είναι μια ιδιαίτερη τάξη, γιατί η ίδια η κοινωνία μέσα στην οποία ζεί, είναι μια ταξική κοινωνία. Αντίπαλος του προλεταριάτου είναι η αστική τάξη. Τον εργάτη τον εκμεταλλεύεται ό καπιταλιστής. Κι εδώ γεννιέται ένα καινούργιο πρόβλημα. Από πού προέρχονται οί καπιταλιστές: Ποιοι λόγοι δημιούργησαν την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας άπ’ το κεφάλαιο;

Ηταν αναγκαίο να ερευνηθεί αυτή η κοινωνία, οί βασικοί νόμοι της ανάπτυξης καί της ύπαρξης της. Κι ό Μαρξ πάλι αφήνει μακριά πίσω του τον Φόϋερμπαχ, πού εντελώς γενικά και λίγο ενδιαφέρθηκε για το πρόβλημα της ανάπτυξης των κοινωνικών σχέσεων, καί πού στο ζήτημα αυτό βρισκόταν σημαντικά πιο πίσω από το δάσκαλο του τον Χέγκελ, ό οποίος - με τον ιδεαλιστικό τρόπο του - είχε ερευνήσει προσεχτικά τους νόμους της εξέλιξης της αστικής κοινωνίας.

Ό Μαρξ τονίζει ήδη σ αυτό το βιβλίο, οτι δε μπορούμε να καταλάβουμε τίποτα άπ’ την ιστορία μιας ορισμένης περιόδου, αν δέ γνωρίζουμε την κατάσταση της βιομηχανίας κι αν μας είναι άγνωστοι οί άμεσοι οροί της παραγωγής, οί υλικοί οροί της άνθρώπινης ζωής, οί σχέσεις πού δημιουργούνται ανάμεσα στους ανθρώπους, μέσα στη διαδικασία της ικανοποίησης των υλικών τους αναγκών.

Απ’ την εποχή αυτή ό Μαρξ αρχίζει να εργάζεται εντατικά πανω σ’ αυτό το πρόβλημα. Παρακάτω θα δούμε σε ποιο συμπέρασμα έφτασε στη διάρκεια των επόμενων 2 χρόνων, πριν ακόμα από την επανάσταση του 1848. Ρίχνεται στη μελέτη της πολιτικής οικονομίας, για να καταλάβει καλύτερα ολόκληρο το μηχανισμό των οικονομικών σχέσεων της σύγχρονης κοινωνίας.

Ό Μαρξ όμως δεν ήταν μόνο ένας φιλόσοφος, πού ήθελε να εξηγήσει τον κόσμο, ήταν ένας επαναστάτης πού προσπαθούσε να τον αλλάξει. Η θεωρητική του δουλιά συμβάδιζε με την πρακτική.

Την επόμενη φορά θα μάθετε, πώς μέσα σε δυόμισι χρόνια, μέσα σ’ έναν ανελέητο αγώνα ανάμεσα σε διάφορες ομάδες, δημιούργησε μαζί με τον Ενγκελς την οργάνωση, πού μ’ εντολή της συνέταξαν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο: την Ένωση των Κομμουνιστών.