Κριτική των απόψεων για την ιστορία της Ενωσης των Κομμουνιστών - Ό Μαρξ σαν οργανωτής - Η διαμάχη με τον Βάιτλινγκ — Η ιδρυση της Ενωσης των Κομμουνιστών — Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο - Η πολεμική με τον Προυντόν.
Την τελευταία φορά υποσχέθηκα, να εξετάσω τη δραστηριότητα του Μαρξ, στο βαθμό πού συμμετείχε στη δημιουργία της Ένωσης των Κομμουνιστών, κατ’ εντολή της όποιας γράφτηκε το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σάς υποσχέθηκα, ότι θα σας παρουσιάσω τη βιογραφία του Μαρξ και του Ένγκελς, χρησιμοποιώντας τη δική τους μέθοδο. Τώρα λοιπόν, αφού εξέτασα όλα τα στοιχεία, πού υπάρχουν στα έργα του Μαρξ καί του Ένγκελς για το πρόβλημα τής ιστορίας της Ένωσης των Κομμουνιστών, κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι τα στοιχεία του Μαρξ καί του Ένγκελς για το πρόβλημα αυτό, δεν αντέχουν σε μια σοβαρή ανάλυση. Ό Μαρξ μόνο μια φορά στη ζωή του ασχολήθηκε μ’ αυτή την ίστορία, σ’ ένα άπ’ τα έργα του, πού είναι πολύ λίγο γνωστό. Είναι ό Κύριος Φόγκτ - βιβλίο πού δημοσιεύτηκε το 1860. Ό Μαρξ πέφτει εκεί σε μια σειρά από λάθη. Συνήθως όμως μαθαίνουμε την ίστορία της Ένωσης των Κομμουνιστών, χάρη σε μια μικρή μελέτη πού έγραψε ό Ένγκελς το 1885. Να πώς μας παρουσιάζει την υπόθεση ό Ένγκελς στο πολύ βιαστικά γραμμένο κείμενο του: υπήρχαν κάποτε ό Μαρξ κι ό Ένγκελς, δυο γερμανοί φιλόσοφοι καί πολιτικοί, πού αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία . έζησαν στη Γαλλία, έζησαν στη Γερμανία, κι έγραψαν σοφά βιβλία, πού τράβηξαν την προσοχή των διανοούμενων καί αργότερα πέρασαν στα χέρια των εργατών. Καί κει, μια ωραία μέρα, οί εργάτες στράφηκαν σ’ αυτούς του δυο λόγιους, πού κάθονταν στο σπουδαστήριο τους χωρίς ν’ ανακατεύονται μ’ όλη τη βρώμικη πρακτική δουλιά αλλά περιμένοντας - όπως αρμόζει στους φύλακες της επιστημονικής σκέψης - να ‘ρθουν οί εργάτες να τους βρουν. Καί περίμεναν μέχρι τη μέρα εκείνη: οί εργάτες ήρθαν καί προσκάλεσαν τον Μαρξ καί τον Ένγκελς να προσχωρήσουν στην Ένωση τους. Αυτοί δήλωσαν πώς θα προσχωρούσαν μόνο με τον όρο να γίνει δεκτό το πρόγραμμα τους. Οί εργάτες συμφώνησαν, οργάνωσαν την Ένωση των Κομμουνιστών, καί αμέσως ανέθεσαν στον Μαρξ καί τον Ένγκελς να γράψουν το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οί εργάτες πού το ‘καναν αυτό, ανήκαν στην «Ένωση των Δίκαιων», για την οποία σας μίλησα στην πρώτη μου διάλεξη, σε συσχετισμό με την ίστορία του εργατικού κινήματος στη Γαλλία καί την Αγγλία. Σάς είχα πει, οτι αυτή η «Ένωση των Δίκαιων» είχε σχηματιστεί στο Παρίσι, καί μετά άπ’ την αποτυχημένη προσπάθεια εξέγερσης των μπλανκιστών, στίς 12 Μάη του 1839, είχε υποστεί μεγάλες διωξεις. Είπα ακόμα, ότι μετά την ήττα αύτη, τα μέλη της Ένωσης κατέφυγαν στο Λονδίνο. Ανάμεσα τους ήταν κι ό Σάπερ, που το Φλεβάρη του 1840 είχε ιδρύσει την «Εργατική Μορφωτική Ένωση».
Οι ιστορικοί της Διεθνούς, όπως ό Μέρινγκ καί ό Στέκλωφ, ίσαμε τώρα έχουν επαναλάβει πάντα μόνο αυτό πού μας διηγείται ό ίδιος ό Ένγκελς. Εμείς έχουμε, άλλες πληροφορίες, πού καθόλου δε συμφωνούν με την παραπάνω εξιστόρηση. Αντίθετα, μόλις ό Μαρξ κατάλαβε ότι, όποιος θεωρεί αναγκαίο να μεταβάλει ριζικά την υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, δε μπορεί να στηριχτεί παρά μόνο στην εργατική τάξη, το προλεταριάτο, πού μέσα στην ίδια του την ύπαρξη βρίσκει όλα τα κίνητρα, κάθε κέντρισμα για την πάλη του ενάντια σ’ αύτη την τάξη πραγμάτων - μόλις ό Μαρξ κατέληξε σ’ αύτη την άποψη, μπήκε μέσα στους κύκλους των εργατών, πάσχισε μαζί με το φίλο του να φτάσει παντού, να είσχωρήσει σ’ όλες τις οργανώσεις, όπου οί εργάτες αυτοί ήταν ήδη εκτεθειμένοι σ’ άλλες επιρροές. Καί υπήρχαν ήδη από τότε τέτοιες οργανώσεις. Ας στραφούμε τώρα σ’ αυτές.
Στήν παρουσίαση της ιστορίας του εργατικού κινήματος, σταμάτησα στίς αρχές της δεκαετίας του 1840. Μετά την καταστροφή το Μάη του 1839, η «Ένωση των Δίκαιων» έπαψε να λειτουργεί σαν κεντρικό όργανο. Τουλάχιστον από το 1840, δε συναντάμε πια κανένα ίχνος ύπαρξης ή δραστηριότητας της ένωσης σαν τέτοιας. Απέμειναν μόνο μεμονωμένοι όμιλοι, πού είχαν οργανωθεί από πρώην μέλη της «Ένωσης των Δίκαιων». Για έναν άπ’ αυτούς τους ομίλους, πού ιδρύθηκε στο Λονδίνο, έχουμε ήδη μιλήσει.
Αλλα μέλη της «Ένωσης των Δίκαιων» κατέφυγαν στην Ελβετία. Ανάμεσα τους τη μεγαλύτερη επιρροή την είχε ό Βίλχελμ Βάιτλινγκ. Ό Βάιτλινγκ, ράφτης στο επάγγελμα, ήταν ένας άπ’ τους πρώτους γερμανούς επαναστάτες άπ’ τον κύκλο των χειροτεχνών-προλετάριων. Όπως πολλοί γερμανοί χειροτέχνες αυτής της εποχής, περιφερόταν άπ’ τη μια πόλη στην άλλη, καί ήδη το 1835 έφτασε στο Παρίσι, όπου ωστόσο εγκαταστάθηκε μόνιμα μόλις το 1837. Εκεί έγινε μέλος της «Ένωσης των Δίκαιων», καί γνώρισε τίς θεωρίες του Λαμερναί, ενός εκπρόσωπου του χριστιανικού σοσιαλισμού, του Σαίν-Σιμόν καί του Φουριέ. Εκεί συνάντησε καί τον Μπλανκί καί τους οπαδούς του. Γύρω στα τέλη του 1838 έγραψε, κατ’ εντολή των συντρόφων του, τη μπροσούρα Η Ανθρωπότητα Οπως Είναι κι Οπως θα ‘πρεπε να Είναι, στην οποία προάσπιζε ήδη τίς ίδέες του κομμουνισμού.
Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να κάνει προπαγανδιστική δουλιά ανάμεσα στους ίδιους τους έλβετούς, άρχισε με μερικούς συντρόφους του να οργανώνει ομίλους ανάμεσα στους γερμανούς εργάτες καί εξόριστους, καταρχή στη γαλλική κι αργότερα καί στη γερμανική Ελβετία. Το 1842 δημοσίευσε το κυριότερο έργο του, Οί Εγγυήσεις της Αρμονίας καί της Ελευθερίας. Σ’ αυτό ανέπτυσσε διεξοδικότερα τίς απόψεις του, πού τίς είχε διατυπώσει ήδη το 1838.
Δε θα σταθώ στην έκθεση των απόψεων του. Από άλλους ουτοπιστές της εποχής του ξεχώριζε — καί σ’ αυτό φαινόταν η επίδραση του Μπλανκί — γιατί δεν πίστευε σ’ ένα ειρηνικό πέρασμα στον κομμουνισμό με την πειθω. Απεναντίας, η καινούργια κοινωνία, πού το σχέδιο της ό Βάιτλινγκ το είχε επεξεργαστεί σ’ όλες του τίς λεπτομέρειες, μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο με τη χρήση βίας. Όσο πιο γρήγορα καταστρέψουμε την υπάρχουσα κοινωνία, τόσο πιο γρήγορα θ’ απελευθερώσουμε το λαό. Το καλύτερο μέσο γι’ αυτό, είναι να εξωθήσουμε την κρατούσα αταξία μέχρι τα άκρα. Όσο πιο οδυνηρά γινόταν κάτι τέτοιο, τόσο το καλύτερο θα ήταν! Το πιο ελπιδοφόρο επαναστατικό στοιχείο, πού θά μπορούσε ν’ ανατρέψει αυτή την κοινωνία ήταν, κατά τον Βάιτλινγκ, οί «αντικοινωνικοί», το κουρελοπρολεταριάτο, ακόμα κι οί ληστές.
Στήν Ελβετία γνωρισε τον Βάιτλινγκ καί τη θεωρία του κι ό δικός μας ό Μπακούνιν. Από τότε κιόλας αφομοίωσε μερικές άπ’ τίς ιδέες πού εκθέσαμε παραπάνω. Όταν, την άνοιξη του 1834, ό Βάιτλινγκ πιάστηκε στο Παρίσι καί ασκήθηκε εναντίον του καί εναντίον των οπαδών του δίωξη, είχε εκτεθεί κι ό Μπακούνιν, πού άπ’ την εποχή εκείνη έγινε πρόσφυγας. Μετά την αποφυλάκιση του, ό Βάιτλινγκ απελάθηκε στη Γερμανία, κι έπειτα από πολλές κακουχίες κατόρθωσε να φτάσει στο Αμβούργο, κι από κεί να περάσει στο Λονδίνο, όπου τον υποδέχτηκαν θριαμβευτικά.
Προς τιμή του διοργανωθηκε μια μεγάλη συγκέντρωση, στην οποία μαζί με τους άγγλους σοσιαλιστές καί χαρτιστές πήραν μέρος γερμανοί καί γάλλοι εξόριστοι. Ηταν η πρωτη διεθνής συγκέντρωση στο Λονδίνο. Εδωσε στον Σάπερ την ευκαιρία να όργανωσει τον Οκτώβρη του 1844 μια διεθνή εταιρία, με την ονομασία «Εταιρία των Δημοκρατικών Φίλων των Λαών». Αυτή, έβαλε σκοπό της τη συνένωση των επαναστατών κάθε εθνικότητας, την ενίσχυση της άδερφοσύνης ανάμεσα στους διάφορους λαούς, την κατάκτηση κοινωνικών καί πολιτικών δικαιωμάτων. Επικεφαλής της εταιρίας ήταν ό Σάπερ καί οί κοντινοί του φίλοι.
Ο Βάιτλινγκ, πού έμεινε σχεδόν μισό χρόνο στο Λονδίνο, ασκούσε στην αρχή μεγάλη επιρροή ακόμα καί μέσα στην Εργατική Ένωση του Λονδίνου, όπου διεξάγονταν παθιασμένες συζητήσεις για όλα τα θέματα πού σχετίζονταν με την επίκαιρη κατάσταση. Πολύ σύντομα ωστόσο αναγκάστηκε να παραδεχτεί, ότι είχε ν’ αντιμετωπίσει μια ισχυρή αντιπολίτευση. Οί παλιοί του σύντροφοι, όπως ό Σάπερ, ό Μπάουερ καί ό Μόλ, κατά το διάστημα του χωρισμού, είχαν γνωρίσει καλά το αγγλικό εργατικό κίνημα καί τη θεωρία του Όουεν.
Όπως είδαμε, για τον Βάιτλινγκ το προλεταριάτο δεν ήταν μια ιδιαίτερη τάξη με ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντα. Το προλεταριάτο ήταν μόνο ένα τμήμα του φτωχου, καταπιεσμένου πληθυσμού: άπ’ αυτούς τους φτωχούς όμως ξεχώριζε το κουρελοπρολεταριάτο, σαν το πιο επαναστατικό, κατά την άποψη του, στοιχείο. Εξακολουθούσε να πιστεύει την ιδέα του, ότι οί ληστές κι οί κακούργοι είναι ένα άπ’ τα πιο ελπιδοφόρα στοιχεία στην πάλη ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνία. Στήν προπαγάνδα δεν έδινε καμιά άπολύτως σημασία. Τη μελλοντική κοινωνία τη φανταζόταν σαν κομμουνιστική κοινωνία, πού θα τη διευθύνε μια ομάδα σοφών ανθρώπων. Και για να τραβήξει τίς μάζες στο πλευρό του, θεωρούσε αναγκαίο να καταφύγει σ’ ένα θρησκευτικό στοιχείο, κάνοντας το Χριστό προφήτη του κομμουνισμού καί παρουσιάζοντας τον κομμουνισμό σαν έναν αρχέγονο χριστιανισμό, απελευθερωμένο από όλες τίς κατοπινές προσμίξεις.
Για να καταλάβουμε καλύτερα τίς συγχίσεις πού δημιουργήθηκαν αργότερα ανάμεσα σ’ αυτόν καί τους Μαρξ καί Ένγκελς, πρέπει να θυμηθούμε ότι ό Βάιτλινγκ ήταν ένας πολύ προικισμένος εργάτης καί αυτοδίδακτος αγωνιστής, πού διέθετε ένα όχι συνηθισμένο λογοτεχνικό ταλέντο, αλλά ωστόσο συγκέντρωνε όλα τα ελαττώματα των αυτοδίδακτων. Η Ρωσία μας είναι γεμάτη από τέτοιους αυτοδίδακτους, καί σίγουρα θα τους έχετε συναντήσει αρκετές φορές.
Ό αυτοδίδακτος αποβλέπει πάντα, όπως λένε, να ψαρέψει άπ’ το δικό του κεφάλι κάτι εξαιρετικά καινούργιο, ν’ ανακαλύψει κάποια μεγαλοφυή μηχανή, καί στην προσπάθεια του αυτή καταλήγει συχνά, με μεγάλη σπατάλη δυνάμεων, ν’ ανακαλύπτει μια από καιρό ανακαλυμμένη Αμερική. Ό αυτοδίδακτος μπορεί να επιδιώξει ν’ ανακαλύψει κάποιο αεικίνητο ή κάποιο μαγικό αντικείμενο, πού με τη βοήθεια του μπορεί κανείς να γίνει άπ’ τη μια στιγμή στην άλλη σοφός. Κι ό Βάιτλινγκ ανήκε σ’ αυτό το είδος των αυτοδίδακτων. Ήθελε να επινοήσει μια ειδική θεωρία, πού θα έδινε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αφομοιώνει σε ελάχιστο χρόνο κάθε επιστήμη. Είναι χαρακτηριστικό, ότι αυτό το πρόβλημα επιδίωξε να το λύσει κι άλλος ένας έργάτης-αυτοδίδακτος. πού θα τον συναντήσουμε παρακάτω, δηλαδή ό Προυντόν. Στόν Βάιτλινγκ ήταν μερικές φορές δύσκολο να τεκμηριώσει κανείς τί εκτιμούσε περισσότερο: τον κομμουνισμό ή την οικουμενική γλώσσα. Σάν γνήσιος προφήτης δεν ανεχόταν καμιά απολύτως κριτική, καί έτρεφε ξέχωρη δυσπιστία απέναντι στους λόγιους των βιβλίων, πού άντιμετωπιζαν με σκεπτικισμό τη μονομανία του.
Ωστόσο το 1844 ό Βάιτλινγκ ανήκε στην ομάδα των πιο λαοφιλών καί γνωστών ανθρώπων, όχι μόνο ανάμεσα στους εργάτες, αλλά κι ανάμεσα στους γερμανούς διανοούμενους.
Έχουμε μια χαρακτηριστική περιγραφή της συνάντησης του διάσημου ράφτη με το διάσημο ποιητή Χάινε, πού προέρχεται άπ’ τον τελευταίο:
Εκείνο πού πλήγωσε περισσότερο την περηφάνια μου, ήταν η ολική έλειψη σεβασμού του νεαρού την ώρα πού μου μίλαγε. Φορούσε την τραγιάσκα του, κι ενώ εγώ στεκόμουν όρθιος μπροστά του, αυτός καθότανε πάνω σ’ ένα μικρό ξύλινο πάγκο, κρατώντας με το ένα χέρι το ανασηκωμένο δεξί πόδι του, έτσι πού με το γόνατο του άγγιζε σχεδόν το πηγούνι του. με τ’ άλλο χέρι έτριβε συνέχεια αυτό το πόδι πάνω στο γόνατο. Στήν αρχή νόμισα πώς αυτή η ασεβής στάση οφειλόταν στίς καθιστικές συνήθειες του επαγγέλματος του. Ωστόσο μ’ έβγαλε άπ’ την πλάνη μου, όταν τον ρώτησα γιατί τρίβει συνέχεια με τον τρόπο πού προανέφερα το πόδι του. Μου είπε δηλαδή, με εντελώς αδιάφορο τόνο, σαν να επρόκειτο για το πιο συνηθισμένο πράγμα, ότι στις διάφορες φυλακές πού είχε κλειστεί, τον είχαν αλυσοδεμένο. κι επειδή μερικές φορές, ό σιδερένιος κρίκος πού έδενε το πόδι του ήταν πολύ στενός, του έμεινε στο σημείο εκείνο μια φαγούρα, πού τον έκανε να ξύνεται... Ναί. ομολογώ πώς τραβήχτηκα λίγα βήματα πίσω, όταν ό ράφτης μου μίλησε με την αποκρουστική οικειότητα του για τίς αλυσίδες, πού τον έδεναν κάποτε οί γερμανοί δεσμοφύλακες, όταν ήταν στη φυλακή.4
Μολονότι η περιγραφή αυτή δε μας κάνει ιδιαίτερα συμπαθή τον Χάινε, βλέπουμε ωστόσο ότι ό Βάιτλινγκ έκανε βαθιά εντύπωση στον κακομαθημένο άπ’ τους θαυμαστές του ποιητή. Ό επαναστάτης μπορούσε ν’ αναγνωρίσει εύκολα τον Χάινε σαν μεγάλο δάσκαλο της λογοτεχνίας καί της τέχνης, πού εξετάζει με περιέργεια, όχι όμως καί χωρίς απέχθεια, τον τύπο του αγωνιστή πού του είναι ξένος. Με την ίδια αλαζονική περιέργεια εξέταζαν κάποτε κι οί δικοί μας ποιητές κάποιο μέλος μιας επαναστατικής ομάδας ή ένα μπολσεβίκο. Αλλιώς συμπεριφερόταν ένας διανοούμενος όπως ό Μαρξ. Γι’ αυτόν ό Βάιτλινγκ ήταν ένας προικισμένος εκπρόσωπος των επιδιώξεων του ίδιου του προλεταριάτου, πού την ιστορική αποστολή του είχε μόλις διατυπώσει. Πριν γνωριστεί μαζί του, έγραφε για τον Βάιτλινγκ τα παρακάτω:
Ποιο έργο θα ‘χε να επιδείξει η αστική τάξη, μαζί καί οί φιλόσοφοι καί οί λόγιοι της. απέναντι στο έργο του Βάιτλινγκ Εγγυήσεις της Αρμονίας καί της Ελευθερίας, σχετικά με τη χειραφέτηση της αστικής τάξης - την πολιτική χειραφέτηση; Αν συγκρίνει κανείς την πλαδαρή καί άτολμη μετριότητα της γερμανικής πολιτικής βιβλιογραφίας μ’ αυτό το τεράστιο καί λαμπρό λογοτεχνικό ξεκίνημα των γερμανών εργατών αν κανείς συγκρίνει αυτές τίς γιγάντιες παιδικές μπότες του προλεταριάτου με τα μικροσκοπικά πολιτικά παπούτσια της γερμανικής αστικής τάξης, τότε θα υποχρεωθεί να προφητέψει ένα αθλητικό παράστημα για τη γερμανική Σταχτοπούτα.5
Είναι απόλυτα φυσικό, ό Μαρξ κι ό Ένγκελς να επιζητήσουν να γνωριστούν με τον Βάιτλινγκ. Ξέρουμε, ότι ήδη τό καλοκαίρι του 1845 — την εποχή αυτή ό Βάιτλινγκ ζούσε ακόμα στο Λονδίνο - οι δυο φίλοι, στη διάρκεια του σύντομου ταξιδιού τους στην Αγγλία, γνωρίστηκαν με τους άγγλους χαρτιστές καί τους γερμανούς εξόριστους. Το αν συνάντησαν καί τον Βάιτλινγκ, δεν το ξέρουμε με σιγουριά. Σέ στενές σχέσεις μαζί του ήρθαν μόλις στίς αρχές του 1846, όταν ό Βάιτλινγκ ήρθε στίς Βρυξέλες, όπου είχε εγκατασταθεί ό Μαρξ, όταν στίς αρχές του 1845 τον απέλασαν άπ’ τη Γαλλία. Ό Μαρξ ήταν τότε ήδη χωμένος μέχρι το λαιμό στην οργανωτική δουλιά. Οί Βρυξέλες πρόσφεραν μεγάλες δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Το Βέλγιο ήταν η ενδιάμεση χώρα, ανάμεσα στη Γαλλία καί στη Γερμανία. Οί γερμανοί εργάτες καί διανοούμενοι πού πήγαιναν στο Παρίσι, περνούσαν πάντα μερικές μέρες στίς Βρυξέλες. Από εκεί έμπαζαν λαθραία καί τα παράνομα βιβλία σ’ ολόκληρη τη Γερμανία. Άνάμέσα στους εργάτες, πού είχαν εγκατασταθεί προσωρινά στίς Βρυξέλες, υπήρχαν μερικοί πολύ προικισμένοι άνθρωποι.
Ετσι ό Μαρξ μπόρεσε, από πολύ νωρίς, να προπαγανδίσει την ιδέα, να συγκληθεί ένα συνέδριο όλων των κομμουνιστών, για να δημιουργηθεί η πρωτη οργάνωση πού θα συσπείρωνε όλες τίς κομμουνιστικές δυνάμεις. Θα πραγματοποιούνταν στη βελγική πόλη Βερβιέ. πού βρισκόταν κοντά στα γερμανικά σύνορα, κι οπού μπορούσαν εύκολα να έρθουν οί γερμανοί κομμουνιστές. Δε μπόρεσα να εξακριβώσω με σιγουριά, αν πραγματικά έγινε αυτό το συνέδριο. Ωστόσο ό Μαρξ είχε κάνει όλες τίς προετοιμασίες, πολύ πριν - σύμφωνα με τα λόγια του Ένγκελς - έρθουν σ’ αυτόν άπ’ το Λονδίνο εκπρόσωποι από την «Ενωση των Δίκαιων» καί τον προσκαλέσουν να προσχωρήσει σ’ αυτήν.
Ό Μαρξ κι ό Ένγκελς θεωρούσαν εξαιρετικά σημαντικό, να κερδίσουν και τους κύκλους πού βρίσκονταν κάτω άπ’ την ισχυρή επιρροή του Βάιτλινγκ. Γιαυτό επιδίωκαν με κάθε τρόπο να συμφωνήσουν πάνω σε μια κοινή βαση. Η υπόθεση όμως κατέληξε σε ρήξη. Χάρη σε μια ευτυχή σύμπτωση, η ιστορία αύτης της ρήξης μεταδόθηκε σε μας από ένα συμπατριώτη μας. Αυτός ό συμπατριώτης, ό ρώσος κριτικός Αννένκωφ, ήταν τότε θαυμαστής του Μαρξ, αλλά πολύ γρήγορα εγκατέλειψε κάθε επαναστατική τάση. Ακριβώς την άνοιξη του 1846 ήταν στίς Βρυξέλες, καί μας αφησε μια ενδιαφέρουσα περιγραφή, πού περιέχει αρκετές ψευτιές, αλλά πού έχει καί μια ορισμένη δόση αλήθειας. Περιγράφει μια συγκέντρωση, στην οποία έγινε μια έντονη συζήτηση ανάμεσα στον Μαρξ καί τον Βάιτλινγκ. Ο Μαρξ χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι καί φώναξε στον Βάιτλινγκ: «Η άγνοια ποτέ δε βοήθησε κανέναν».6 Τούτο είναι πολύ πιθανό, αν σκεφτούμε, ότι ό Βάιτλινγκ, όπως κι ό δικός μας ό Μπακούνιν, ήταν αντίθετος με την προπαγανδιστική προετοιμασία της επανάστασης, αφού ισχυριζόταν πως οί φτωχοί είναι πάντα έτοιμοι για την επανάσταση, ότι γιαυτό η επανάσταση μπορεί να γίνει οποιαδήποτε στιγμή, φτάνει να υπάρχουν οί αποφασιστικοί ήγέτες.
Απ’ το γράμμα του ίδιου του Βάιτλινγκ γι’ αυτή τη συγκέντρωση, γνωρίζουμε, ότι ό Μαρξ υποστήριξε τα παρακάτω σημεία: είναι απαραίτητο ένα ξεκαθάρισμα στίς γραμμές των κομμουνιστών. όλοι οί ανάξιοι θεωρητικοί πρέπει να υποβληθούν σε μια κριτική. ν’ αρνηθούν κάθε σοσιαλισμό πού στηρίζεται μόνο στα καλά αισθήματα- πριν απ’ την πραγμάτωση του κομμουνισμού πρέπει να προηγηθεί μια εποχή, πού την εξουσία θα την κατέχει η αστική ταξη.
Έτσι οί τοτινές διαφορές απόψεων ανάμεσα στον Μαρξ καί τον Ένγκελς άπ’ τη μια μεριά, καί στον Βάιτλινγκ άπ’ την άλλη, είναι σχεδόν όμοιες με τίς διαφορές απόψεων πού υπήρχαν για σαράντα χρόνια ανάμεσα στους ρώσους επαναστάτες.
Το Μάη του 1846 επήλθε η οριστική ρήξη. Ό Βάιτλινγκ έφυγε σύντομα, καί περνωντας πάλι άπ’ το Λονδίνο πήγε στην Αμερική, όπου έμεινε μέχρι την επανάσταση του 1848.
Ό Μαρξ κι ό Ένγκελς συνέχισαν το οργανωτικό τους έργο με τη βοήθεια άλλων συντρόφων, με τους όποιους είχαν αναπτύξει την εποχή εκείνη φιλικους δεσμούς. Στίς Βρυξέλες ίδρυσαν την «Εργατική Μορφωτική Ένωση», όπου ό Μαρξ έδινε διαλέξεις για τους εργάτες πάνω σε θέματα της πολιτικής οικονομίας. Εκτός άπ’ τους διανοούμενους, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν ό Βίλχελμ Βόλφ - ό Μαρξ του άφιέρωσε αργότερα τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου - ό Βέυντεμάγιερ καί άλλοι, στίς Βρυξέλες ζούσαν ό Στέφαν Μπόρν, ό Μπάλαου, ό Σάιλερ κι άλλοι έργάτες.
Ό Μαρξ κι ό Ένγκελς στηρίχτηκαν σ’ αυτή την οργάνωση καί προσπάθησαν, με τη βοήθεια συντρόφων πού είχαν φύγει άπ’ τίς Βρυξέλες, να πάρουν έπαφή καί να σταθεροποιήσουν την επικοινωνία τους με άλλους κύκλους, πού υπήρχαν στη Γερμανία, στο Λονδίνο, στο Παρίσι καί στην Έλβετία. Ό ίδιος ό Ένγκελς το πέτυχε αυτό στο Παρίσι. Σιγά σιγά ό αριθμός των οπαδών των απόψεων του Μαρξ καί του Ένγκελς μεγάλωνε. Τότε ό Μαρξ συνέλαβε το παρακάτω σχέδιο, για να συνενώσει όλα τα κομμουνιστικά στοιχεία. Σχεδίασε αύτη την οργάνωση, όχι πια σαν εθνική, όχι σαν καθαρά γερμανική, αλλά σαν διεθνή. Στήν αρχή ήταν απαραίτητο να δημιουργηθεί μια ομάδα, ένας πυρήνας από κομμουνιστές στίς Βρυξέλες, το Παρίσι, το Λονδίνο, πού είχαν ήδη πετύχει μια πλατιά συμφωνία. Σύμφωνα με το συλλογισμό του Μαρξ, αυτές οί ομάδες έπρεπε να σχηματίσουν επίτροπες, οί οποίες πάλι θα ‘πρεπε να διατηρούν σχέσεις με άλλες κομμουνιστικές οργανώσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο θα προετοιμάζονταν στενότερες επαφές μ’ άλλες χώρες, καί θα καλλιεργούνταν το έδαφος για τη μελλοντική διεθνή συνένωση τους. Αυτές οί επιτροπές έμελλε, σύμφωνα με την πρόταση του Μαρξ. να ονομαστούν κομμουνιστικές επιτροπές επικοινωνίας.
Την ιστορία του γερμανικού σοσιαλισμού καί του εργατικού κινήματος την έγραψαν λοιπόν λογοτέχνες καί δημοσιογράφοι, πού συχνά ήταν μέλη γραφείων ανταποκρίσεων καί γραφείων τύπου. Όλοι αυτοί εύκολα συμπέραναν, ότι οί επιτροπές αλληλογραφίας δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά συνηθισμένα γραφεία ανταποκρίσεων.
Αυτό λειτούργησε τότε με τον εξής τρόπο: ό Μαρξ κι ό Ένγκελς αποφάσισαν να ιδρύσουν στίς Βρυξέλες μια επιτροπή άνταποκρίσεων, άπ’ όπου έστελναν τυπωμένες ανταποκρίσεις. Η με τα λόγια του Μέρινγκ στο τελευταίο του έργο για τον Μαρξ:
Μιας καί ό Μαρξ κι ό Ένγκελς δεν είχαν κανένα δικό τους όργανο, προσπαθούσαν να καλύψουν οπως μπορούσαν αυτό το κενό, καταφεύγοντας σε τυπωμένες ή λιθογραφημένες επιστολές. Ταυτόχρονα προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν μόνιμους ανταποκριτές στα μεγάλα κέντρα όπου ζούσαν κομμουνιστές. Τέτοια γραφεία άνταποκρίσεων υπήρχαν στίς Βρυξέλες καί στο Λονδίνο, και σχεδιαζόταν η ίδρυση ενός γραφείου καί στο Παρίσι. Ό Μαρξ έγραψε στον Προυντόν καί τον παρακάλεσε να συνεργαστεί.
Εδώ αρκεί να διαβάσουμε προσεχτικά την απάντηση του Προυντόν, καί θα καταλάβουμε ότι επρόκειτο για κάτι πού δεν έχει καμιά απολύτως ομοιότητα μ’ ένα συνηθισμένο γραφείο ανταποκρίσεων. Κι αν σκεφτούμε ότι αυτή η ανταλλαγή επιστολών γινόταν το 1846, μπορούμε να συμπεράνουμε, πως πολύ πρίν έρθουν άπ’ το Λονδίνο για να προτείνουν στον Μαρξ να μπει στην «Ένωση των Δίκαιων», πού υπήρχε από πολύ καιρό, τόσο στις Βρυξέλες όσο και στο Παρίσι υπήρχαν ορισμένες οργανώσεις, πού η πρωτοβουλία για την ιδρυσή τους ξεκίνησε άναμφίβολα άπ’ τον Μαρξ.
Θυμηθείτε τώρα, τι σας εξιστόρησα για το σύλλογο αλληλογραφίας του Λονδίνου πού είχε ιδρυθεί το 1792 άπ’ τον Τόμας Χάρντυ. Παρόμοια όργάνωση αποτελούσαν εκείνες οι επίτροπες ανταποκρίσεων, πού οργανώθηκαν από τη Λέσχη των Γιακωβίνων, όταν της απαγορεύτηκε να ιδρύσει παραρτήματα στην επαρχία. Ετσι, έχοντας συγκρίνει ολα αυτά κατέληξα από καιρό στο συμπέρασμα ότι ο Μαρξ, όταν ίδρυσε τους συλλόγους του, είχε υπόψη του ακριβώς τις επίτροπες ανταποκρίσεων.
Και πράγματι, μέχρι το δεύτερο μισό του 1846, υπάρχει κιόλας στίς Βρυξέλες μια τέλεια οργανωμένη επιτροπή ανταποκρίσεων, πού παίζει το ρόλο μιας κεντρικής επιτροπής, στην οποία στέλνουν τις εκθέσεις τους οι άλλες επιτροπές. Περιλαμβάνει μερικές δεκάδες ανθρώπους, κι ανάμεσα τους μερικούς εργάτες. Υπάρχει ήδη η επιτροπή του Παρισιού, πού οργανώνεται άπ’ τον Ένγκελς, κι η οποία εργάζεται δραστήρια ανάμεσα στους γερμανούς χειροτέχνες. υπάρχει η επιτροπή του Λονδίνου, με επικεφαλής τον Σάπερ, τον Μπάουερ καί τον Μόλ: τον ίδιο Μόλ, πού ήρθε μισό χρόνο αργότερα στις Βρυξέλες, για να προτρέψει υποτίθεται τον Μαρξ, να γίνει μέλος της «Ενωσης των Δίκαιων». Οπως φαίνεται από ένα γράμμα (20 του Γενάρη 1847), πού το ανακάλυψα καί το παρέδωσα στον Μέρινγκ, ό Μόλ δεν ήρθε εκ μερους της «Ένωσης των Δίκαιων», αλλά της κομμουνιστικής επιτροπης ανταποκρίσεων του Λονδίνου, για να εκθέσει την κατάσταση στην επιτροπή του Λονδίνου.
Ετσι κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι η ιστορία για την ίδρυση της Ένωσης των Κομμουνιστών, πού καταγράφτηκε τόσο επιπόλαια άπ’ τον Ένγκελς καί μεταφέρεται σήμερα άπ’ το ενα βιβλίο στο άλλο, δεν είναι παρά ένα παραμύθι, πού δεν αντέχει στην ανάλυση. Η μεγάλη προπαρασκευαστική δουλιά, πού πραγματοποιήθηκε κυρίως άπ’ τον Μαρξ, θυμίζει σε πολλά σημεία τη δουλιά πού έκαναν επί πενήντα χρόνια οι πρώτοι ρώσοι σοσιαλδημοκράτες, όταν πάσχιζαν να συνενώσουν τις ήδη υπάρχουσες οργανώσεις, με μόνη διαφορά ότι τη θέση των επιτροπών αλληλογραφίας την πήραν οί οργανώσεις της Ίσκρα, τη θέση των διάφορων εργατικών συλλόγων, μέσα στους οποίους εργάζονταν οί πράκτορες των κομμουνιστών, την πήραν οί διάφορες ενώσεις καί επιτροπές, στίς οποίες πάσχιζαν να διεισδύσουν οί πράκτορες του «Κέντρου», για να τίς τραβήξουν με το μέρος τους.
Ολόκληρη αυτή την οργανωτική δουλιά του Μαρξ, οί ιστορικοί δεν την αντιλήφθηκαν διόλου. έτσι τον μετέτρεψαν σ’ έναν απλό στοχαστή του γραφείου. Παρέβλεψαν τον οργανωτικό ρόλο του Μαρξ πού είναι μια άπ’ τίς πιο ενδιαφέρουσες πλευρές της προσωπικότητας του. Αν όμως δε γνωρίσουμε το ρόλο πού έπαιξε ό Μαρξ - το τονίζω: ό Μαρξ, κι όχι ό Ένγκελς - ήδη στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1840, σαν ηγέτης καί εμπνευστής όλης αυτής της προπαρασκευαστικής δουλιάς, δε θα καταλάβουμε ούτε τον τεράστιο ρόλο πού έπαιξε αργότερα σαν οργανωτής στα χρόνια 1848 καί 1849 καί την εποχή της πρωτης Διεθνούς.
Ισως μετά το ταξίδι του Μόλ στίς Βρυξέλες, όταν ό Μαρξ είχε πειστεί πως η πλειοψηφία των κομμουνιστών του Λονδίνου είχε απελευθερωθεί απ’ την επίδραση του Βάιτλινγκ, ν’ αποφασίστηκε με πρωτοβουλία της επιτροπής των Βρυξελών, να συγκληθεί ένα συνέδριο στο Λονδίνο, πού θεωρούνταν ό πιο κατάλληλος τόπος. Αρχισε η συζήτηση, πού προηγήθηκε απ’ το συνέδριο, η πάλη των διάφορων τάσεων. Πιο έντονος από παντού ήταν ό αγώνας στο Παρίσι, όπου εργαζόταν ό Ένγκελς. Αν κανείς διαβάσει τίς επιστολές του από εκεί, αισθάνεται πως μεταφέρεται στο δικό μας κοντινό παρελθόν. Ό αγώνας των ομάδων πού περιγράφει, θυμίζει εκπληκτικά τη δική μας συζήτηση πάνω στα διάφορα προγράμματα. Η μια υποστηρίζεται άπ’ τον Γκρύν, έναν εκπρόσωπο του λεγόμενου γερμανικού ή «αληθινού» κομμουνισμού, για τον οποίο βρίσκουμε ένα μοχθηρό χαρακτηρισμό στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, η άλλη υποστηρίζεται απ’ τον Ένγκελς. Στόν αγώνα αυτό φρόντιζαν, όπως αρμόζει στους καλούς πρακτικούς, να μη χάσουν ουτε μια ψήφο - όπως ακριβώς συμβαίνει καί στίς δικές μας περιφερειακές κομματικές επιτροπές. Κι ακριβώς όπως ό δικός μας περιφερειακός εργάτης, έτσι κι ό Ένγκελς πίστευε πως πέτυχε, όπως ανακοινώνει θριαμβευτικά στην επιτροπή των Βρυξελών, μια μεγάλη νίκη, όχι μόνο όταν πέτυχε καταρχή να μεταπείσει τους ταλαντευόμενους, αλλά καί κάθε φορά πού «ξεγελούσε» κάποιον ή «έμπαζε» έξυπνα κάποιον άλλο στην οργάνωση.
Το καλοκαίρι του 1847 έγινε το συνέδριο στο Λονδίνο. Ό Μαρξ δεν ήταν παρων. Αντιπρόσωπος των Βρυξελών εμφανίστηκε ό Βίλχελμ Βόλφ. Ο Ένγκελς εκπροσωπούσε τους γάλλους κομμουνιστές. Οί αντιπρόσωποι δεν ήταν πολλοί, αυτό όμως δεν ανησύχησε κανέναν. Εσείς ξέρετε, σύντροφοι, πως, όταν το 1898 ιδρύθηκε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, στο συνέδριο του Μίνσκ, ήταν παρόντες συνολικά 9 ή 10 άνθρωποι - εκπρόσωποι από 3 ή 4 οργανώσεις.
Εκεί πήραν την άποφαση να συνενωθούν στην Ένωση των Κομμουνιστών. Αυτή δεν ήταν η αναδιοργανωμένη, παλιά «Ενωση των Κομμουνιστών», όπως διαβεβαιώνει ό Ένγκελς, πού ξέχασε πως ήταν ό εκπρόσωπος της επιτροπής ανταποκρίσεων του Παρισιού, πού την είχε οργανώσει ο ίδιος, ψηφίστηκε ένα καταστατικό, πού η πρωτη παράγραφος του διατύπωνε καθαρά καί απερίφραστα τη βασική ιδέα του επαναστατικού κομμουνισμού:
Σκοπός της Ενωσης είναι η ανατροπή της αστικής τάξης, η κυριαρχία του προλεταριάτου, η κατάργηση της παλιάς αστικής κοινωνίας πού στηρίζεται στίς ταξικές αντιθέσεις, καί η ίδρυση μιας νέας κοινωνίας χωρίς τάξεις καί χωρίς ατομική ιδιοκτησία.7
Το καταστατικό της οργάνωσης έγινε βέβαια δεκτό με την προϋπόθεση, ότι θα εξεταζόταν ακόμα άπ’ τίς επιμέρους επιτροπές για ν’ αποφασιστεί στό επόμενο συνέδριο με όλες τίς απαραίτητες βελτιώσεις.
Σαν βαση της οργάνωσης έγινε δεκτή η αρχή του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» - μια ονομασία πού τη γνωρίζουμε άπ’ τίς συζητήσεις μας. Απ’ τα μεμονωμένα μέλη ζητήθηκε ν’ αναγνωρίσουν τον κομμουνισμό καί να ζουν σύμφωνα με τους σκοπούς της Ένωσης. Μια ορισμένη ομάδα μελών αποτελούσε τη βασική μονάδα της οργάνωσης, το κύτταρο της. Έφερε το όνομα κοινότητα. Άπ’ αυτήν σχηματίζονταν κατόπιν οί περιφέρειες με τίς περιφερειακές επιτροπές τους. Οί διάφορες περιφέρειες μιας χώρας υπάγονταν σε μια ιδιαίτερη κεντρική περιφερεια, πού οί εξουσίες της εκτείνονταν σ’ ολόκληρη τη χώρα. Καί οί κεντρικές περιφέρειες αυτές ήταν υποχρεωμένες να λογοδοτούν στην Κεντρική Επιτροπή.
Γενικά αυτή η οργάνωση έγινε αργότερα το πρότυπο για όλα τα κομμουνιστικά κόμματα της εργατικής τάξης στα πρώτα στάδια της άνάπτυξής τους. Είχε μια ίδιομορφία πού χάθηκε αργότερα, μολονότι τη συναντάμε ακόμα στους γερμανούς συντρόφους μέχρι τίς αρχές της δεκαετίας του 1870. Η Κεντρική Επιτροπή της Ενωσης των Κομμουνιστών δεν εκλέγονταν ονομαστικά στο συνέδριο. Οί εξουσίες της. σαν ανώτατου διοικητικού κέντρου, μεταβιβάστηκαν στην περιφερειακή επιτροπή της πόλης, πού είχε καθοριστεί άπ’ το συνέδριο σαν έδρα της Κεντρικής Επιτροπής. Ετσι, αν το συνέδριο καθόριζε το Λονδίνο, η Κεντρική Επιτροπή πού αποτελούνταν από πέντε τουλάχιστο μέλη, εκλέγονταν απ’ την οργάνωση αυτής της περιφέρειας. Αυτή η διαδικασία εξασφάλιζε μια στενή επικοινωνία με τη μεγάλη εθνική οργάνωση. Τον τύπο αυτό της οργάνωσης τον συναντάμε αργότερα στους γερμανούς: στην ίδια τη Γερμανία καθώς και στην Ελβετία. Σ’ αυτούς η Κεντρική Επιτροπή συνδεόταν πάντα με μια ορισμένη πόλη, πού προσδιοριζόταν στο συνέδριο καί έφερε το όνομα «ηγετική» πόλη, πόλη της πρωτοπορίας.
Στό συνέδριο αποφασίστηκε επίσης, να προχωρήσουν στην επεξεργασία του σχεδίου ενός κομμουνιστικού «πιστεύω», πού θα γινόταν το πρόγραμμα της Ένωσης. Οί επιμέρους περιφέρειες θα παρουσίαζαν τα σχέδια τους στο επόμενο συνέδριο. Πέρα άπ’ αυτό, αποφασίστηκε ν’ αρχίσουν με την έκδοση ενός λαϊκού περιοδικού. Αυτό το περιοδικό είναι το πρώτο εργατικό όργανο πού ξέρουμε, το οποίο πήρε ανοιχτά το χαρακτηρισμό «κομμουνιστικό». Στήν πρώτη σελίδα του υπάρχει το σύνθημα — πού εμφανίστηκε μισό χρόνο πρίν άπ’ τη δημοσίευση του Κομμουνιστικου Μανιφέστου: «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!»
Το περιοδικό κυκλοφόρησε μόνο μια φορά. Τα άρθρα γράφτηκαν καί στοιχειοθετήθηκαν κυρίως άπ’ τους εκπροσώπους της Ένωσης των Κομμουνιστών πού ζούσαν στο Λονδίνο. Υπάρχει ένα κύριο άρθρο, πού είναι γραμμένο με πολύ εκλαϊκευτικό τρόπο. Με απλές εκφράσεις επισημαίνει τίς ιδιομορφίες της καινούργιας κομμουνιστικής οργάνωσης, πού ξεχωρίζει από τίς οργανώσεις του Βάιτλινγκ κι άπ’ τίς γαλλικές οργανώσεις. Για την «Ένωση των Δίκαιων» δεν υπάρχει ούτε μια λέξη. Ενα ειδικό άρθρο είναι αφιερωμένο στο γάλλο κομμουνιστή Κάμπε, το συγγραφέα της γνωστής ουτοπίας Ταξιδι στην Ικαρία. Το 1847, ό Κάμπε ανέπτυξε μια έντονη προπαγανδιστική δραστηριότητα, με σκοπό να μαζέψει ανθρώπους πού θα ‘θελαν να μεταναστεύσουν στην Αμερική, για να δημιουργήσουν έκει πάνω σε παρθένο έδαφος μια κομμουνιστική αποικία, σαν εκείνη πού είχε περιγράψει στο μυθιστόρημα του Ικαρία. Πήγε μάλιστα στο Λονδίνο, για να κερδίσει τους έκει κομμουνιστές με το μέρος του. Το άρθρο υποβάλλει το σχέδιο αυτό σε μια διεξοδική κριτική καί συνιστά στους εργάτες, να μην εγκαταλείψουν την Ευρώπη, γιατί ό κομμουνισμός θα εγκαθιδρυθεί πρώτα στην Ευρώπη. Υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο άρθρο που καθώς πιστεύω, συντάχθηκε άπ’ τον Ένγκελς. Το περιοδικό τελειώνει με μια πολιτική καί κοινωνική επισκόπηση, πού προέρχεται αναμφίβολα άπ’ τον αντιπρόσωπο της επιτροπής των Βρυξελών, τον Βίλχελμ Βόλφ.
Στά τέλη Νοέμβρη του 1847 έγινε το 2ο συνέδριο στο Λονδίνο. Αυτή τη φορά ό Μαρξ ήταν παρών. Προτού ακόμα ξεκινήσει για το Λονδίνο, ό Ένγκελς του είχε γράψει άπ’ το Παρίσι, πως είχε καταλήξει στο σχέδιο μιας κατήχησης ή «πιστεύω», πού έκρινε όμως πιο σκόπιμο να το ονομάσει Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Πιθανόν ό Μαρξ να έφερε στο συνέδριο θέσεις πού είχε επεξεργαστεί ό ίδιος. Φυσικά τα πράγματα δεν πήγαν τόσο ήρεμα, όπως μας τα παρουσιάζει ό Στέκλωφ. Στό συνέδριο έγιναν σφοδρές συζητήσεις. Οί συγκρούσεις βάστηξαν αρκετές μέρες, κι ό Μαρξ κόπιασε πολύ να πείσει την πλειοψηφία για την ορθότητα του νέου προγράμματος. Αυτό έγινε δεκτό στις βασικές του γραμμές, καί το συνέδριο ανέθεσε στον Μαρξ, να γράψει στ’ όνομα της Ενωσης των Κομμουνιστών όχι μια διακήρυξη πίστης, αλλά ένα Μανιφέστο, όπως το είχε προτείνει ό Ένγκελς. Αυτό είναι απαραίτητο να τονιστεί. Στή σύνταξη του Μανιφέστου ό Μαρξ χρησιμοποίησε βέβαια καί το σχέδιο του Ένγκελς. Την πολιτική ευθύνη απέναντι στην Ένωση για το Μανιφέστο την έφερε όμως μόνο αυτός. Κι αν το Μανιφέστο δίνει την εντύπωση ενός αρμονικού κι ομοιόμορφου μνημείου, αυτό συμβαίνει χάρη στο γεγονός, ότι το συνέταξε μόνος του ό Μαρξ. Περάσανε φυσικά συλλογισμοί, πού τους επεξεργάστηκαν από κοινού ό Μαρξ κι ό Ένγκελς, το βασικό του πνεύμα όμως ανήκει αποκλειστικά στον Μαρξ, πράγμα πού το τόνιζε πάντοτε κι ό ίδιος ό Ένγκελς:
Ο διαφανής βασικος συλλογισμός του μανιφέστου: ότι η οικονομική παραγωγή καί η κοινωνική διάρθρωση της κάθε εποχής πού ακολουθεί αναγκαστικά άπ’ την πρώτη, αποτελεί το θεμέλιο για την πολιτική καί πνευματική ζωή αυτής της εποχής. ότι επομένως (από τότε πού αποσυντέθηκε η αρχέγονη κοινοτική ιδιοκτησία της γης) ολόκληρη η ιστορία υπήρξε μια ιστορία ταξικών αγώνων, άγωνων ανάμεσα σε εκμεταλλευμένους καί εκμεταλλευτές, ανάμεσα σε υποτελείς καί κυρίαρχες τάξεις, σε διάφορα επίπεδα της κοινωνικής εξέλιξης. ότι τώρα ό αγώνας αυτός έφτασε σ’ ένα στάδιο, πού η εκμεταλλευμένη καί καταπιεσμένη τάξη (το προλεταριάτο) δε μπορεί πια ν’ απελευθερωθεί άπ’ την έκμεταλλεύτρια καί καταπιέζουσα τάξη (την αστική) χωρίς ταυτόχρονα ν’ απελευθερώσει για πάντα ολόκληρη την κοινωνία άπ’ την εκμετάλλευση, την καταπίεση καί τους ταξικους αγώνες - αυτός ό βασικός συλλογισμός ανήκει αποκλειστικα και μονο στον Μαρξ.8
Τόνισα το σημειο αυτό, για να ξερετε ότι το κύριο εργο στην επεξεργασια του καινούργιου προγράμματος επεσε στον Μάρξ, ότι την συνταξη του Μανιφέστου την είχαν εμπιστευτεί στον Μαρξ και σε κανέναν άλλο. Εχουμε μία επιστολή πού επιβεβαιώνει αυτό το γεγονός καλύτερα άπ’ οτιδήποτε άλλο. Το γράμμα αυτό είναι και για έναν ακόμα λόγο διαφωτιστικό, γιατί φωτίζει τίς σχέσεις ανάμεσα στον Μαρξ καί σε μια -ουσιαστικά - εργατική οργάνωση, με τάση να θεωρεί το διανοούμενο μόνο σαν έναν ειδικό γραφιά, σύμφωνα με την αντίληψη: δεν εκπλήρωσε την εντολή, τότε την παραδίδουμε σε κάποιον άλλο. Για να καταλάβετε καλύτερα την επιστολή της Κεντρικής Επιτροπής, θα προσθέσω, ότι στο συνέδριο - σύμφωνα με το καταστατικό - έδρα της Κεντρικής Επιτροπής είχε οριστεί το Λονδίνο, κι ότι επομένως η Κεντρική Επιτροπή είχε εκλεγεί άπ’ την οργάνωση του Λονδίνου.
Το γράμμα πού θα σας διαβάσω τώρα, στάλθηκε οτίς 26 του Γενάρη 1848 άπ’ την Κεντρική Επιτροπή στην περιφερειακή επιτροπή στις Βρυξέλες, για να διαβιβαστεί στον Μαρξ. Περιέχει μια απόφαση τη: Κεντρικής Επιτροπής πού πάρθηκε στις 24 του Γενάρη:
Η Κεντρική Επιτροπή επιφορτίζει δια του παρόντος την περιφερειακή επιτροπή στίς Βρυξέλες, να ανακοινώσει στον πολίτη Μαρξ, ότι, αν το Μανιφέστο του Κομμουνιστικου. Κόμματος του οποίου τη σύνταξη ανέλαβε στο τελευταίο συνέδριο, δεν παραδοθεί στο Λονδίνο μέχρι την Τρίτη 1η του Φλεβάρη τρέχοντος έτους, θα παρθούν εναντίον του μέτρα. Σέ περίπτωση πού ό πολίτης Μαρξ δεν εκτελέσει το έργο, η Κεντρική Επιτροπή απαιτεί την άμεση επιστροφή των εγγράφων πού έχουν τεθεί στη διάθεση του Μαρξ. Εν ονόματι καί κατ’ εντολή της Κεντρικής Επιτροπής. Σαπερ, Μαουερ, Μόλ.
Απ’ το αυστηρό υφός του κειμένου βλέπετε ότι ό Μαρξ, γύρω στα τέλη του Γενάρη, δεν είχε τελειώσει ακόμα το έργο πού του είχε ανατεθεί στα τέλη του Δεκέμβρη. Κι αυτό είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του Μαρξ. Παρόλο το λογοτεχνικό του ταλέντο, δεν είχε ευχέρεια στο γράψιμο. Τα έργα του τα επεξεργαζόταν πάντα πολύ καιρό, ιδιαίτερα οταν επρόκειτο για ένα σημαντικό κείμενο. Ηθελε να δώσει στο έγγραφο αυτό την πιο τέλεια μορφή, για να μπορεί να αντέχει στην κριτική του χρόνου. Εχουμε στα χέρια μας μια καί μοναδική σελίδα άπ’ τα γραφτά του, πού αποδείχνει, πόσο προσεχτικά εξέταζε, κι άλλαζε πάντα την κάθε έκφραση.
Η Κεντρική Επιτροπή δεν υποχρεώθηκε να λάβει άλλα μέτρα. Ό Μαρξ κατάφερε να τελειώσει την εργασία του μέχρι τίς αρχές του Φλεβάρη. Ετσι το Μανιφέστο δημοσιεύτηκε στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Φλεβάρη, δηλαδή μερικές μέρες πριν άπ’ την έκρηξη της επανάστασης του Φλεβάρη. Απ’ αυτό μπορείτε καί μόνοι σας να συμπεράνετε ότι δε μπόρεσε να παίξει κανένα ρόλο στην προετοιμασία της επανάστασης του Φλεβάρη, κι αν προχωρήσω καί σας πω, ότι τα πρώτα αντίτυπα έφτασαν στη Γερμανία μόλις το Μάη-Ίούνη του 1848, μπορείτε να καταλάβετε πως ούτε στη γερμανική επανάσταση κατάφερε να ασκήσει κάποια μεγάλη επιρροή. Μόνο λίγοι - ελάχιστοι - κομμουνιστές στίς Βρυξέλες και στο Βερολίνο γνωριζαν το περιεχόμενο του καί το είχαν αφομοιώσει.
Επιτρέψτε μου τώρα, να πω μερικά λόγια για το περιεχόμενο του Μανιφέστου. Είναι το πρόγραμμα της Διεθνούς Ένωσης των Κομμουνιστών. Σ’ αυτήν ανήκαν μερικοί βέλγοι, μερικοί άγγλοι απ’ τον κύκλο των κομμουνιστικά προσανατολισμένων χαρτιστών, προπάντων όμως γερμανοί. Το Μανιφέστο δεν έπρεπε να έχει υπόψη του μια κάποια μεμονωμένη χώρα, αλλά ολόκληρο τον αστικό κόσμο, μπροστά στον οποίο οι κομμουνιστές για πρωτη φορά παρουσίαζαν ανοιχτά τους σκοπούς τους.
Στό πρώτο κεφάλαιο δίνει μια διαυγή καί σαφή εικόνα της άστικής-καπιταλιστικής κοινωνίας, του ταξικού άγωνα πού άπ’ αυτήν γεννήθηκε, καί πού εξακολουθεί ν’ αναπτύσσεται πάνω στη βάση της. Βλέπουμε, πώς η αστική τάξη δημιουργήθηκε αναπόφευκτα μέσα στους κόλπους της παλιάς μεσαιωνικής, φεουδαρχικής τάξης πραγμάτων, πώς μεταβλήθηκαν οί οροί ύπαρξης της σε συνάρτηση με τίς αλλαγές των οικονομικών σχέσεων, ποιόν επαναστατικό ρόλο έπαιξε μέσα στον άγωνα με την παλιά φεουδαρχία, μέχρι ποιο εκπληκτικό βαθμό ανέπτυξε τίς παραγωγικές δυνάμεις της ανθρώπινης κοινωνίας, δημιουργώντας για πρωτη φορά στην ιστορία τη δυνατότητα, ν’ απελευθερωθεί υλικά ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Ακολουθεί μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη του προλεταριάτου. Βλέπουμε, πώς το προλεταριάτο αναπτύσσεται το ίδιο αναπόφευκτα, όπως η αστική τάξη, ακολουθώντας σαν σκιά τη δική της ανάπτυξη. Βλέπουμε, πώς βαθμιαία διαμορφώνεται σε μια ιδιαίτερη τάξη. Μπροστά άπ’ τα μάτια μας περνάνε όλες οί μορφές πάλης του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, μέχρι πού αναπτύσσεται σε μια τάξη για τον εαυτό του, μέχρι πού δημιουργεί μια ιδιαίτερη δική του ταξική οργάνωση.
Παρακάτω παρουσιάζονται στο Μανιφέστο όλες οί αντιρρήσεις πού προβάλλουν οί ιδεολόγοι της αστικής τάξης κατά του κομμουνισμού, καί υποβάλλονται σε μια εξοντωτική κριτική. Δε θα σταθώ σ’ αυτά, γιατί είμαι σίγουρος πως όλοι σας, άνεξαίρετα, έχετε διαβάσει το Μανιφέστο, ή θά το διαβάσετε σύντομα.
Ο Μαρξ - κι εδώ στηρίχτηκε στον Ένγκελς, αν κι όχι στο βαθμό πού πιστευόταν παλιότερα - εξηγεί παρακάτω την τακτική των κομμουνιστών σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα εργατικά κόμματα. Εδώ αμέσως συναντάμε μια ενδιαφέρουσα ιδιομορφία. Το Μανιφέστο λέει, ότι οί κομμουνιστές δεν αποτελούν κάποιο ξεχωριστό κόμμα, πού αντιτάσσεται στ’ άλλα εργατικά κόμματα. Διακρίνονται μόνο άπ’ το γεγονός, ότι αποτελούν την πρωτοπορία των εργατών, δηλαδή απέναντι στην υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου έχουν δοσμένους από τα πριν τους όρους, την πορεία καί τα γενικά αποτελέσματα του εργατικού κινήματος.
Τώρα πού γνωρίζετε την πραγματική ιστορία της Ενωσης των Κομμουνιστών, θα σας είναι πιο εύκολο να καταλάβετε, πώς εξηγείται αυτή η διατύπωση των καθηκόντων των κομμουνιστών. Υπαγορεύτηκε από την κατάσταση του εργατικού κινήματος την εποχή εκείνη, ιδιαίτερα στην Αγγλία. Οί λίγοι χαρτιστές πού μπήκαν στην Ενωση, το έκαναν με την προϋπόθεση, οτι θά μπορούσαν να διατηρήσουν την επαφή τους με το κόμμα. Ανέλαβαν μόνο την υποχρέωση, να οργανώσουν μέσα στο χαρτισμό κάτι σαν κομμουνιστικό κύτταρο, για να διασώσουν έκει το πρόγραμμα και τίς απόψεις των κομμουνιστών.
Το Μανιφέστο αναλύει διεξοδικά τα πολυάριθμα ρεύματα, πού πάλεψαν τότε για επιρροή ανάμεσα στους σοσιαλιστές καί τους κομμουνιστές.
Τα υποβάλλει σε μια ανελέητη κριτική καί τα απορρίπτει κατηγορηματικά, μ’ εξαίρεση τους μεγάλους ουτοπιστές - Σαίν-Σιμόν, Φουριέ και Οουεν - πού οί θεωρίες τους, ιδιαίτερα των δυο τελευταίων, είχαν γίνει ως έναν ορισμένο βαθμό δεκτές καί είχαν αναπροσαρμοστεί άπ’ τον Μαρξ καί τον 'Ένγκελς. Ωστόσο, υίοθετωντας την κριτική τους πού στρέφεται κατά της αστικής τάξης πραγμάτων, το Μανιφέστο αντιπαραθέτει στον ειρηνικό, ουτοπικό σοσιαλισμό, πού αρνιέται τον πολιτικό αγώνα, το επαναστατικό πρόγραμμα του νέου, προλεταριακού, κριτικού κομμουνισμού.
Στό τέλος το Μανιφέστο εξετάζει την τακτική των κομμουνιστών στη διάρκεια της επανάστασης. Ιδιαίτερα σε σχέση με τα αστικά κόμματα. Για κάθε χωρα αλλάζουν οί κανόνες ανάλογα με τίς ειδικές ιστορικές περιστάσεις. Εκεί πού η αστική τάξη είναι ήδη η κυρίαρχη τάξη, ό αγώνας του προλεταριάτου στρέφεται αποκλειστικά εναντίον της. Στίς χώρες πού η αστική τάξη είναι μια τάξη, πού μόλις τώρα κατακτά την πολιτική εξουσία, όπως λ.χ. στη Γερμανία, το κομμουνιστικό κόμμα βαδίζει χέρι χέρι με την αστική τάξη, εφόσον ό άγωνας της κατά τη; μοναρχίας καί των ευγενών έχει επαναστατικό χαρακτήρα.
Οί κομμουνιστές όμως δεν παύουν ούτε στιγμή να βοηθούν τους εργάτες ν’ αποκτήσουν μια όσο το δυνατό πιο σαφή συνείδηση για την αντίθεση των ταξικών συμφερόντων της αστικής τάξης καί του προλεταριάτου. Θέτουν πάντα στην πρωτη γραμμή σαν θεμελιώδες πρόβλημα ολόκληρου του κινήματος το πρόβλημα της ιδιοκτησίας. Αυτή τη μορφή είχαν οί τακτικοί κανόνες, πού κατέστρωσαν ό Μαρξ κι ό Ένγκελς την παραμονή της επανάστασης του Φλεβάρη-Μάρτη του 1848. Την επόμενη φορά θά δούμε, πώς εφαρμόστηκαν στην πράξη αυτοί οί κανόνες άπ’ τους συντάκτες τους καί πώς τροποποιήθηκαν άπ’ την πείρα πού αποκτήθηκε στην επανάσταση.
Σάς παρουσίασα σε πολύ γενικές γραμμές το περιεχόμενο του Μανιφέστου. Πρέπει κανείς να σκεφτεί πώς μέσα σ’ αυτό περάσανε όλα τα συμπεράσματα άπ’ την επιστημονική εργασία πού έκαναν ό Μαρξ κι ό 'Ένγκελς, ιδιαίτερα ό πρώτος, άπ’ το 1845 μέχρι τα τέλη του 1847. Εκείνη την εποχή ό 'Ένγκελς έδωσε την τελική μορφή στο υλικό για την Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία, πού είχε συγκεντρώσει ό ίδιος στην Αγγλία. Ό Μαρξ δούλευε πάνω σε μια ιστορία των πολιτικών καί οικονομικών θεωριών. Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας πού τους έδωσε τη δυνατότητα να αναλύσουν τόσο καλά τίς υλικές σχέσεις, τους όρους της παραγωγής καί της διανομής — πού καθορίζουν άλλωστε με τη σειρά τους όλες τίς κοινωνικές σχέσεις - είχε καταστρωθεί άπ’ αυτούς κατά τη διάρκεια αυτών των δύο χρόνων, μέσα στην πάλη με όλες τίς ιδεαλιστικές θεωρίες.
Ό Μαρξ είχε εκθέσει την καινούργια θεωρία στην πιο ολοκληρωμένη καί σαφή μορφή της πρίν ακόμα άπ’ το Μανιφέστο, στην πολεμική ενάντια στον Προυντόν, πού τον έχω αναφέρει καί παλιότερα. Καί σ’ αυτήν ό Μαρξ, στο βιβλίο του Η Άγια Οικογένεια, έτρεφε ακόμα μεγάλη εκτίμηση για τον Προυντόν. Από τί προκλήθηκε μετά η ρήξη ανάμεσα στους παλιούς συναγωνιστές:
Ό Προυντόν, όπως κι ό Βάιτλινγκ, ήταν εργάτης στην καταγωγή, επίσης αυτοδίδακτος, πιο προικισμένος όμως κι ένας άπ’ τους πιο εξαίρετους γάλλους δημοσιολόγους. Στό βιβλίο του Τί Είναι η Ιδιοκτησία; — πού δημοσιεύτηκε το 1841 — ασκεί οξύτατη κριτική στην ιδιοκτησία καί καταλήγει στο τολμηρό συμπέρασμα, ότι η ιδιοκτησία ουσιαστικά δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά κλοπή. Πολύ σύντομα ωστόσο φάνηκε ότι ό Προυντόν, καταδικάζοντας την ιδιοκτησία, καταδίκαζε μόνο μια άπ’ τίς μορφές της, καί συγκεκριμένα τη μορφή της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας, πού στηρίζεται στην εκμετάλλευση του μικροπαραγωγού άπ’ το μεγάλο καπιταλιστή. Ό Προυντόν. μόλο πού δεν είχε τίποτα κατά της κατάργησης της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας, ήταν ταυτόχρονα καί αντίπαλος του κομμουνισμού. Στή διατήρηση καί ενίσχυση της ατομικής ιδιοκτησίας των αγροτών καί των χειροτεχνών, έβλεπε τη μοναδική εγγύηση για την ευημερία τους. Πίστευε ότι η κατάσταση του εργάτη δε μπορούσε να βελτιωθεί με απεργίες καί με τον οικονομικό αγώνα, αλλά μόνο με τη μετατροπή του εργάτη σε ιδιοκτήτη. Στήν άποψη αυτή ό Μαρξ έφτασε οριστικά το 1845 καί 1846, όταν σκέφτηκε ένα σχέδιο, πού θα προφύλασσε τους χειροτέχνες άπ’ την καταστροφή καί θα έκανε τους εργάτες αυτόνομους παραγωγούς.
Έχω μιλήσει ήδη για το ρόλο πού έπαιζε ό 'Ένγκελς στο Παρίσι ακριβώς εκείνη την εποχή. Εχω αναφέρει επίσης, ότι ό κυριότερος αντίπαλος του στη συζήτηση για το πρόγραμμα ήταν ό Κάρλ Γκρύν, εκπρόσωπος του «αληθινού σοσιαλισμού». Αυτός είχε πολύ στενές σχέσεις με τον Προυντόν, του οποίου τίς απόψεις μετέδιδε στους γερμανούς εργάτες πού ζούσαν στο Παρίσι. Προτού ακόμα ό Προυντόν δημοσιεύσει το καινούργιο του βιβλίο, στο οποίο ήθελε ν’ αποκαλύψει τους πάντες, καί να εξηγήσει από πού προέρχεται η αθλιότητα, θέλοντας έτσι να δωσει μια Φιλοσοφία της Αθλιότητας, ανακοίνωσε το σχέδιο του στον Γκρύν, πού έσπευσε να το χρησιμοποιήσει στην πολεμική του κατά των κομμουνιστών. Σύμφωνα με τα όσα λέει ό Γκρύν, ό Ένγκελς ενημέρωσε την επιτροπή των Βρυξελών διεξοδικά για το σχέδιο αυτό.
Ακούστε τώρα το μεγαλείο αυτού του σχεδίου για την παγκόσμια άπελευθέρωση: τίποτα περισσότερο καί τίποτα λιγότερο απ τα labour-bazars ή τα labour-markets (αγορές εργασίας), πού υπήρχαν προ πολλού στην Αγγλία κι είχαν χρεοκοπήσει καμιά δεκαριά φορές, τους συνεταιρισμούς όλων των χειροτεχνών όλων των κλάδων, μεγάλη αποθήκη κι όλα τα προϊόντα πού προσφέρονται απ’ τους συνεταιρισμούς να κοστολογούνται ακριβώς στο κόστος της πρώτης υλης σύν την εργασία. Τα προϊόντα πού δέ θα καταναλώνονται μέσα στο συνεταιρισμό, να πουλιόνται στην παγκόσμια αγορά και το κέρδος να πληρώνεται στους παραγωγούς. Μ’ αυτό τον τρόπο, ό πονηρός Προυντόν πιστεύει πως αυτός και τα μέλη των συνεταιρισμών θα παρακάμψουν το κέρδος του μεσάζοντα εμπόρου.9
Στό επόμενο γράμμα ό Ένγκελς ανακοινώνει καινούργιες λεπτομέρειες για το σχέδιο του Προυντόν. Αγανακτεί, πού τέτοιες φαντασιοκοπίες, όπως η μετατροπή των εργατών σε ιδιοκτήτες με την αγορά εργαστηρίων με τίς οικονομίες τους, προσελκύουν ακόμα και γερμανούς εργάτες.
Γιαυτό μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Προυντόν, ό Μαρξ στρώθηκε στη δουλιά κι έγραψε σαν απάντηση στη Φιλοσοφία της Αθλιότητας ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, στο οποίο ανατρέπει μία προς μία όλες τις ιδέες του Προυντόν. Δεν αρκείται όμως στην κριτική: στίς απόψεις του Προυντόν αντιπαραθέτει τίς βάσεις του κριτικού κομμουνισμού πού τίς είχε ήδη επεξεργαστεί ό ίδιος.
Με την οξύτητα της σκέψης του, το βιβλίο αυτό είναι μια άξια εισαγωγή στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Δεν είναι κατώτερο άπ’ το τελευταίο άρθρο του Μαρξ κατά του Προυντόν, πού γράφτηκε σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, το 1874, για τους ιταλούς εργάτες. Αν διαβάσετε αυτό το άρθρο για την Πολιτική Αδιαφορία10, δε θ’ αντιληφθείτε καμιά απολύτως διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό και την Αθλιότητα της Φιλοσοφίας - σε τέτοιο βαθμό είχε επεξεργαστεί και διαμορφώσει τίς βασικές του αντιλήψεις ό Μαρξ ήδη άπ’ το 1847.
Επαναλαμβάνω ότι ό Μαρξ είχε διατυπώσει για πρώτη φορά τίς βασικές του αντιλήψεις το 1845, με λιγότερο σαφή μορφή. Χρειάστηκαν δυο χρόνια σκληρής δουλιάς για να μπορέσει ό Μαρξ να γράψει την Αθλιότητα της Φιλοσοφίας. Ερευνώντας τους όρους της δημιουργίας καί της εξέλιξης του προλεταριάτου στην αστική κοινωνία, εμβάθυνε ολοένα καί περισσότερο στους νόμους της καπιταλιστικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων, στους νόμους με τους οποίους ρυθμίζεται η παραγωγή καί η διανομή των προϊόντων μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Εξέτασε τίς θεωρίες των αστών οικονομολόγων στο φως της διαλεκτικής μεθόδου, απέδειξε, ότι όλες οί θεμελιώδεις κατηγορίες καί τα φαινόμενα της αστικής κοινωνίας — εμπόρευμα, αξία, χρήμα, κεφαλαιο - είναι κάτι το προσωρινό καί χρονικά περιορισμένο. Στήν Αθλιότητα της Φιλοσοφίας αναλαμβάνει την πρώτη προσπάθεια να σημειώσει τις κυρίες φάσεις της εξέλιξης της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής. Όλα αυτά στην αρχή ήταν μόνο ένα σκιαγράφημα, ήδη όμως γίνεται φανερό, ότι ό Μαρξ βρίσκεται στο σωστό δρόμο, πώς διαθέτει μια άσφαλή μέθοδο, μια πολύ καλή πυξίδα, πού με τη βοήθεια της θα προσανατολιστεί μέσα στο λαβύρινθο της αστικής οικονομίας. Το βιβλίο αυτό δείχνει όμως ακόμα, πώς δε φτάνει να διαθέτει κανείς τη σωστή μέθοδο, πως δε μπορεί κανείς ν’ αρκείται σε γενικά συμπεράσματα, πώς για να διεισδύσει σ όλα τα γρανάζια αυτού του πολύπλοκου μηχανισμού είναι απαραίτητο να μελετήσει προσεχτικά την καπιταλιστική πραγματικότητα. Ό Μαρξ είχε ακόμα να εκπληρώσει ένα τεράστιο έργο: να μετατρέψει το μεγαλοφυές σκιαγράφημα (πού είναι ουσιαστικά η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, όσο άφορα τα βασικά οικονομικά προβλήματα) σ’ ένα αρμονικό οικοδόμημα. Μέχρι να βρεί τη δυνατότητα αυτή — προς μεγάλη λύπη του βέβαια, γιατί η δυνατότητα αυτή θα γεννιόταν απ’ την αδυναμία του ν’ ασχοληθεί με την άμεσα πρακτική δουλιά — έπρεπε κι αυτός κι ό Ένγκελς να περάσουν την επανάσταση του 1848, την επανάσταση πού την είχαν προβλέψει, πού γι’ αυτήν είχαν προετοιμαστεί καί για την όποια είχαν προετοιμάσει τίς βασικές θέσεις πού περιέχονται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο.