Η αντίδραση της δεκαετίας του 1850 - Το Βήμα της Νέας Υόρκης - Ό πόλεμος της Κριμαίας - Οί απόψεις του Μαρξ καί του Ένγκελς — Το Ιταλικό ζήτημα — Η σύγκρουση του Μαρξ καί του Ένγκελς με τον Λασάλ — Η στάση του Μαρξ απέναντι στον Λασάλ.

Share it now!
ΕΚΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

Η αντίδραση της δεκαετίας του 1850 - Το Βήμα της Νέας Υόρκης - Ό πόλεμος της Κριμαίας - Οί απόψεις του Μαρξ καί του Ένγκελς — Το Ιταλικό ζήτημα — Η σύγκρουση του Μαρξ καί του Ένγκελς με τον Λασάλ — Η στάση του Μαρξ απέναντι στον Λασάλ.

Η αντίδραση πού είχε αρχίσει άπ’ το 1849, δυνάμωσε τα πρώτα τρία χρόνια της δεκαετίας του 1850, κι έφτασε στο αποκορύφωμα της το 1854. Κάθε κατάκτηση στο πεδίο της ελεύθερης πολιτικής δραστηριότητας καταργήθηκε οριστικά, όλες οί εργατικές ενώσεις απαγορεύτηκαν. Η ελευθερία του τύπου καταργήθηκε ήδη στο δεύτερο εξάμηνο του 1849. Το μόνο πού απέμεινε ήταν μια - φοβερά αντιδραστική - βουλή στην Πρωσία.

Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο στενάχωρη ήταν η υλική κατάσταση του Μαρξ καί του Ένγκελς την εποχή εκείνη. Κι οί δυο πάσχιζαν να βρουν κάποια συγγραφική δουλιά, όμως - καθως ξέρουμε - ήταν αποκλεισμένοι άπ’ τη Γερμανία. Στήν Αμερική η μόνη δυνατότητα πού είχαν, ήταν να εργαστούν σε εργατικές εφημερίδες, τούτο όμως σήμαινε να δουλέψουν δωρεάν.

Ό Ένγκελς τότε αποφασίζει με βαριά καρδιά να καταπιαστεί πάλι με το «σκυλίσιο επάγγελμα», όπως ονόμαζε το εμπόριο, καί να γίνει υπάλληλος στο αγγλικό τμήμα του εργοστασίου του πατέρα του. Μετακόμισε στο Μάντσεστερ. Τον πρώτο καιρό δεν είναι παρά ένας απλός υπάλληλος. Είναι υποχρεωμένος να κερδίσει την εμπιστοσύνη του πατέρα του, την εμπιστοσύνη του αγγλικού τομέα της φίρμας, είναι υποχρεωμένος ν’ αποδείξει πώς καταλαβαίνει από εμπόριο.

Ό Μαρξ μένει στο Λονδίνο. Η Ενωση των Κομμουνιστών έπαψε να υπάρχει. Μόνο ένας μικρός αριθμός εργατών έχει απομείνει, πού ομαδοποιούνται γύρω άπ’ την κομμουνιστική Μορφωτική Ένωση καί πού έχουν κατά κάποιο τρόπο οργανωθεί σαν ράφτες ή στοιχειοθέτες. Για τον Μαρξ ανοίγεται ξαφνικά στα τέλη του 1851 η δυνατότητα, να συνεργαστεί με μια αμερικάνικη εφημερίδα, το Βήμα της Νέας Υόρκης, πού ήταν τότε μια άπ’ τίς πιο σοβαρές εφημερίδες. Ενας άπ’ τους συντάκτες της εφημερίδας αυτής απευθύνθηκε στον Μαρξ καί του πρότεινε να γράψει μια σειρά άρθρων για τη Γερμανία. Ό συντάκτης αυτός - τ’ όνομα του είναι Τσάρλς Ντάνα — είχε ζήσει στη Γερμανία στο διάστημα της επανάστασης του 1848 κι είχε γνωρίσει τον Μαρξ. Είχε μείνει στην Κολωνία καί γνώριζε την εξαιρετική θέση πού είχε ό Μαρξ ανάμεσα στους γερμανούς δημοσιολόγους. Για να ικανοποιήσει τα ενδιαφέροντα των γερμανών αναγνωστών στην Αμερική - η μετανάστευση των γερμανών στήν Αμερική είχε ενταθεί πολύ στη διάρκεια της επανάστασης — θεωρησε απαραίτητο να επεκτείνει το δυτικοευρωπαϊκό επιτελείο. Η πρόταση για συνεργασία βρήκε τον Μαρξ εντελώς απροετοίμαστο καί τον έφερε σε δύσκολη θέση, γιατί τότε δεν έγραφε ακόμα αγγλικά. Ζήτησε τη βοήθεια του Ένγκελς καί τότε δημιουργήθηκε ανάμεσα τους μια ενδιαφέρουσα συνεργασία.

Μ’ αυτό τον τρόπο ό Μαρξ αποκτά άπ’ το 1853 ένα βήμα, άπ’ το οποίο μπορεί να εκφράζει τίς απόψεις του. Δυστυχώς το βήμα αυτό δε βρισκόταν στην Ευρώπη, αλλά στην Αμερική.

Άπ’ την άνοιξη του 1853 συμβαίνουν στην Ευρώπη μερικά αξιόλογα γεγονότα. Τα σημαντικότερα κράτη, όπως η Ρωσία, η Γαλλία καί η Αγγλία, πού ενδιαφέρονταν εξίσου να διατηρηθεί η κρατούσα τάξη πραγμάτων, αρχίζουν να άλληλοεχθρεύονται. Είναι χαρακτηριστικό για τίς κυρίαρχες τάξεις, τα κυρίαρχα έθνη, ότι μόλις απελευθερώθηκαν άπ’ το φόβο μπροστά στο επαναστατικό κίνημα, μια σειρά από διαφωνίες, πού υπήρχαν ήδη άπ’ τα πρίν ανάμεσα στα κράτη — σ’ αυτή την περίπτωση τη Γαλλία, την Αγγλία, τη Ρωσία, την Αυστρία, την Πρωσία - βγήκαν πάλι στην επιφάνεια. Ό παλιός ανταγωνισμός πού υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτά τα κράτη μέχρι την επανάσταση του 1848, κι ό όποιος παραμερίστηκε προσωρινά για να συμμαχήσουν στον αγώνα κατά της επανάστασης, ξέσπασε καί πάλι. Η Ρωσία, πού με τόση επιτυχία είχε βοηθήσει να αποκατασταθεί καί πάλι η «ταξη» στη Δυτική Ευρώπη, απαιτεί τωρα ν’ άμοιφθεί γι’ αυτές τίς υπηρεσίες. Κρίνει τώρα πώς έφτασε η στιγμή ν’ απλώσει τα νύχια της στη Βαλκανική Χερσόνησο καί να πετύχει την παλιά της επιδίωξη, ν’ αφαιρέσει άπ’ την Τουρκία κομμάτι-κομμάτι μερικές άπ’ τίς επαρχίες της. Το κόμμα στην αυλή του Νικόλαου, πού θεωρει αυτή τη στιγμή σαν την πιο κατάλληλη, ενισχύεται. Ελπίζει πώς η Γαλλία δε θα ‘ναι σε θέση να αντιτάξει κάποια αντίσταση, καί ότι η Αγγλία, πού κυβερνιέται απ’ το κόμμα των Τόρυς. δε θ’ αναμιχθεί, σεβόμενη τίς φιλικές σχέσεις Αγγλίας καί Ρωσίας. Ετσι αρχίζει η διαμάχη για τα Δαρδανέλια.

Μέσα σε μερικούς μήνες η κατάσταση οξύνθηκε τόσο, ώστε η Αγγλία καί η Γαλλία, πού δεν ήθελαν τον πολέμο καί αισθάνονταν οτι ό πόλεμος αυτός δε θα ‘χε καλή κατάληξη, βρέθηκαν τελικά αναγκασμένες να κηρύξουν τον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Αρχισε τότε ό περίφημος πόλεμος της Κριμαίας, πού έθεσε σ’ όλη του την ένταση το ανατολικό πρόβλημα. Τωρα δίνεται στον Μαρξ καί τον Ένγκελς πάλι η δυνατότητα - αν κι όχι μέσα άπ’ την Ευρώπη, αλλά τη μακρινή Αμερική — ν’ αντιδράσουν σ’ αυτά τα επίκαιρα γεγονότα. Πρέπει να ειπωθεί, πώς ό Μαρξ κι ό Ένγκελς χάρηκαν για τον πόλεμο αυτό. Στό τέλος τέλος, αυτό σήμαινε πώς οί τρεις κυριότερες δυνάμεις, πού ήταν το φρούριο της αντεπανάστασης, αλληλοτρώγονταν. Κι όταν τσακώνονται οί κλέφτες, αυτοί πού κερδίζουν είναι οί τίμιοι άνθρωποι. Κάτω άπ’ αυτή τη σκοπιά έβλεπαν τον πόλεμο της Κριμαίας ό Μαρξ κι ό Ένγκελς. Το μόνο πού έπρεπε να διευκρινιστεί, ήταν ποια στάση θα ‘πρεπε να κρατήσουν απέναντι στη κάθε χωρά ξεχωριστά.

Σύντροφοι, θεωρώ απαραίτητο να μιλήσω εδώ πιο διεξοδικά, γιατί στα ζητήματα της τακτικής των δυο εμπόλεμων πλευρών, τα ζητήματα που έπαιξαν ένα τόσο μεγάλο ρόλο στίς δυο επαναστάσεις μας, ιδιαίτερα στην τελευταία, προσανατολιζόμασταν πάντα στην τακτική πού ανέπτυξαν ό Μαρξ κι ό Ένγκελς στη δεκαετία του 1850, και πάντα επιδιώκαμε να στηριχτούμε πάνω της. Συνήθως δίνεται η εικόνα ότι ό Μαρξ κι ό Ένγκελς, κατά τον πόλεμο της Κριμαίας, είχαν δήθεν ταχθεί άπ’ την αρχή στο πλευρό της Τουρκίας κατά της Ρωσίας. Γνωρίζετε την τεράστια σημασία πού απέδιδαν ό Μαρξ κι ό Ένγκελς στο ρωσικο τσαρισμό, σάν το φρούριο της ευρωπαϊκής αντίδρασης, την τεράστια σημασία πού άπέδιδαν στον πόλεμο κατά της Ρωσίας σαν παράγοντα πού μπορούσε να αναπτύξει την επαναστατική δράση, ακόμα και στη Γερμανία. Στά άρθρα πού έγραφαν ό Μαρξ κι ό Ένγκελς — και οί δυο τους έξαλλου μοιράζονταν κατά κάποιο τρόπο τη δουλιά: ό Ένγκελς έγραφε τα ειδικά στρατιωτικά άρθρα, ό Μαρξ έγραφε- τα διπλωματικά και τα οικονομικά -ασκούσαν αδυσώπητη κριτική στη Ρωσία.

Είναι αυτό λόγος να συμπεράνουμε, ότι ό Μαρξ κι ό Ένγκελς, χτυπώντας τη Ρωσία, παίρνανε το μέρος των φωτισμένων και πολιτισμένων άγγλων καί γάλλων; Όποιος βγάζει αυτό το συμπέρασμα πλανιέται οικτρά. Στά άρθρα των δυο φίλων, η Αγγλία καί η Γαλλία επικρίνονταν το ιδιο σκληρά με τη Ρωσία. Όλες οί προσπάθειες του Ναπολέοντα κι όλες οί προσπάθειες του Πάλμερστον, να παραστήσουν αυτό τον πόλεμο σαν ένα πόλεμο του πολιτισμού καί της προόδου ενάντια στην ασιατική βαρβαρότητα, ξεσκεπάζονται ανελέητα. Όσο άφορα την Τουρκία πού ήταν η αφορμή αυτού του πολέμου, η αντίληψη που επικρατεί συνήθως, οτι δηλαδή ό Μαρξ ήταν τουρκόφιλος καί συμπαθούσε την Τουρκία, είναι λαθεμένη. Ό Μαρξ κι ό Ένγκελς ούτε στιγμή δεν ξεχνούσαν το γεγονός, ότι η Τουρκία ήταν μια χωρα ακόμα πιο ασιατική καί πιο βάρβαρη άπ’ τη Ρωσία. Όλες αυτές τις χώρες τίς έπέκριναν με τον ιδιο τρόπο. Γι’ αυτούς υπάρχει μόνο ένα κριτήριο. Δε σταματούν να εξετάζουν σε ποιο βαθμό ένα ορισμένο γεγονός μπορεί να επιταχύνει την επανάσταση, σε ποιο βαθμό μπορεί να ενισχύσει το βασικό αυτό παράγοντα, πού γι’ αυτούς ήταν ό πιο σημαντικός. Άπ’ αυτή τη σκοπιά επικρίνουν καί τη συμπεριφορά της Αγγλίας καί της Γαλλίας πού, όπως σας είπα άπ’ την αρχή, ουσιαστικά σύρθηκαν άθελα τους σ’ αυτό τον πόλεμο, καί οί οποίες ήταν ιδιαίτερα δυσαρεστημένες από τον ξεροκέφαλο Νικόλαο τον Α’, πού άπέκρουε κατηγορηματικά κάθε συμβιβασμό πού του πρότειναν. Οί φόβοι των κυρίαρχων τάξεων αποδείχτηκαν δικαιολογημένοι. φάνηκε πώς ό πόλεμος θα διαρκούσε πολύ. Αρχισε το 1853 καί τελείωσε μόλις το 1856 με τη συνθήκη του Παρισιού. Στήν Αγγλία καί τη Γαλλία προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στίς μάζες των εργατών καί των αγροτών. Υποχρέωσε τόσο τον Ναπολέοντα, όσο καί τίς αγγλικές κυρίαρχες τάξεις να δωσουν πολλές υποσχέσεις καί να κάνουν παραχωρήσεις. Ό πόλεμος τέλειωσε με τη νίκη της Γαλλίας, της Αγγλίας καί της Τουρκίας. Για τη Ρωσία ό πόλεμος της Κριμαίας χρησίμεψε σαν ώθηση για τίς λεγόμενες «μεγάλες μεταρρυθμίσεις». Απέδειξε έτσι πώς το καθεστώς της δουλοκτησίας ήταν ανήμπορο να παλέψει με καπιταλιστικές χώρες. Η απελευθέρωση των αγροτών μπήκε επιτακτικά στην ημερήσια διάταξη.

Ωστόσο, για να ταρακουνηθεί οριστικά η Εύρωπη, πού μετά την επαναστατική έκρηξη του 1848-49 είχε βυθιστεί σε λήθαργο, χρειάζονταν κάτι περισσότερο απ’ αυτό το σπρώξιμο. Η οικονομική ευημερία πού είχε αρχίσει ήδη άπ’ το 1849, αναπτύχθηκε τόσο έντονα το 1850-55, πού ακόμα κι ό πόλεμος της Κριμαίας δεν ήταν σε θέση να της καταφέρει ένα δυνατό χτύπημα.

Φαινόταν μάλιστα πώς αυτό το «μπουμ» δε θα τέλειωνε ποτέ. Ό Μαρξ κι ό Ένγκελς το 1851 ήταν ακόμα πεισμένοι, ότι η επόμενη κρίση δε θα έφτανε αργότερα άπ’ το 1853. Βασιζόμενοι στις παλιές τους έρευνες -κυρίως αυτές του Ένγκελς - υποστήριζαν την άποψη, ότι οί κρίσεις, αυτές οί περιοδικές στάσεις στο χώρο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, επαναλαμβάνονται κάθε 5-7 χρόνια. Συμφωνα με τον υπολογισμό αυτό η επόμενη κρίση μετά άπ’ αυτήν του 1847 θα επακολουθούσε το 1853. Ωστόσο ό Μαρξ κι ό Ένγκελς πλανιόνταν. Η περίοδος, στην όποια η καπιταλιστική παραγωγή περνάει από διάφορες αύξομειωτικές βάσεις, αποδείχτηκε πιο μακρόχρονη. Η κρίση ξέσπασε μόλις το 1857. Όπωσδήποτε ομως πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις, τόσο από άποψη έντασης, όσο κι από άποψη έκτασης.

Ο Μαρξ χαιρέτησε μ’ ενθουσιασμό την κρίση, μόλο πού μαζί μ’ αυτήν επήλθε αμέσως καί η επιδείνωση της δικής του κατάστασης. Περισσότερο άπ’ όλους υπέφεραν άπ’ την κρίση οί Ηνωμένες Πολιτείες. Το Βήμα της Νεας Υόρκης, αναγκάστηκε να περικόψει τα έξοδα του, πράγμα πού έγινε σε βάρος των ξένων ανταποκριτών. Ο Μαρξ υποχρεωθηκε να βυθιστεί πάλι μέχρι το λαιμό στα χρέη καί να αναζητήσει κάθε είδους ευκαιριακή δουλιά. Αυτή η νέα κρίση κράτησε μέχρι το 1859. Μετά ό Μαρξ πήρε πάλι ανάσα μέχρι το 1862, οπότε σταμάτησε οριστικά τη συνεργασία του με το Βήμα της Νέας Υόρκης.

Παρόλο όμως πού η ατομική ζωή του πήγαινε τόσο άσκημα - την εποχή εκείνη πεσαν επάνω του κι άλλες στεναχώριες - σαν επαναστάτης είχε πολύ καιρό να νιώσει τόσο ευτυχισμένος, όσο μετά το 1857. Όπως είχε προβλέψει, η καινούργια κρίση ήταν η κυριότερη ώθηση για τα επαναστατικά κινήματα πού άρχισαν σχεδόν σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Στήν Αμερική το αποφασιστικό πρόβλημα ήταν η κατάργηση της δουλείας, καί σε μας, στη Ρωσία, η κατάργηση της δουλοπαροικίας. Η αστική Αγγλία υποχρεώθηκε να κινητοποιήσει όλες τίς δυνάμεις της στον άγωνα ενάντια σε μια τεράστια εξέγερση στίς Ανατολικές Ινδίες. Η Δυτική Ευρώπη βρισκόταν επίσης σ’ αναταραχή - θα θυμόσαστε πώς η επανάσταση του 1848 είχε αφήσει άλυτα μια σειρά από προβλήματα. Η Ιταλία είχε μείνει διαιρεμένη. Ενα σημαντικό τμήμα της στο βορρά έμεινε κάτω απ’ την κυριαρχία της Αυστρίας. Η Ουγγαρία είχε ηττηθεί με τη βοήθεια των ρώσικων στρατευμάτων, καί είχε προσαρτηθεί πάλι στην Αυστρία. Η Γερμανία εξακολουθούσε ν’ αποτελεί ένα σύνολο από μικρά καί μεγάλα δουκάτα και κράτη, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν η Πρωσία και η Αυστρία καί άλληλοτρώγονταν για τη λεγόμενη ηγεμονία, την επικυριαρχία στη γενική ενωση των γερμανικών κρατών.

Ηδη από το 1858 σ’ όλες τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες αρχίζει να ογκώνεται το αντιπολιτευτικό καί επαναστατικό κίνημα, πού θέτει όλα τα παλιά άλυτα προβλήματα στην ημερήσια διάταξη. Στή Γερμανία οί προσπάθειες ενοποίησης εντείνονται. Γι’ άλλη μια φορά οξύνεται η διαμάχη ανάμεσα στο κόμμα της μεγάλης Γερμανίας, πού θέλει τη συνένωση ολόκληρης της Γερμανίας, με προσάρτηση καί της Αυστρίας, καί στο κόμμα της μικρής Γερμανίας, πού θέλει ηγετική δύναμη την Πρωσία, γύρω άπ’ την όποια οφείλουν να ενωθούν όλα τα γερμανικά κράτη, μ’ εξαίρεση την Αυστρία.

Στήν Ιταλία βλέπουμε την ίδια αφύπνιση των εθνικών επιδιώξεων. Στή Γαλλία, όπου η κρίση του 1857 είχε επιφέρει τη χρεοκοπία πολυάριθμων επιχειρήσεων καί είχε επιδράσει ιδιαίτερα σφοδρά πάνω στην υφαντουργία, αναπτύσσεται μια μικροαστική αντιπολίτευση, ενώ παράλληλα ξαναζωντανεύουν οί παράνομες επαναστατικές οργανώσεις. Τον κυριότερο ρόλο παίζουν εδώ οί μπλανκιστικές ομάδες. Το εργατικό κίνημα, πού μετά την ήττα του Ιούνη είχε απονεκρωθεί εντελώς, αναζωογονείται ιδιαίτερα ανάμεσα στούς οικοδόμους καί τους επιπλοποιούς. Η Ρωσία, πού αισθάνθηκε κι αυτή την καπιταλισμό με μερικές χρεοκοπίες στη Μόσχα, εξακολουθεί να σύρεται στο δρόμο των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων.

Για ν’ αποφύγουν τίς εσωτερικές δυσκολίες, οί κυβερνήσεις, καί κατά πρώτο λόγο ό Ναπολέοντας, πασχίζουν να στρέψουν την προσοχή του λάου στα εξωτερικά ζητήματα. Ό Ναπολέοντας, πού η εναντίον του απόπειρα από τον ιταλό επαναστάτη Όρσίνι το Γενάρη του 1858 του υπενθύμισε, πώς η αστυνομία δεν είναι πάντα παντοδύναμη, είναι αναγκασμένος να υπολογίζει σε μια ολοένα καί μεγαλύτερη αντίσταση. Για να στρέψει άλλου τη δυσαρέσκεια των εργατικών μαζών, ρίχνει το προοδευτικό σύνθημα της απελευθέρωσης της Ιταλίας απ’ τον αυστριακό ζυγό. Την ίδια χρονιά, το 1858, κλείνει μια μυστική συμφωνία με τον Καβούρ, τον υπουργό του βασιλιά της Σαρδηνίας. Οπως ακριβώς, σύντροφοι, στη διαιρεμένη σε πολλά κρατίδια Γερμανία, η Πρωσία ήταν το ισχυρότερο κράτος, έτσι είχε ξεχωρίσει καί στην Ιταλία το βασίλειο της Σαρδηνίας, πού έπαιζε στη χερσόνησο των Απενίννων το ρόλο της Πρωσίας.

Ενώ ό επίσημος τύπος διατυμπάνιζε πώς επίκειται συνένωση ολόκληρης της Ιταλίας, η συμφωνία, στην οποία ό Ναπολέοντας είχε υποσχεθεί τη βοήθεια του στη Σαρδηνία, είχε στην πραγματικότητα ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Δεν επρόκειτο για τη συνένωση της Ιταλίας, αλλά για την επέκταση της Σαρδηνίας, πού θ’ αποκτούσε τη Λομβαρδία καί τη Βενετία. Σ’ αντάλλαγμα ό Ναπολέοντας, εκτός άπ’ την υπόσχεση να μη θιχτεί η παπική ιδιοκτησία, έπαιρνε τη Σαβοία καί τη Νίκαια. Ό Ναπολέοντας, πού ήταν υποχρεωμένος να κρατάει την ισορροπία ανάμεσα στην αριστερή αντιπολίτευση καί στο κόμμα των κληρικών, δεν ήθελε να ‘ρθει σε σύγκρουση με τον πάπα καί γιαυτό ήταν αντίθετος με την πραγματική συνένωση της Ιταλίας• άπ’ την άλλη μεριά πίστευε ότι με την κατάκτηση δύο νέων επαρχιών θα μπορούσε να ικανοποιήσει τους γάλλους πατριώτες.

Μ’ αυτό τον τρόπο γεννήθηκε ένα νέο, εξαιρετικά σημαντικό πολιτικό πρόβλημα, πού συγκλόνιζε ολόκληρη την Ευρώπη κι ακόμα περισσότερο τους επαναστάτες των διάφορων χωρών: ποια στάση οφείλουν να κρατήσουν οί επαναστάτες καί οί σοσιαλιστές, με ποια πλευρά πρέπει να ταχθούν: με την πλευρά του Ναπολέοντα πού παρουσιαζόταν σχεδόν σαν ένας επαναστάτης καί πού είχε ρίξει το προοδευτικό σύνθημα, «το δικαίωμα της Ιταλίας για αυτοδιάθεση», ή με την πλευρά της Αυστρίας, πού ήταν έκπρόσωπος του δεσποτισμού, καί καταπιεστής της Ιταλίας καί της Ουγγαρίας; Βλέπετε, σύντροφοι, πώς ήταν μια πολύ σημαντική απόφαση άπ’ την οποία εξαρτιόταν η τακτική πού θ’ ακολουθούνταν, καί πού μας θυμίζει πάλι την κατάσταση πού είχε προκύψει το 1814. Γιαυτό θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω την τακτική πού υποστήριζαν ό Μαρξ καί ό Ένγκελς άπ’ τη μια μεριά καί ό Λασάλ άπ’ την άλλη, καθώς καί τίς θέσεις πού πήραν.

Μέχρι τώρα δε μου δόθηκε η ευκαιρία ν’ άναφέρω τον Λασάλ, μόλο πού είναι ένας άπ’ τους πρώτους μαθητές του Μαρξ καί είχε πάρει μέρος ήδη στα γεγονότα του 1848. Ούτε βέβαια καί θα καταπιαστώ τώρα με τη βιογραφία του, γιατί αυτό θα μας απομάκρυνε απ’ το κύριο θέμα μας. Τη δεκαετία του 1850, μετά από μια σύντομη φυλάκιση, παραμένει στη Γερμανία καί ασχολείται με επιστημονικές μελέτες, ενώ εξακολουθεί να διατηρεί την επαφή με τον Μαρξ καί τον Ένγκελς. Σχετικά με το ιταλικό πρόβλημα αρχίζει ανάμεσα τους το 1859 μια διένεξη πού παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για μια διένεξη ανάμεσα σε δυο παρατάξεις του ίδιου κόμματος.

Ό Ναπολέοντας ό Γ’ καί οί πιστοί του ήξεραν πολύ καλά να επηρεάζουν τη λεγόμενη κοινή γνωμη. Όπως και στην εποχή του κριμαϊκού πολέμου, το 1858 καί 1859 η Γαλλία κατακλύζεται από ένα τεράστιο όγκο από μπροσούρες καί παμφλέτες, στίς οποίες αποδείχνεται με κάθε τρόπο ό φιλελευθερισμός του Ναπολέοντα καί το δίκαιο της ιταλικής υπόθεσης. Σ’ αυτή τη συγγραφική εκστρατεία πήραν μέρος καί δημοσιογράφοι, μερικοί εθελοντικά καί πολύ περισσότεροι άφου εξαγοράστηκαν. Οι εθελοντές ήταν κυρίως Ούγγροι καί πολωνοί εξόριστοι. Οπως ακριβώς πρίν από μερικά χρόνια είχαν θεωρήσει τον κριμαϊκό πόλεμο σαν πόλεμο της προόδου καί του πολιτισμού κατά του ασιατικού δεσποτισμού κι είχαν εξοπλίσει λεγεώνες εθελοντών για να ενισχύσουν τον Ναπολέοντα καί τον Πάλμερστον, έτσι καί τώρα οί ούγγροι καί πολωνοί εξόριστοι, μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις, πάσχιζαν ν’ αποδείξουν οτι ό Ναπολέοντας αγωνιζόταν για την πρόοδο καί το δικαιωμα των λαών για αυτοδιάθεση, καί ότι έπρεπε απαραίτητα να βοηθηθεί.

Καί η Αυστρία όμως επαγρυπνούσε. Χρηματοδοτούσε τους δημοσιογράφους πού προσπαθούσαν ν’ αποδείξουν ότι στον πόλεμο αυτό προάσπιζε τα συμφέροντα ολόκληρης της Γερμανίας, ότι ό Ναπολέοντας, σε περίπτωση πού νικούσε την Αυστρία, θα κατακτούσε τό Ρήνο, ότι κατά συνέπεια δέν επρόκειτο για την Ιταλία αλλά για τη Γερμανία, ότι έπομένως η Αυστρία, διατηρώντας τη Βόρεια Ιταλία κάτω απ’ την κυριαρχία της, υπεράσπιζε τη Γερμανία. Στή στρατιωτική γλωσσα τούτο σήμαινε: όποιος θέλει να προασπίσει το Ρήνο, δεν πρέπει να χάσει μια θέση όπως ό Πω, πού στην κοιλάδα του βρίσκεται η Λομβαρδία.

Σ’ αυτές τις θέσεις ανάγονταν τα δυο βασικά ρεύματα πού μπορούσε να διακρίνει κανείς στον ευρωπαϊκό τύπο εκείνης της εποχής. Στήν ιδια τη Γερμανία το πρόβλημα έγινε πιο πολύπλοκο με τη διαμάχη ανάμεσα στα κόμματα της μεγάλης καί της μικρής Γερμανίας. Είναι αυτονόητο, ότι οί οπαδοί της μεγάλης Γερμανίας πού ήθελαν τη συνένωση ολόκληρης της Γερμανίας καί της Αυστρίας, έκλιναν προς τη μεριά της Αυστρίας, καί ότι αντίθετα οί οπαδοί της μικρής Γερμανίας, πού ένιωθαν δεμένοι με την Πρωσία, προσπαθούσαν ν’ αποδείξουν ότι έπρεπε ν’ αφήσουν την Αυστρία στη μοίρα της. Υπήρχαν φυσικά διάφορες αποχρώσεις, χωρίς όμως ν’ αλλάζουν ουσιαστικά τη γενική εικόνα.

Ποια θέση πήραν στο πρόβλημα αυτό ό Μαρς κι ό Ένγκελς άπ’ τη μια μεριά, κι ό Λασάλ απ’ την άλλη: Κι οί τρεις βασίζονταν στο Κομμουνιστικο Μανιφέστο. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης είχαν υποστηρίξει κι οί τρεις μια ενιαία γερμανική δημοκρατία, πού θα περιλάμβανε καί τίς γερμανικές περιοχές της Αυστρίας. Φαινομενικά λοιπόν, δε θα ‘πρεπε να υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα τους. Στήν πραγματικότητα όμως οί διαφορές τους δεν ήταν καθόλου μικρότερες άπ’ τίς διαφορές πού χώριζαν τους σοσιαλδημοκράτες, αν καί βρίσκονταν στο ίδιο μαρξιστικό επίπεδο, στις αρχές του ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου πολέμου.

Ο Μαρξ κι ό Ένγκελς προσπαθούσαν ν’ αποδείξουν στα άρθρα καί τίς μπροσούρες τους, ότι η Γερμανία όχι μόνο δεν εξαρτιέται από τη Βόρεια Ιταλία για να υπερασπίσει το Ρήνο, μα πώς μπορεί άνετα να συγκατατεθεί, αν η Αυστρία επιστρέψει όλα τα ιταλικά της εδάφη σε μιαν ενωμένη Ιταλία, ότι κάθε προσπάθεια - με την πρόφαση πως γίνεται προς το συμφέρον μιας ενωμένης Γερμανίας - ενίσχυσης της Αυστρίας έχει την έννοια της συναλλαγής με τον αυστριακό δεσποτισμό.

Απ’ την άλλη μεριά - κι αυτό είναι χαρακτηριστικό για τη στάση του Μαρξ καί του Ένγκελς - με τον ίδιο αδυσώπητο τρόπο πού επικρίνουν την πρωσική καί αυστριακή αντίδραση, βάλλουν καί κατά του Ναπολέοντα. Ό κίνδυνος από μια όλοκληρωτική νίκη του Ναπολέοντα δεν τους φαίνεται μικρότερος από τον κίνδυνο μιας νίκης της Αυστρίας. Ό Ένγκελς απόδειχνε ότι ό Ναπολέοντας, μετά από μια νίκη σε βάρος της Αυστρίας, θα έπεφτε πάνω στη Γερμανία. Γιαυτό διατύπωνε, την παρακάτω θέση: η συνένωση της Ιταλίας καθως κι η συνένωση της Γερμανίας πρέπει να πραγματοποιηθεί με τίς δικές τους δυνάμεις. Γιαυτό στο ιταλικό πρόβλημα οί επαναστάτες δεν πρέπει να ταχθούν ούτε με το μέρος του Ναπολέοντα ούτε με το μέρος της Αυστρίας. Το μόνο πού πρέπει να έχουν υπόψη τους είναι τα συμφέροντα της προλεταριακής επανάστασης. Εδώ δεν πρέπει να λησμονιέται ένας παράγοντας πού κατά κάποιο τρόπο έμεινε στα παρασκήνια. Ό Ένγκελς επισήμαινε - ορθότατα - ότι ό Ναπολέοντας δε θα τολμούσε να κηρύξει τον πόλεμο στην Αυστρία προτού να βεβαιωθει για τη σιωπηρή συγκατάθεση της Ρωσίας, αν δεν ήταν απόλυτα σίγουρος πώς η Ρωσία δε θα έσπευδε να βοηθήσει την Αυστρία. Θεωρούσε πολύ πιθανό πώς πάνω σ’ αυτό το σημείο υπήρχε μια συμφωνία ανάμεσα στη Γαλλία καί στη Ρωσία. Η Αυστρία, την εποχή του κριμαϊκού πολέμου, όπως διατυμπάνιζαν οί πατριώτες μας, είχε πληρώσει με «φριχτή αχαριστία» την ίδια Ρωσία, πού με τόση «αυτοθυσία» καί «ανιδιοτέλεια» την είχε βοηθήσει να συντρίψει την επαναστατημένη Ουγγαρία. Καί φυσικά η Ρωσία δεν είχε καμιά αντίρρηση να επιτρέψει στον Ναπολέοντα να τιμωρήσει την Αυστρία. Αν πράγματι υπήρχε μια τέτοια συμμαχία ανάμεσα στη Γαλλία καί στη Ρωσία, αν η Ρωσία έσπευδε να βοηθήσει τη Γαλλία, τότε θα ‘πρεπε να σπεύσει σε βοήθεια της Αυστρίας ολόκληρη η Γερμανία, αυτή θα ‘ταν όμως τότε η επαναστατική Γερμανία. Τότε θα προέκυπτε ακριβώς η κατάσταση, πού υπολόγιζαν ό Μαρξ κι ό Ένγκελς καί την εποχή της επανάστασης του 1848: ένας επαναστατικός πόλεμος κατά της αντίδρασης, ένας πόλεμος, στον οποίο όλα τα αστικά κόμματα πού δε μπορούν να συσπειρώσουν γύρω τους τίς κατώτερες τάξεις, θα παραμέριζαν διαδοχικά μπροστά στα ολοένα καί πιο ριζοσπαστικά κόμματα, κι έτσι θα προετοίμαζαν το έδαφος για τη νίκη του πιο ριζοσπαστικού καί επαναστατικού κόμματος, δηλαδή του κόμματος του προλεταριάτου.

Αύτη ήταν η άποψη του Μαρξ καί του Ένγκελς. Ό Λασάλ έβλεπε το πρόβλημα αυτό διαφορετικά. Μέχρι έναν ορισμένο βαθμό, αυτή η διαφορά εξηγούνταν από τίς διαφορετικές αντικειμενικές περιστάσεις πού αντιμετώπιζαν. Ό Λασάλ ζούσε στην Πρωσία κι ήταν δεμένος εξαιρετικά στενά με τίς πρωσικές συνθήκες. Ό Μαρξ κι ό Ένγκελς ζούσαν στην Αγγλία, την τότε πιο προηγμένη χώρα του κόσμου, καί εξέταζαν τα ευρωπαϊκά γεγονότα απ’ τη σκοπιά των συμφερόντων της παγκόσμιας επανάστασης, κι όχι μόνο των γερμανικών η των πρωσικών συμφερόντων.

Ό Λασάλ πίστευε πώς ό πιο επικίνδυνος εχθρός της Γερμανίας είναι ό έσωτερικός εχθρός, η Αυστρία. Είναι πιο επικίνδυνος εχθρός από τη φιλελεύθερη Γαλλία ή τη Ρωσία πού έχει πάρει το δρόμο των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσειον. Η Αυστρία είναι η κυριότερη αιτία της αντίδρασης, πού ό ανυπόφορος ζυγός της βαραίνει πάνω στη Γερμανία. Ό Ναπολέοντας, αν καί σφετεριστής καί πραξικοπηματίας, είναι εκπρόσωπος του φιλελευθερισμού, της προόδου καί του πολιτισμού. Γιαυτό καί στον τωρινό πόλεμο το καθήκον μας, το καθήκον της πρωσικής δημοκρατίας, είναι να αφήσουμε την Αυστρία στη μοίρα της, καί να ευχόμαστε την ήττα της.

Αν διαβάσετε τίς αντίστοιχες μπροσούρες του Λασάλ, τίς κολακείες για τον Ναπολέοντα καί τη Ρωσία, αν παρατηρήσετε πόσο προσεχτικά μιλάει για την επίσημη Πρωσία, δύσκολα θ’ αποφύγετε τη σύγχιση. Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς, ότι ό Λασάλ προσπαθεί να μιλάει σαν πρώσος δημοκράτης, πού θέλει ν’ αποδείξει στις κυρίαρχες τάξεις της Πρωσίας, δηλαδή στους ευγενείς, πώς δεν πρέπει να βοηθήσουν την Αυστρία. Αν καί με πολύ κόπο φορούσε τη στολή του πρωσου δημοκράτη, ό Λασάλ εξέφραζε ιδέες πού διέφεραν πολύ άπ’ τίς ιδέες του Μαρξ καί του Ένγκελς. Από τότε κιόλας άρχισε να παρατηρείται μια διαφορά απόψεων ανάμεσα τους, πού έμελλε αργότερα να πάρει πιο σαφή μορφή. Από τότε κιόλας - παρασυρμένος απ’ την ανάγκη να κατακτήσει μια αισθητή, άμεση επιτυχία, κυριευμένος άπ’ την επιθυμία να ‘ναι «ρεαλιστής πολιτικός» κι όχι δογματιστής - παρασύρεται σε επιχειρήματα και αποδείξεις πού του δένουν τα χέρια απέναντι στο κυρίαρχο κόμμα, πού τον υποχρεώνουν να ωραιοποιεί εκείνους πού θέλει να πείσει να μη βοηθήσουν την Αυστρία. Οί επικρίσεις κατά της Αυστρίας, η διαλλακτική στάση απέναντι στην Πρωσία καί τη Ρωσία, το φλερτάρισμα με την επίσημη Πρωσία - όλα αυτά παρέμεναν προσωρινά το πάθος ενός δημοσιογράφου, πού δεν έγραφε στ’ όνομα ενός κόμματος. Η ίδια τακτική ομως, αν εφαρμοζόταν στον άμεσο πρακτικό άγωνα σαν κομματική ντιρεκτίβα, έκρυβε πολλούς κινδύνους, όπως έμελλε να δείξει αργότερα η δραστηριότητα του Λασάλ.

Ο πόλεμος ανάμεσα στη Γαλλία καί την Αυστρία είχε διαφορετική κατάληξη άπ’ ότι φαντάζονταν οί δυο πλευρές. Στήν αρχή του πολέμου η Αυστρία, όσο είχε απέναντι της μόνο ιταλούς, νικούσε, όπως άλλωστε νικούσε πάντα τους ιταλούς, μετά όμως χτυπήθηκε άπ’ τα ενωμένα στρατεύματα των ιταλών καί των γάλλων. Μόλις όμως ό πόλεμος άρχιζε να γίνεται λαϊκός πόλεμος καί απειλούσε να έπιφέρει την πραγματική επαναστατική συνένωση ολόκληρης της Ιταλίας, καί κατά συνέπεια την κατάργηση της παπικής επικράτειας, ό Ναπολέοντας κατάλαβε τί έμελλε να συμβει κι έσπευσε, με τη μεσολάβηση της Ρωσίας, να τερματίσει τον πόλεμο. Η Σαρδηνία αναγκάστηκε να ικανοποιηθεί με τη Λομβαρδία, η Βενετία παρέμεινε στα χέρια της Αυστρίας. Για τον εαυτό τους σαν αποζημίωση για το χυμένο αίμα των γάλλων καί για τα χρηματικά έξοδα, ό Ναπολέοντας κράτησε ολόκληρη την επαρχία της Σαβοίας, την πατρίδα των βασιλιάδων της Σαρδηνίας καί — πιθανότατα για να δείξει στον ένδοξο ιταλό επαναστάτη, τον αγωνιστή της ένωσης της Ιταλίας, πώς δεν πρέπει να βασιζεται στις υποσχέσεις του κάθε εστεμμένου αλήτη - προσάρτησε στη Γαλλία την πατρίδα του Γαριβάλδη, τη Νίκαια, μαζί με όλη τη γύρω περιοχή. Μ’ αυτό τον τρόπο ό «φιλελεύθερος» Ναπολέοντας, κάτω άπ’ τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των ηλίθιων φιλελεύθερων καί των επαναστατών, υπεράσπιζε το «δίκαιο της αυτοδιάθεσης» της Ιταλίας καί άλλων καταπιεσμένων εθνοτήτων. Κι ό Λασάλ ακόμα υποχρεώθηκε να παραδεχτεί πως ό Ναπολέοντας όχι μόνο δεν ήταν καλύτερος από τους αυστριακούς, αλλά τους ξεπερνούσε σε άντιδραστικότητα. Μόνο η Σαρδηνία μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Έγινε όμως καί κάτι απροσδόκητο, ακατανόητο μόνο για κείνον πού πιστεύει, πώς η τύχη ενός λαού αποφασίζεται στο τραπέζι των συσκέψεων. Η απογοήτευση καί η δυσαρέσκεια πού ξεσήκωσε η πολιτική του Ναπολέοντα στην Ιταλία, γέννησαν ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα. Αρχηγός του ήταν ό άμεμπτος επαναστάτης, αλλά ιδιαίτερα κακός πολιτικός, ό Γαριβάλδης. Ετσι το 1861 η Ιταλία μετατράπηκε σ’ ένα ενωμένο βασίλειο, μόνο χωρίς τη Βενετία. Η παραπέρα συνένωση της Ιταλίας πέρασε από κείνη την εποχή στα χέρια αστών μηχανορραφιών, άπιστων γαριβαλδικών καί τυχοδιωκτών.

Θα περάσω τώρα στην εξέταση ενός ενδιαφέροντος προβλήματος, πού πιθανό να το σκεφτήκατε ήδη καί σεις. Ποια στάση κράτησαν ό Μαρξ κι ό Ένγκελς σχετικά με την προπαγάνδα του Λασάλ; Γνωρίζετε πώς ό Λασάλ άρχισε την προπαγάνδα του το 1862, όταν ανάμεσα στους πρώσους αστούς δημοκράτες μπήκε το έρωτημα, ποια τακτική πρέπει να χαραχτεί στον αγώνα με την κυβέρνηση. Το 1858, ό γέρο βασιλιάς της Πρωσίας, πού την εποχή της επανάστασης του 1848 είχε τόσο διακριθεί, τρελάθηκε οριστικά. Στήν αρχή ορίστηκε αντιβασιλεία. Έπειτα, ό πρίγκιπας Γουλιέλμος, πού είχε γίνει διάσημος με τον τουφεκισμό των δημοκρατικών το 1849 καί 1850, έγινε καί βασιλιάς. Τον πρώτο καιρό αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στο φιλελευθερισμό, πολύ σύντομα όμως γεννήθηκε ανάμεσα σ’ αυτόν καί στη βουλή μια σύγκρουση πάνω στην όργάνωση του στρατού. Η κυβέρνηση ήθελε να μεγαλώσει το στρατό καί ζητούσε την επιβολή νέων φόρων, η φιλελεύθερη αστική τάξη ζητούσε ορισμένες εγγυήσεις καί το δικαίωμα έλεγχου. Αυτή η διαφωνία για τα οικονομικά, προκάλεσε συζητήσεις για το θέμα της τακτικής. ό Λασάλ, πού εξακολουθούσε να συνδέεται στενά με τους δημοκρατικούς καί προοδευτικούς κύκλους της αστικής τάξης, επέμενε σε μια αποφασιστική τακτική. Αφού κάθε πολίτευμα δεν είναι παρά η έκφραση του πραγματικού συσχετισμού των δυνάμεων στην εκάστοτε κοινωνία, ήταν αναπόφευκτο πως έπρεπε να κινητοποιηθεί μια καινούργια κοινωνική δύναμη ενάντια στην κυβέρνηση, επικεφαλής της οποίας βρισκόταν τότε ό Βίσμαρκ, ένας αποφασιστικός καί έξυπνος αντιδραστικός.

Το τί ήταν αυτή η καινούργια κοινωνική δύναμη, το έδειξε ό Λασάλ σε μια ειδική διάλεξη για εργάτες. Η ομιλία «Για τον ειδικό συσχετισμό της τωρινής περιόδου με την ιδέα της εργατιάς», είναι πιο γνωστή με τ’ όνομα «Πρόγραμμα των Εργατών». Ουσιαστικά επρόκειτο για την παράθεση των βασικών ιδεών του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, πού είχαν όμως αμβλυνθεί σε σημαντικό βαθμό καί προσαρμοστεί στίς περιστάσεις της τοτινής νόμιμης πραγματικότητας. Ωστόσο ταυτόχρονα η ομιλία αυτή ήταν η πρώτη, μετά την ήττα της επανάστασης του 1848, ανοιχτή διακήρυξη για την αναγκαιότητα, να οργανωθεί η εργατική τάξη σε μια αυτόνομη πολιτική οργάνωση, πού θα ξεχωρίζει έντονα άπ’ ολα τα αστικά κόμματα, ακόμα κι απ’ τα πιο δημοκρατικά.

Η επέμβαση του Λασάλ συμβάδιζε με το αυτόνομο εργατικό κίνημα, πού είχε αναπτυχθεί εξαιρετικά έντονα στη Σαξονία, όπου μέσα στην εργατιά γινόταν ήδη ένας αγώνας ανάμεσα στους δημοκράτες καί τους λίγους εκπρόσωπους της «παλιάς φρουράς» του εργατικού κινήματος του 1848. Οί εργάτες αυτοί συζητούσαν ήδη τη σύγκληση ενός παγγερμανικού εργατικού συνεδρίου. Για το σκοπό αυτό οργανώθηκε στη Λειψία μια ειδική επιτροπή, πού ζήτησε άπ’ τον Λασάλ να εκφέρει τη γνώμη του για τους σκοπούς καί τα καθήκοντα του εργατικού κινήματος. Ό Λασάλ ανέπτυξε το πρόγραμμα του σε μια «ανοιχτή επιστολή» πού την έστειλε στην επιτροπή της Λειψίας.

Ό Λασάλ επικρίνει οξύτατα το πρόγραμμα του αστικού κόμματος των προοδευτικών, και τα μέσα πού αυτό προτείνει για τη θεραπεία της αθλιότητας των εργατών, καί επιμένει στην ανάγκη να οργανωθεί ένα αυτόνομο κόμμα της εργατικής τάξης. Η θεμελιώδης πολιτική διεκδίκηση, πού για την πραγμάτωση της πρέπει να συγκεντρωθούν όλες οι δυνάμεις, είναι η κατάκτηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος. Όσο άφορα το οικονομικό πρόγραμμα, ό Λασάλ, στηριζόμενος στο λεγόμενο «σιδερένιο νόμο των μισθών», ισχυριζόταν ότι με κανένα μέσο δεν είναι δυνατό να ανεβεί ό μισθός της εργασίας πάνω από ένα ορισμένο μίνιμουμ. Γιαυτό συνιστούσε, να ιδρυθούν παραγωγικοί συνεταιρισμοί με τη βοήθεια κρατικών πιστωσεων.

Ό Μαρξ δε μπορούσε φυσικά να συμφωνήσει μ’ ένα τέτοιο πρόγραμμα. Η προσπάθεια του Λασάλ να προσεταιριστεί τον Μαρξ έπεσε στο κενό. Υπήρχαν κι άλλες ακόμα αιτίες, πού προσδιορίστηκαν με σαφήνεια μόλις μερικούς μήνες αργότερα, όταν ό Λασάλ. πού ήθελε να κερδίσει αμέσως μια μεγάλη πρακτική επιτυχία, αφέθηκε να παρασυρθεί από τη «ρεαλιστική πολιτική», καί στον αγώνα του με το προδευτικό κόμμα παρατέντωσε το σκοινί καί έχασε τόσο πολύ τον προσανατολισμό του, πού προσεταιρίστηκε την κυβέρνηση.

Οπωσδήποτε δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία - κι αυτό το αναγνώριζε κι ό ιδιος ό Μαρξ - οτι μετά την πολύχρονη περίοδο της αντίδρασης άπ’ το 1849 μέχρι το 1862, ό Λασάλ ήταν αυτός πού είχε ξανασηκώσει πάνω σε γερμανικό έδαφος τη σημαία των εργατών, ότι αυτός ήταν ό πρώτος οργανωτής ενός γερμανικού εργατικού κόμματος. Αυτή είναι η αδιαφιλονίκητη αξία του Λασάλ.

Η πολύ έντονη, έστω καί σύντομη (δεν κράτησε καλά καλά ούτε δυο χρόνια) οργανωτική καί πολιτική δουλιά του Λασάλ. περιείχε όμως βασικά έλαττωματα, που απώθησαν τον Μαρξ καί τον Ένγκελς περισσότερο κι άπ’ το ανεπαρκές πρόγραμμα του.

Προπάντων ήταν φανερό, ότι ό Λασάλ όχι μόνο δεν προωθούσε τη σύνδεση της Γενικής Γερμανικής Εργατικής Ένωσης, πού είχε ιδρύσει, με το παλιό κομμουνιστικό κίνημα, αλλά αντίθετα την αντιστρατευόταν ενεργά. Μολονότι είχε αντιγράψει όλες τίς βασικές ίδέες άπ’ το Κομμουνιστικό Μανιφέστο κι από άλλες εργασίες του Μαρξ, απέφευγε πεισματικά να τ’ αναφέρει. Καί μόνο σ’ ένα άπ’ τα τελευταία έργα του αναφέρει τον Μαρξ, όχι τον κομμουνιστή, όχι τον επαναστάτη, αλλά τον οικονομολόγο.

Ό Λασάλ εξηγούσε τη στάση του με πρόσχημα την τακτική. Δεν ήθελε ν’ απωθήσει τίς λιγότερο συνειδητές μάζες. έπρεπε κι αυτές ν’ απελευθερωθούν από την πνευματική κηδεμονία των προοδευτικών, πού τους επέσειαν αδιάκοπα το παραμύθι για το φοβερό φάντασμα του κομμουνισμού.

Ό Λασάλ ήταν πολύ ματαιόδοξος άνθρωπος κι αγαπούσε τίς κάθε λογής εντυπωσιακές εμφανίσεις καί τα διαφημιστικά κόλπα, πού επιδρούν τόσο έντονα στίς ακαλλιέργητες μάζες, όσο έντονα απωθούν τους συνειδητούς εργάτες. Ηθελε να εκθειάζεται σαν δημιουργός του γερμανικού εργατικού κινήματος. Ακριβώς αυτό όμως άπωθουσε από κοντά του όχι μόνο τον Μαρξ καί τον Ένγκελς, αλλά κι όλους τους βετεράνους του παλιού επαναστατικού κινήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι άπ’ τους παλιούς ενώθηκαν μαζί του μόνο οί οπαδοί του Βάιτλινγκ καί οι αντίπαλοι της παράταξης του Μαρξ. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να αντιληφθούν οί γερμανοί εργάτες, ότι το κίνημα τους δεν είχε αρχίσει με τον Λασάλ.

Ας δούμε τώρα το δεύτερο σημείο της διαφωνίας — το πρόβλημα του γενικού εκλογικού δικαιωματος. Η διεκδίκηση αυτή είχε τεθεί ήδη άπ’ τους χαρτιστές. Ό Μαρξ κι ό Ένγκελς την πρόβαλαν κι αυτοί, αλλά δε μπορούσαν να συμφωνήσουν με την υπέρμετρη σημασία πού της απέδιδε ό Λασάλ ούτε με τα επιχειρήματα πού χρησιμοποιούσε. Στόν Λασάλ το γενικό εκλογικό δικαίωμα μετατράπηκε σ’ ένα θαυματουργό μέσο πού από μόνο του αρκούσε, ανεξάρτητα από άλλες αλλαγές στην κρατική καί οικονομική ζωή, να προσδώσει αμέσως την εξουσία στην εργατική τάξη. Όποιος από σας διαβάσει τίς μπροσούρες του Λασάλ, θα βρει σ’ αυτές την αφελή διαβεβαίωση, ότι αμέσως μετά την κατάκτηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος οί εργάτες θα καταλάβουν στο κοινοβούλιο σχεδόν το 90% των εδρών. Ό Λασάλ δεν αντιλαμβανόταν, πώς θα ‘πρεπε να ‘χουν πληρωθεί μερικές πολύ σημαντικές προϋποθέσεις, προτού το γενικό εκλογικό δικαίωμα, από όπλο εξαπάτησης των λαϊκών μαζών, μπορέσει να μετατραπεί σε όπλο της ταξικής τους διαπαιδαγώγησης.

Η διαφωνία στο πρόβλημα των παραγωγικων συνεταιρισμών δεν ήταν λιγότερο βαθιά. Για τον Μαρξ καί τον Ένγκελς οί συνεταιρισμοί αυτοί ήταν από τότε κιόλας μόνο ένα δευτερεύον μέσο, πού είχε περιορισμένη σημασία, κι αυτή περισσότερο σαν διαμαρτυρία: σαν παράδειγμα, ότι ό επιχειρηματίας η καπιταλιστής δεν είναι ένας απόλυτα απαραίτητος παράγοντας στην παραγωγή. Το να βλέπει όμως κανείς στους παραγωγικούς συνεταιρισμούς ένα μέσο για να κατακτήσει σιγά σιγά τα κοινωνικά μέσα παραγωγής - τούτο σημαίνει πώς ξεχνάει, ότι είναι απαραίτητο να κατακτήσει πρώτα την πολιτική εξουσία, ώστε, όπως γράφει το Μανιφέστο, να εφαρμόσει αμέσως μετά μια σειρά από κατάλληλα μέτρα.

Εξίσου βαθιές ήταν κι οί διαφωνίες του Μαρξ καί του Ένγκελς με τον Λασάλ στο ζήτημα των συνδικάτων. Ό Λασάλ, πού υπερτιμούσε τη σπουδαιότητα των παραγωγικών συνεταιρισμών, θεωρούσε εντελώς περιττή την οργάνωση συνδικάτων καί άπ’ αυτή την άποψη επανερχόταν στίς απόψεις των παλιών ουτοπιστών, τίς οποίες ό Μαρξ είχε υποβάλει σε μια διεξοδική κριτική στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας.

Όχι λιγότερο βαθιά, καί πρακτικά ακόμα πιο σημαντική, ήταν η διαφωνία για την τακτική πού θα ‘πρεπε ν’ ακολουθηθεί απέναντι στην αστική ταξική. Όπως ακριβώς στο διάστημα του πολέμου ανάμεσα στίς καπιταλιστικές δυνάμεις ήταν αναγκαίο, στην πάλη με την προοδευτική αστική τάξη καί τον Βίσμαρκ, να βρεθεί καί να εφαρμοστεί μια τακτική, πού δε θα μετέτρεπε τους σοσιαλιστές σε ουραγούς μιας άπ’ τίς εμπόλεμες δυνάμεις, απαιτούνταν εδώ ξέχωρη αυτοκυριαρχία καί εξαιρετική προσοχή. Ό Λασάλ όμως στον αγώνα του με τους πρωσους προοδευτικούς ξέχασε πώς υπήρχε ακόμα ό πρωσικός φεουδαρχισμός, η πρωσική αριστοκρατία, πού δεν ήταν λιγότερο εχθρική από την αστική τάξη απέναντι στους εργάτες. Καταπολεμούσε καί χτυπούσε με ολο του το δίκιο τους προοδευτικούς, δε μπορούσε ομως να κρατήσει τα αναγκαία όρια καί συμβιβάστηκε απευθυνόμενος με κολακείες στίς αρχές. Ό Λασάλ μάλιστα δε ντρεπόταν να κάνει εντελώς απαράδεκτους συμβιβασμούς. Όταν σε μια πόλη φυλακίστηκαν εργάτες, τους συνέστησε να απευθύνουν μια αίτηση για χάρη στον Βίσμαρκ, ό οποίος σίγουρα θα τους απελευθέρωνε για να εξοργίσει τους φιλελεύθερους. Οι εργάτες αρνήθηκαν ν’ ακολουθήσουν τη συμβουλή του Λασάλ. Αν ψάξουμε στους λόγους του, ιδιαίτερα άπ’ το πρώτο εξάμηνο του 1864, θα βρούμε πολλές τέτοιες γκάφες, για να μη μιλήσουμε για τίς συνομιλίες με τον Βίσμαρκ, πού είχε κάνει ό Λασάλ χωρίς να το γνωρίζει η εργατική οργάνωση, διακινδυνεύοντας έτσι να βλάψει ανεπανόρθωτα, όχι μόνο την πολιτική του υπόληψη, αλλά καί την υπόθεση πού υπηρετούσε.

Αυτές ήταν οί διαφωνίες πού εμπόδιζαν τον Μαρξ καί τον Ένγκελς να ενισχύσουν τη δραστηριότητα του Λασάλ με το κύρος του ονόματος τους. Ταυτόχρονα ομως πρέπει να τονιστεί, οτι μολονότι αρνούνταν να υποστηρίξουν τον Λασάλ, δεν επενέβαιναν δημόσια εναντίον του, καί στο ιδιο πνεύμα επηρέαζαν καί τους συντρόφους τους πού εργάζονταν στη Γερμανία, οπως λ.χ. τον Λήμπκνεχτ. Ό Λασάλ ομως, πού εκτιμούσε πολύ την ουδετερότητα τους, κυλούσε σ’ έναν ολοένα καί μεγαλύτερο κατήφορο. Ό Λήμπκνεχτ κι οί άλλοι σύντροφοι, καί άπ’ το Βερολίνο καί άπ’ τη Ρηνανία, προσπαθούσαν να πείσουν τον Μαρξ να μιλήσει για την εσφαλμένη τακτική του Λασάλ. Είναι πολύ πιθανό να προκαλούνταν ανοιχτή διάσπαση, αν δε σκοτωνόταν ό Λασάλ σε μια μονομαχία, στίς 30 Αυγούστου του 1864. Τέσσερις βδομάδες μετά το θάνατο του, στίς 28 Σεπτέμβρη του 1864, ιδρύθηκε η Πρώτη Διεθνής, πού έδωσε στον Μαρξ τη δυνατότητα να στραφεί στην άμεση επαναστατική δουλιά, αυτή τη φορά σε διεθνή κλίμακα.