Η κρίση του 1857-1858 - Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στην Αγγλία, τη Γαλλία καί τη Γερμανία - Η Διεθνής Έκθεση του Λονδίνου το 1862 - Ό εμφύλιος πόλεμος στην Αμερική - Η κρίση της βαμβακουργίας - Η πολωνική εξέγερση - Η ίδρυση της Πρώτης Διεθνούς

Share it now!
ΕΒΔΟΜΟ ΜΑΘΗΜΑ

Η κρίση του 1857-1858 - Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στην Αγγλία, τη Γαλλία καί τη Γερμανία - Η Διεθνής Έκθεση του Λονδίνου το 1862 - Ό εμφύλιος πόλεμος στην Αμερική - Η κρίση της βαμβακουργίας - Η πολωνική εξέγερση - Η ίδρυση της Πρώτης Διεθνούς - Ό ρόλος τον Μαρξ - Η ιδρυτική διακήρυξη.

Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1850 η αναταραχή τυλίγει τη Ρωσία καί τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στή Ρωσία γίνεται επίκαιρο το θέμα της κατάργησης της δουλοπαροικίας, είναι η λεγόμενη εποχή των μεγάλων μεταρρυθμίσεων - η εποχή πού αρχίζει σε μας το επαναστατικό κίνημα, πού άπ’ τίς αρχές περίπου της δεκαετίας του 1860 παίρνει τη μορφή επαναστατικών παράνομων οργανώσεων, άπ’ τίς οποίες η πιο ονομαστή ήταν η λεγόμενη ομάδα «Γη καί Ελευθερία». Απ την άλλη μεριά του Ατλαντικού Ωκεανού, στίς Ηνωμένες Πολιτείες, στην ημερήσια διάταξη βρισκόταν η κατάργηση της δουλείας. Η εξέλιξη πού πήρε το θέμα αυτό απέδειξε πιο εμφατικά κι άπ’ την εξέλιξη στη Ρωσία, πόσο ό κόσμος πού κάποτε περιοριζόταν σ’ ένα κομμάτι της Ευρώπης, είχε γίνει διεθνής.

Μια εντελώς μακρινή υπόθεση, κάτι πού αφορούσε μόνο τίς Ηνωμένες Πολιτείες, η κατάργηση της δουλείας, αποδείχτηκε εξαιρετικά ζωτική καί σημαντική για την ίδια την Ευρώπη. Κι ήταν τόσο σημαντική, πού ό Μαρξ. στον πρόλογο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, γράφει ότι ό πόλεμος για την κατάργηση της δουλείας στην Αμερική χτύπησε το σήμαντρο για το νέο εργατικό κίνημα στη Δυτική Ευρώπη. Τα γενικά πολιτικά γεγονότα, πού ήταν αποτέλεσμα αυτών των σοβαρών οικονομικών αναστατώσεων, τα επισήμανα ήδη την προηγούμενη φορά. Σήμερα θέλω να ασχοληθώ κάπως ειδικότερα με το ίδιο το εργατικό κίνημα.

Θ’ αρχίσω άπ’ την κατεξοχή χώρα του εργατικού κινήματος, την Αγγλία. Το 1863 στην Αγγλία δεν είχε απομείνει τίποτα άπ’ το παλιό επαναστατικό χαρτιστικό κίνημα. Ό χαρτισμός είχε πεθάνει. Μερικοί ιστορικοί ισχυρίζονται, πώς είχε πεθάνει ήδη το 1848, μετά την περίφημη επανάσταση πού είχε καταλήξει σε αποτυχία. Στήν πραγματικότητα ομως γνώρισε μια ακόμα περίοδο άνθησης στη δεκαετία του 1850, στην περίοδο του κριμαϊκού πολέμου. Με αρχηγό τον Έρνεστ Τζόουνς, λαμπρό ρήτορα καί δημοσιογράφο, πού με τη βοήθεια του Μαρξ καί των φίλων του είχε στήσει το καλύτερο σοσιαλιστικό όργανο της εποχής, ό χαρτισμός κατάφερε κατά τη διάρκεια του κριμαϊκού πολέμου να εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια των εργατικών μαζών, η οποία εντάθηκε εξαιρετικά όταν, παρά τις προβλέψεις, ό πόλεμος άρχισε να τραβάει σε μάκρος. Υπήρχαν μήνες πού η Έφημερίδα του Λαου (People’s Paper) ήταν μια άπ’ τις πιο ισχυρές εφημερίδες. Ιδιαίτερη προσοχή προκαλούσαν τα θαυμάσια άρθρα του Μαρξ, πού στρέφονταν κατά του Γλάδστωνα, και ακόμα πιο πολύ κατά του Πάλμερστον. Αυτό όμως δεν ήταν παρά μια προσωρινή άνοδος πολύ σύντομα μετά το τέλος του πολέμου οι χαρτιστές διέκοψαν την έκδοση της εφημερίδας τους. Ό λόγος δεν ήταν μόνο οί διαφωνίες πού ξέσπασαν πάλι ανάμεσα στην παράταξη του Τζόουνς καί των αντιπάλων του.

Μια αιτία ήταν λ.χ. η κολοσιαία ανάπτυξη της αγγλικής βιομηχανίας, πού είχε αρχίσει ήδη άπ’ τα τέλη του 1849. Οί μικρές οπισθοδρομήσεις πού υπήρξαν αυτή την περίοδο, οπισθοδρομήσεις σε μεμονωμένους βιομηχανικούς κλάδους, δε μπορούσαν να επηρεάσουν τη γενική ευημερία της βιομηχανίας στο σύνολο της. Η τεράστια μάζα των άνεργων, πού είχε σχηματιστεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1840, άπορροφήθηκε απόλυτα άπ’ αυτή τη γενική βιομηχανική άνοδο. Μπορεί να πει κανείς ότι η αγγλική βιομηχανία, εδώ καί πολλές δεκαετίες, σχεδόν εδώ κι έναν αίωνα, δεν είχε ποτέ τόσο μεγάλη έλλειψη εργατικών δυνάμεων. Δεύτερος λόγος ήταν ότι άπ’ τις αρχές του 1850, ιδιαίτερα όμως άπ’ το 1851-1855, άρχισε ένα ισχυρότατο μεταναστευτικό ρεύμα άπ’ την Αγγλία προς τις Ήνωμένες Πολιτείες καί τη μακρινή Αυστραλία• εκεί είχαν ανακαλυφθεί πλούσια κοιτάσματα χρυσού. Μέσα σε λίγα χρόνια η αγγλική βιομηχανία έχασε έτσι περίπου δυο εκατομμύρια εργάτες, πού εγκατέλειψαν την Αγγλία για πάντα. Όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν έφυγαν τα παιδιά ούτε οί γέροι, αλλά οί πιο υγιείς, οί πιο δραστήριοι καί πιο ρωμαλέοι άνθρωποι. Ετσι το εργατικό κίνημα, καί μαζί μ’ αυτό καί το χαρτιστικό, έχασαν τις εφεδρείες απ τίς οποίες αντλούσαν τη δύναμη τους. Αυτοί είναι οί δυο κύριοι λόγοι. Μαζί μ’ αυτούς υπάρχουν καί άλλοι δευτερεύοντες παράγοντες.

Στό βαθμό πού εξασθενούσε η χαρτιστική οργάνωση, εξασθενούσε κι ό δεσμός πού υπήρχε ανάμεσα στις διάφορες μορφές του κινήματος. Ηδη στη δεκαετία του 1840 υπήρχε μια σύγκρουση ανάμεσα στο συνδικαλιστικό καί το χαρτιστικό κίνημα. Αλλά κι άλλες μορφές του εργατικού κινήματος άρχιζαν να αυτονομοποιούνται. Αυτή η ιδιομορφία του αγγλικού εργατικού κινήματος παρουσιάζεται ήδη στη δεκαετία του 1850. Συχνά στην ιστορία του συναντάει κανείς διάφορες ειδικές όργανωσεις πού αναπτύσσονται ξαφνικά πολύ γρήγορα, καί μερικές φορές μάλιστα συνασπίζονται σε μια οργάνωση με πολλές εκατοντάδες χιλιάδες μέλη. Μία λ.χ. έβαλε σκοπό της τον αγώνα κατά του αλκοολισμού. Η χαρτιστική οργάνωση ακολούθησε το δρόμο της ελάχιστης αντίστασης. Στήν αρχή είχε προσπαθήσει να δωσει τη μάχη κατά του αλκοολισμού μέσα στα πλαίσια των κομματικών οργανώσεων. Τωρα την έκανε ξεχωριστό σκοπό, ίδρυσε ειδικούς συλλόγους σ’ ολόκληρη την Αγγλία καί μ’ αυτό τον τρόπο αφαιρούσε αρκετές δυνάμεις άπ’ το γενικό εργατικό κίνημα. Αυτό το κίνημα ονομάστηκε στην Αγγλία κίνημα των «τεϊοποτών». Μετά υπήρχε κι άλλο ένα κίνημα, το συνεργατικό κίνημα, πού καθοδηγούνταν απ’ τους λεγόμενους χριστιανούς σοσιαλιστές. Στό χαρτιστικό κίνημα έχουμε συναντήσει ήδη πάστορες. Σέ μια συζήτηση με μερικούς από σας, ανέφερα ένα γνωστό επαναστάτη, τον πάστορα Στήβενς. Αυτός ήταν ένας απ τους πιο δημοφιλείς ρήτορες της δεκαετίας του 1840. Αργότερα μετακινήθηκε σημαντικά προς τα δεξιά. Κοντά του μαζεύτηκαν καί μερικά άλλα άπ’ αυτά τα στοιχεία του κύκλου των φιλάνθρωπων πού πήγαιναν στους εργάτες για να κηρύξουν τον πρακτικό χριστιανισμό. Ισχυρίζονταν ότι το χαρτιστικό κίνημα έχει ναυαγήσει σαν πολιτικό κίνημα καί διακήρυσσαν πώς το σπουδαιότερο ήταν να όργανώσουν συνεργατικές ενώσεις. Αφού το κίνημα αυτό δεν ήταν επικίνδυνο για τίς κυρίαρχες τάξεις, υποστηρίχτηκε ακόμα κι από μέλη του κυβερνώντος κόμματος. Επίσης μερικοί εκπρόσωποι της διανόησης, πού λυπούνταν για τα βάσανα της εργατικής τάξης, προσχώρησαν σ’ αυτό. Μ’ αυτό τον τρόπο αποχωρίζεται άπ’ το εργατικό κίνημα κι αυτός ό καινούργιος κλάδος, πού ακολουθεί το δικό του ιδιαίτερο δρόμο.

Δε θα απαριθμήσω όλες τίς μεμονωμένες μορφές, αλλά θα περάσω στο συνδικαλιστικό κίνημα. Το κίνημα αυτό, μέχρι τίς αρχές της δεκαετίας του 1850, δε συναντά τόσο ευνοϊκές προϋποθέσεις ανάπτυξης όσο το συνεργατικό κίνημα ή το κίνημα για τον αγώνα κατά του αλκοολισμού. Ωστόσο προσκρούει σε μικρότερη αντίσταση άπ’ το παλιό χαρτιστικό κίνημα. Το 1851 ιδρύεται στην Αγγλία το πρώτο σταθερό συνδικάτο των εργατών μηχανοποιίας. Το συνδικάτο αυτό διευθύνεται από δύο δραστήριους εργάτες, πού κατορθώνουν να ξεπεράσουν το καθαρά συντεχνιακό πνεύμα πού χαρακτήριζε το αγγλικό συνδικαλιστικό κίνημα: τη συνήθεια η οργάνωση των συνδικάτων να περιορίζεται στην επικράτεια μιας η δυο κομητειών. Δεν πρέπει φυσικά να λησμονιέται η ιδιομορφία της αγγλικής βιομηχανίας. Δε μπορείτε από ένα συνδικάτο υφαντουργών να φτιάξετε ένα παμβρετανικό συνδικάτο, με την έννοια πού δίνουμε εμείς στη λέξη, για τον απλούστατο λόγο ότι ολόκληρος σχεδόν ό όγκος της υφαντουργικής βιομηχανίας είναι συγκεντρωμένος, στην Αγγλία, σ’ ένα μικρό κομμάτι γης. Ολόκληρη σχεδόν η μάζα των υφαντουργών εργατών είναι συγκεντρωμένη σε δυο κομητείες. Κι είναι κατανοητό, ότι ένα συνδικάτο της κομητείας εκεί είναι σχεδόν το ίδιο με τη δική μας «Πανρωσική Ένωση των Συνδικάτων». Κι όμως καί σε μας ή υφαντουργική βιομηχανία είναι συγκεντρωμένη κυρίως στην περιοχή της Μόσχας και του Iβάνοβο-Βόζνεσενσκ. Το βασικό μειονέκτημα των αγγλικών συνδικάτων όμως δε βρισκόταν στον τοπικό αλλά στο συντεχνιακό περιορισμό τους. Κάθε επιμέρους επάγγελμα στο χώρο μιας βιομηχανίας, οπως λ.χ. της υφαντουργίας, ήθελε να οργανωθεί σε ένα ξεχωριστό συνδικάτο. Γιαυτό το συνδικαλιστικό κίνημα, μόλο πού άρχισε ν’ αναπτύσσεται έντονα κατά τη δεκαετία του 1850, δεν ήταν σε θέση να δημιουργήσει οργανωτικά σχήματα, που να του επιτρέπουν ένα σε μεγάλη κλίμακα αγώνα κατά των επιχειρηματιών. Όσο ή υφαντουργική βιομηχανία ευημερούσε, ή μεγάλη μάζα των εργατών πετύχαινε εύκολα αύξηση των μισθών. Κι ακόμα περισσότερο, οί επιχειρηματίες τους βοηθούσαν σ’ αυτό γιατί ό μεταξύ τους ανταγωνισμός είχε σαν συνέπεια να προσπαθούν να προσελκύσουντους εργάτες, πού ήταν πολύ λίγοι για τίς απαιτήσεις των διάφορων νέων βιομηχανικών κλάδων. Στά χρόνια αυτά οί καπιταλιστές πασχίζουν να τραβήξουν στην Αγγλία εργάτες άπ’ την Ευρώπη - γερμανούς, γάλλους, βέλγους.

Κάτω άπ’ αυτές τίς συνθήκες το συνδικαλιστικό κίνημα, μόλο πού μεγάλωνε, παρέμενε σ’ ένα χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης. Τα επιμέρους συνδικάτα, πού είχαν σχηματιστεί στους διάφορους υποτομείς ενός καί του αυτού βιομηχανικού κλάδου, έμεναν διαιρεμένα όχι μόνο μέσα σε μια χώρα, αλλά καί μέσα στην ίδια πόλη. Δεν υπήρχαν ούτε καν κοινά τοπικά συμβούλια.

Η κρίση του 1857-1858 επέφερε εδώ μεγάλες αλλαγές. Έχω ήδη αναφέρει πώς το πιο οργανωμένο συνδικάτο ήταν των εργατών μηχανοποιίας, των πιο ειδικευμένων εργατών. Μαζί με την υφαντουργία ή μηχανοποιία ανήκε στις βιομηχανίες πού δεν παράγουν μόνο για την εσωτερική αγορά. Απ’ τη δεκαετία του 1850 γίνονται οί δυο προνομιούχοι βιομηχανικοί κλάδοι, πού έχουν το μονοπωλιο μέσα στην παγκόσμια αγορά: οί ειδικευμένοι εργάτες πού απασχολούνται σ’ αυτούς, πετυχαίνουν εύκολα παραχωρήσεις απ τους επιχειρηματίες, πού οικειοποιούνται μια τεράστια υπεραξία. Έτσι, από τότε κιόλας, αρχίζουν να αποκαθίστανται σ’ αυτούς του δυο βιομηχανικούς κλάδους οί συνθήκες της «κοινωνικής ειρήνης» ανάμεσα στους επιχειρηματίες καί τους εργάτες. Η επίδραση της κρίσης, παρά τη σφοδρότητα της, περνάει γρήγορα. Η απόσταση ανάμεσα στους ειδικευμένους καί τους ανειδίκευτους εργάτες μεγαλώνει, καί εξασθενίζει με τη σειρά του το απεργιακό κίνημα σ’ αυτούς τους δυο βιομηχανικούς κλάδους.

Δεν ήταν όμως όλοι οί εργάτες τόσο ευχαριστημένοι. Η κρίση επέδρασε ιδιαίτερα σκληρά πάνω στην οικοδομική βιομηχανία καί στους οικοδόμους, πού άπ’ την εποχή εκείνη βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του αγώνα της εργατικής τάξης, όπως στίς δεκαετίες του 1830 καί 1840 -την εποχή του χαρτισμου - οί υφαντουργοί, καί στη δεκαετία του 1850 οί μηχανουργοί.

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού επέφερε μια ασυνήθιστη αύξηση του πληθυσμού των πόλεων, καί κατά συνέπεια μια ολοένα μεγαλύτερη ανάγκη κατοικιών. Από κει εξηγείται ή εξαιρετική άνθηση της οικοδομικής βιομηχανίας. Ό πυρετός των σιδηροδρόμων, πού είχε καταλάβει την Αγγλία στις αρχές της δεκαετίας του 1840, αντικαταστάθηκε στίς αρχές της δεκαετίας του ‘50 άπ’ τον οικοδομικό οργασμό. Τα σπίτια χτίζονταν κατά χιλιάδες. Με την κυριολεκτική σημασία της λέξης ρίχνονταν στην αγορά, όπως καί κάθε άλλο εμπόρευμα. Απ την άποψη της τεχνικής όργάνωσης, ή οικοδομική βιομηχανία βρισκόταν ακόμα στο στάδιο της μανουφακτούρας, είχε πέσει όμως κιόλας στα χέρια των μεγάλων καπιταλιστών. Ό άγγλος επιχειρηματίας οικοδομών πάχτωνε ένα μεγάλο κομμάτι γης καί το έχτιζε με εκατοντάδες σπίτια πού τα νοίκιαζε ή τα πουλούσε.

Η ανάπτυξη της οικοδομικής βιομηχανίας προσέλκυσε στίς πόλεις ένα τεράστιο αριθμό εργατών άπ’ τα χωριά. Η βιομηχανία αυτή είναι, καθως γνωρίζετε, αρκετά περίπλοκη καί απαιτεί τους πιο διαφορετικούς εργάτες. Χρειάζεται ξυλουργούς, επιπλοποιούς, μπογιατζήδες, χτίστες, σοβατζήδες, με μια λέξη, όλους τους εργάτες, πού δεν ασχολούνται μόνο με το χτίσιμο των σπιτιών, αλλά καί με τον εξοπλισμό καί τη διαρρύθμιση.

Ετσι ή κρίση του 1857/58 επέδρασε ιδιαίτερα έντονα σ’ αυτούς τους κλάδους της καπιταλιστικής παραγωγής. Αφησε άνεργες τεράστιες μάζες εργατών, δημιούργησε έναν εφεδρικό στρατό από άνεργους, πού ανταγωνίζονταν τους απασχολούμενους εργάτες. Οί επιχειρηματίες αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν το γεγονός αυτό καί ν’ ασκήσουν άπ’ τη μεριά τους πίεση πάνω στους εργάτες, να ελαττώσουν τα μεροκάματα καί να αυξήσουν τίς ώρες της δουλιάς.

Για μεγάλη τους έκπληξη όμως, οί εργάτες απάντησαν σ’ αυτό, το 1859, με μια μαζική απεργία. Ήταν μια άπ’ τίς πιο μεγάλες απεργίες στο Λονδίνο. Για ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη των επιχειρηματιών, ή απεργία των οικοδόμων υποστηρίχτηκε κι από άλλες ομάδες εργατών άπ’ όλους τους νεοδημιουργημένους βιομηχανικούς κλάδους. Αυτή ή απεργία των οικοδόμων το 1859 τράβηξε την προσοχή της Εύρωπης εξίσου με τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα πού διαδραματίζονταν τότε. Ακόμα καί στίς εφημερίδες καί τα περιοδικά της Μόσχας βρήκα ανταποκρίσεις γι’ αυτή την απεργία, πού ήταν πιο ακριβείς άπ’ αυτές πού βρίσκω μερικές φορές σε σοβιετικές εφημερίδες για μερικές απεργίες πού συμβαίνουν στη Δυτική Ευρώπη.

Σέ συνδυασμό μ’ αυτή την απεργία έγιναν μια σειρά από εκδηλώσεις καί μαζικές συγκεντρώσεις. Ανάμεσα στους ομιλητές συναντάμε συχνά τον εργάτη Κρέμερ. Σέ μια μαζική συγκέντρωση στο Χάιντ Πάρκ, δηλώνει ότι ή απεργία των οικοδόμων είναι ή πρώτη σύγκρουση ανάμεσα στην οικονομία της εργασίας καί την οικονομία του κεφαλαίου. Έκτος άπ’ αυτόν κι άλλοι εργάτες, όπως ό Ότζερ, αναπτύσσουν μεγάλη προπαγανδιστική δραστηριότητα. Πρέπει να πω, ότι ή περίφημη συνομιλία ανάμεσα στον εργάτη καί τον καπιταλιστή, στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου — μια άπ’ τίς πιο λαμπρές σελίδες στο Κεφάλαιο - είναι σε μερικά σημεία σχεδόν κατά λέξη επανάληψη των προκηρύξεων, πού κυκλοφόρησαν άπ’ τους εργάτες στη διάρκεια της απεργίας του 1859-1860.

Το αποτέλεσμα αυτής της απεργίας, πού τέλειωσε μετά από λίγο καιρό μ’ ένα συμβιβασμό, ήταν να οργανωθεί στο Λονδίνο για πρώτη φορά ένα Συμβούλιο των Συνδικάτων. Επικεφαλής αυτού του συμβουλίου βρίσκονταν τρία πρόσωπα: ό Ότζερ, ό Κρέμερ καί ό Χάουελ. Είναι όλοι τους εργάτες, πού θα τους συναντήσετε στο πρώτο γενικό συμβούλιο της Πρώτης Διεθνούς. Απ’ το 1861 κιόλας, το Συμβούλιο των Συνδικάτων του Λονδίνου είναι μια άπ’ τίς ισχυρότερες οργανώσεις. Όπως καί τα δικά μας πρώτα σοβιέτ, μετατρέπεται ταυτόχρονα σε μια πολιτική οργάνωση. Προσπαθεί ν’ αντιδρά σ’ όλα τα γεγονότα πού απασχολούν τους εργάτες. Σύμφωνα με το πρότυπο του σχηματίζονται σε μερικά μέρη της Αγγλίας καί της Σκοτίας αντίστοιχα συμβούλια των συνδικάτων, έτσι πού το 1862 υπάρχουν πάλι στην Αγγλία έργατικές-ταξικές όργανωσεις.

Στήν πρώτη γραμμή βρίσκονται, σαν πολιτικά καί οικονομικά κέντρα, τα συμβούλια των εργατών.

Ας εξετάσουμε τώρα τη Γαλλία, όπου ή κρίση δεν είναι λιγότερο σφοδρή. Δεν επέδρασε μόνο στην υφαντουργική βιομηχανία, αλλά καί σ’ όλους τους τομείς της παραγωγής για τους οποίους καυχιέται ή παρισινή βιομηχανία. Σάς έχω ήδη πεί, ότι ό πόλεμος πού εξαπέλυσε το 1859 ό Ναπολέοντας, ήταν ένα άπ’ τα μέσα για να στραφει αλλού ή δυσαρέσκεια των εργατών. Στίς αρχές της δεκαετίας του 1860 ή κρίση αυτή επέδρασε ιδιαίτερα πάνω στην παρισινή βιομηχανία, πού έχει έναν εντελώς ξέχωρο χαρακτήρα: είναι μια βιομηχανία των λεγόμενων καλλιτεχνικών χειροτεχνημάτων.

Το Παρίσι ήταν όμως κι ένα τεράστιο αστικό κέντρο, πού είχε αναπτυχθεί έντονα τη δεκαετία του 1850 κι είχε μεταμορφωθεί με γρήγορο ρυθμό. Μια άπ’ τίς μεγάλες μεταρρυθμίσεις πού πραγματοποίησε ό Ναπολέοντας, ήταν ή ανοικοδόμηση μιας σειράς από παρισινές συνοικίες, ή καταστροφή των παλιών στενών δρόμων καί ή μετατροπή τους σε πλατιές λεωφόρους, όπου ήταν αδύνατο να στηθούν οδοφράγματα. Αυτή είναι ή λεγόμενη «χαουζμανοποίηση» του Παρισιού, γιατί ή ανοικοδόμηση πραγματοποιήθηκε από το φρούραρχο της πόλης Χάουζμαν. Οί συνέπειες ήταν οί ίδιες όπως καί στο Λονδίνο: ή συγκέντρωση μιας τεράστιας μάζας οικοδόμων. Αυτοί, μαζί με όλες τίς υποκατηγορίες τους, από τους ανειδίκευτους εργάτες μέχρι τους ειδικευμένους άπ’ τη μια μεριά, καί τους εργάτες πού απασχολούνταν με την παραγωγή άντικειμένων πολυτελείας απ την άλλη, αποτέλεσαν το κύριο οργανωτικό πλαίσιο για το νέο, μαζικό εργατικό κίνημα πού αναπτύχθηκε άπ’ τίς αρχές της δεκαετίας του 1860. Όταν θα γνωρίσετε από πιο κοντά την ιστορία της Πρώτης Διεθνούς στη Γαλλία, θα αντιληφθείτε αμέσως, ότι ή πλειοψηφία των μελών της, κι άπ’ αυτούς οί πιο διάσημοι, προέρχονταν μέσα από τους ειδικευμένους εργάτες της οικοδομικής βιομηχανίας.

Με την αναζωπύρωση του εργατικού κινήματος στις απαρχές της δεκαετίας του 1860, άναβιωνουν οί παλιές σοσιαλιστικές ομάδες. Κατά πρώτο λογο πρέπει ν’ αναφερθεί ό προυντονισμος. Την εποχή αυτή ό Προυντόν ζούσε ακόμα. Μετά τη φυλάκισή του, μετανάστευσε στο Βέλγιο κι άσκησε μια ορισμένη επιρροή πάνω στο εργατικό κίνημα, τόσο άμεσα όσο καί μέσω των οπαδών του. Ό προυντονισμός όμως πού διακήρυσσε τωρα, στις αρχές της δεκαετίας του 1860, ήταν πια διαφορετικός άπ’ αυτόν πού είχε αναπτύξει την εποχή πού τον πολεμούσε ό Μαρξ.

Τώρα είχε μετατραπεί σε μια απόλυτα ειρηνική θεωρία, προσαρμοσμένη στα μέτρα του νόμιμου εργατικού κινήματος. Οί προυντονιστές έβαλαν στόχο τους να βελτιωσουν την κατάσταση των εργατών, καί τα μέσα πού πρότειναν για να τον πετύχουν ήταν προσαρμοσμένα κυρίως στην κατάσταση των χειροτεχνών. Το πιο σημαντικό ήταν τα δάνεια, με μικρό ή καί καθόλου τόκο. Για το σκοπό αυτό συμβουλεύουν να οργανωθούν πιστωτικοί συνεταιρισμοί, πού τα μέλη τους θα όφειλαν να αλληλοβοηθούνται καί να ανταλλάσσουν υπηρεσίες. Από κεί προέρχεται καί ή έκφραση, πού σίγουρα την έχετε ήδη διαβάσει σε ρωσικα βιβλία: μουτουαλιστές, άνθρωποι πού αλληλοβοηθούνται. Μια εταιρία αμοιβαίας βοήθειας, χωρίς απεργίες, νομιμοποίηση των εργατικών ενώσεων, άτοκα δάνεια, άρνηση του άμεσου πολιτικου αγώνα, βελτίωση της κατάστασης μόνο με τον οικονομικό αγώνα — πού δεν πρέπει όμως να στρέφεται κατά των θεμελίων της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων - έτσι μπορεί να συνοψιστεί το πρόγραμμα των μουτουαλιστών εκείνης της εποχής πού ήταν πιο μετριοπαθείς άπ’ το δάσκαλο τους.

Πλάι στην ομάδα αυτή βρίσκουμε μια, ακόμα πιο δεξιά, πού διευθυνόταν από τους ανθρώπους του Σουμπάτωφ, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση πολύ γνωστή στους κατοίκους της Μόσχας. 15 Αυτοί προσπαθούσαν να εξαγοράσουν εργάτες με υλικές προσφορές. Αρχηγός ήταν ένας δημοσιογράφος, ό Αρμάν Λεβί, πού συνδεόταν κάποτε στενά με τους πολωνούς πρόσφυγες κι ήταν δάσκαλος των παιδιών του πολωνού ποιητή Μίκιεβιτς. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Πλόν-Πλόν, όπως ήταν το παρατσούκλι του αδερφού του Ναπολέοντα.

Η τρίτη ομάδα, πού αριθμητικά ήταν ή μικρότερη αλλά αποτελούνταν από επαναστάτες, ήταν ή ομάδα των μπλανκιστών, πού είχε ξαναρχίσει τότε τη δράση της ανάμεσα στους εργάτες καθως κι ανάμεσα στους διανοούμενους, το φοιτητόκοσμο καί τους συγγραφείς. Εδώ συναντάμε και τον Πωλ Λαφάργκ καί τον Σάρλ Λονγκέ. Κι οι δυο έγιναν αργότερα γαμπροί του Μαρξ.

Όλοι αυτοί οί νέοι καί οι εργάτες βρίσκονταν κάτω άπ’ την ισχυρή επιρροή του Μπλανκί, πού μολονότι ήταν τότε φυλακισμένος, διατηρούσε στενές σχέσεις με τους ελεύθερους συντρόφους του κι είχε συναντήσεις με τους έκπροσωπους αυτής της νεολαίας. Οί μπλανκιστές ήταν οί πιο αδιάλλακτοι εχθροί της ναπολεόντειας κυριαρχίας καί οι πιο παθιασμένοι συνωμότες αγωνιστές.

Αυτή ήταν ή κατάσταση του εργατικού κινήματος στην Αγγλία καί στη Γαλλία γύρω στο 1862, όταν διαδραματίστηκαν μερικά γεγονότα, πού επέφεραν μια στενότερη προσέγγιση ανάμεοα στούς γάλλους καί τους άγγλους εργάτες. Η εξωτερική αφορμή ήταν η οργάνωση της Παγκόσμιας Έκθεσης στο Λονδίνο. Αυτό το διεθνές παζάρι ήταν το προϊόν του νέου σταδίου της καπιταλιστικής παραγωγής, της μεγάλης βιομηχανίας, πού είχε μετατρέψει τις μεμονωμένες χώρες σε τμήματα της παγκόσμιας αγοράς. Η πρώτη έκθεση όργανωθηκε μετά την επανάσταση του Φλεβάρη στο Λονδίνο το 1851, ή δεύτερη στο Πάριοι το 1855, ή τρίτη πάλι στο Λονδίνο.

Με αφορμή την έκθεση αυτή άρχισε στο Παρίσι μια κίνηση ανάμεσα στους εργάτες. Η ομάδα των γάλλων οπαδών του Σουμπάτωφ, χρησιμοποιώντας τίς σχέσεις του Άρμάν Λεβί, απευθύνθηκε στον πρόεδρο της επιτροπής, πού θα όργάνωνε το γαλλικό τμήμα στην Εκθεση του Λονδίνου. Αυτός ό πρόεδρος ήταν ακριβώς ό γνωστός μας Πλόν-Πλόν, πού έδωσε τα χρήματα για τη μετάβαση μιας εργατικής άντιπροσωπείας στην έκθεση του Λονδίνου.

Αμέσως μετά άπ’ αυτό άναψαν διάφορες συζητήσεις σ’ όλα τα παρισινά εργαστήρια. Οί μπλανκιστές καταφέρονταν φυσικά με τη μεγαλύτερη οξύτητα εναντίον αυτής της ελεημοσύνης της κυβέρνησης. Μια ομάδα στην οποία υπερίσχυσαν οί μουτουαλιστές υποστήριζε μια άλλη άποψη. Χάραζε μια μενσεβιστική τακτική κι έλεγε: πρέπει νά επωφεληθούμε άπ’ τη νόμιμη δυνατότητα. Τα χρήματα δόθηκαν γενικά για το ταξίδι των εργατών. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να πετύχουμε, ή αντιπροσωπεία να εκλεγεί όχι άπ’ τα πάνω αλλά μέσα στα εργοστάσια. Θα χρησιμοποιήσουμε αυτές τίς εκλογές για προπαγάνδα και θα επιδιώξουμε να περάσουμε τους δικούς μας υποψήφιους.

Η άποψη της ομάδας αυτής, πού διευθυνόταν από τον Τολαίν και τον Περασόν, επικράτησε. Αποφασίστηκε να γίνουν εκλογές στα εργοστάσια καί εκλέχτηκαν σχεδόν ολα τα μέλη της ομάδας. Οί μπλανκιστές μποϋκοτάρησαν τίς εκλογές καί οί άνθρωποι του Σουμπάτωρ απέτυχαν όλοι. Ετσι όργανωθηκε ή εργατική αντιπροσωπεία από το Παρίσι. Είναι χαρακτηριστικό ότι κι από τη Γερμανία στάλθηκε επίσης μια αντιπροσωπεία στο Λονδίνο, ή οποία συνδεόταν με κείνη την ομάδα εργατών, πού είχε αναλάβει την οργάνωση του εργατικού συνεδρίου κι είχε αποταθεί στον Λασάλ.

Μ’ αυτό τον τρόπο ή Παγκόσμια Εκθεση στο Λονδίνο δημιούργησε τη δυνατότητα να συναντηθούν οί γάλλοι, οί άγγλοι καί οί γερμανοί εργάτες. Καί πράγματι συναντήθηκαν. Μερικοί ιστορικοί της Διεθνούς ανάγουν την αρχή της σ αυτή τη συγκέντρωση. Σάς έχω ήδη συστήσει το βιβλίο του συντρόφου Στέκλιοφ για την ιστορία της Διεθνούς. Ας δούμε τί γράφει γι’ αυτή την συνάντηση.

Αφορμή για την προσέγγιση καθώς καί για τη συνεννόηση ανάμεσα στους άγγλους καί τους ευρωπαίους εργάτες, αποτέλεσε ή Παγκόσμια Έκθεση του 1862 στο Λονδίνο... Στίς 5 Αυγούστου του 1862 έγινε επίσημη υποδοχή των εβδομήντα αντιπροσώπων των γάλλων εργατών από τους άγγλους συντρόφους τους. εκεί αναφέρθηκε ή ανάγκη να δημιουργηθεί ένας διεθνής σύνδεσμος ανάμεσα στους εργάτες πού σαν άνθρωποι, πολίτες καί εργαζόμενοι έχουν τα ίδια συμφέροντα καί έπιδιώξεις.

Δυστυχώς αυτό δεν είναι παρά ένας μύθος. Στήν πραγματικότητα αυτή ή συγκέντρωση, όπως έχω πει εδώ καί πολύ καιρό, είχε έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή καί την έγκριση των εκπροσώπων της αστικής τάξης καί των κυρίαρχων τάξεων. Καί οί λόγοι πού εκφωνήθηκαν δεν έθιγαν ούτε μια τρίχα των επιχειρηματιών, καί δεν ανησύχησαν ούτε έναν αστυνομικό, μιας καί από τη μεριά των άγγλων καπιταλιστών συμμετείχαν ακριβώς εκείνοι, πού κατά τη διάρκεια της απεργίας των οικοδόμων είχαν επιβάλει τα πιο αυστηρά μέτρα. Αρκεί να πούμε, ότι οί άγγλοι συνδικαλιστές σε ένδειξη διαμαρτυρίας δεν ειχαν συμμετάσχει καθόλου σ αυτή τη συγκέντρωση. Με κανένα τρόπο λοιπόν δε μπορούμε να τη θεωρούμε σαν απαρχή της Διεθνούς.

Μόνο ένα είναι σωστό: Όταν θα ‘ρχονταν οί εργάτες άπ’ τη Γαλλία καί τη Γερμανία, θα συναντιόντουσαν με τους γάλλους καί τους γερμανούς εργάτες πού είχαν μεταναστεύσει μετά το 1848. Καί ό τόπος συνάντησης για τους εργάτες των διάφορων εθνοτήτων στίς δεκαετίες του 1850 καί 1860, ήταν ή ήδη γνωστή σας Εργατική Μορφωτική Ενωση, πού είχε ιδρυθεί το 1840 από τον Σάπερ καί τους συντρόφους του. Το εστιατόριο καί το μπαρ αυτής της ένωσης βρίσκονταν ακριβώς στη συνοικία, όπου καί τότε καί αργότερα κατοικούσαν οί ξένοι. Ήταν ένα κέντρο ακόμα καί στα κατοπινά χρόνια, μέχρι τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω προσωπικά, όταν πήγα στο Λονδίνο, για να εργαστώ το 1909 καί 1910 στο Βρετανικό Μουσείο. Δεν υπήρχε άλλο μέρος πού να μπορούσες να συναντήσεις τόσο πολλούς ξένους εργάτες. Η αγγλική κυβέρνηση έσπευσε να κλείσει τη λέσχη αυτή αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου.

Έτσι,άναμφιβολα συναντήθηκαν μερικά μέλη της γαλλικής αντιπροσωπείας με παλιούς γάλλους εξόριστους, κι οί γερμανοί εργάτες από τη Λειψία καί το Βερολίνο ξανασυνάντησαν τους παλιούς συντρόφους τους. Είναι φανερό πώς αυτές ήταν μόνο τυχαίες επαφές, πού από μόνες τους δε μπορούσαν να οδηγήσουν στην ίδρυση της Διεθνούς, όπως δεν το μπορούσε κι ή συγκέντρωση στίς 5 του Αυγούστου, στην όποια ό σύντροφος Στέκλωφ, άκολουθωντας κι άλλους ιστορικούς, αποδίδει μια τόσο μεγάλη σπουδαιότητα.

Την κατάσταση ήρθαν να βοηθήσουν δυο πολύ σημαντικά γεγονότα. Το πρώτο ήταν ό εμφύλιος πόλεμος στίς Ηνωμένες Πολιτείες. Σάς έχω ήδη έξιστορίσει, ότι ή κατάργηση της δουλείας ήταν στην ημερήσια διάταξη. Η διαμάχη για το ζήτημα αυτό οξύνθηκε τόσο πολύ, καί οδήγησε σε μια τόσο έντονη σύγκρουση ανάμεσα στίς πολιτείες του Νότου καί του Βορρά, ώστε οί πρώτες για να διατηρήσουν τη δουλεία, αποφάσισαν να άποχωριστούν καί να σχηματίσουν μια αυτόνομη δημοκρατία. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει ένας πόλεμος πού είχε απρόσμενα καί δυσάρεστα επακόλουθα για ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Οί πολιτείες του Νότου είχαν τότε σχεδόν το μονοπώλιο της παραγωγής βαμβακιού σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το αιγυπτιακό βαμβάκι δεν έπαιζε ακόμα κανένα ρόλο. καί το βαμβάκι των Ανατολικών Ινδιών καί του Τουρκεστάν ήταν ανύπαρκτο. Μ’ αυτό τον τρόπο ή Ευρώπη έμεινε ξαφνικά χωρίς βαμβάκι. Τη στιγμή ακριβώς πού ολόκληρη ή βιομηχανία είχε γενικά συνέρθει εντελώς άπ’ την κρίση του 1857-58, ξέσπασε σ ένα τόσο σημαντικό κλάδο της ύφαντουργίας, όπως είναι βαμβακουργία, μια φοβερή κρίση, πού επηρέασε όχι μόνο την αγγλική, αλλά καί τη γαλλική, τη γερμανική καί ακόμα καί τη δική μας νεαρή βαμβακουργία. Η έλλειψη βαμβακιού επέφερε μια σημαντική ανατίμηση καί στίς άλλες πρώτες υλες της υφαντουργικής βιομηχανίας. Φυσικά οί μεγάλοι καπιταλιστές υπέφεραν λιγότερο άπ’ όλους, όμως οί μικροί καί οί μεσαίοι καπιταλιστές έσπευσαν να κλείσουν τα εργοστάσια τους. Δεκάδες χιλιάδες, καί μάλιστα εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες στην Ευρώπη, απειλούνταν να πεθάνουν της πείνας.

Η κυβέρνηση αρκούνταν σ’ ευτελείς ελεημοσύνες. Οί άγγλοι εργάτες, πού μόλις πριν λίγο καιρό, στην απεργία των οικοδόμων, είχαν δωσει το παράδειγμα της αλληλεγγύης, άρχισαν καί τωρα να οργανώνουν τη βοήθεια. Η πρωτοβουλία ξεκίνησε άπ’ το Συμβούλιο των Συνδικάτων του Λονδίνου. Οργανώθηκε μια ειδική επιτροπή, ανάμεσα στα μελη της οποίας συναντάμε ήδη γνωστά μας ονόματα. Στή Γαλλία οργανώθηκε επίσης μια ειδική επιτροπή με τον ιδιο σκοπό. Επικεφαλής της ήταν εκπρόσωποι της ομάδας πού είχε κάνει τις εκλογές της εργατικής αντιπροσωπείας για την Εκθεση του Λονδίνου.

Οί δυο επιτροπές ήρθαν σ έπαφή. Ετσι οί άγγλοι καί οι γάλλοι εργάτες είχαν μια νέα απόδειξη για το στενό δεσμό πού υπάρχει ανάμεσα στα συμφέροντα των εργατών των διάφορων χωρών. Μ’ αυτό τον τρόπο λοιπόν, ό εμφύλιος πόλεμος στις Ήνωμένες Πολιτείες ήταν ή αιτία πού προκάλεσε μια εξαιρετικά σφοδρή αναταραχή σ’ ολόκληρη την οικονομική ζωή της Ευρώπης, κι έπληξε με την ίδια ορμή τους άγγλους, τους γάλλους, τους γερμανούς, ακόμα καί τους ρώσους εργάτες στίς επικράτειες της Μόσχας καί του Βλαντιμίρ. Γιαυτό, στον πρόλογο του πρωτου τόμου του Κεφαλαίου, ό Μαρξ γράφει ότι ό αμερικάνικος εμφύλιος πόλεμος το 19ο αίωνα, έπαιξε για την εργατική τάξη τον ίδιο ρόλο του σήμαντρου, όπως τον είχε παίξει το 19ο αίωνα ό αμερικάνικος πόλεμος της ανεξαρτησίας κατά της Αγγλίας για τη γαλλική αστική τάξη καί για τη μεγάλη γαλλική επανάσταση.

Ενα δεύτερο γεγονός ενδιέφερε εξίσου τους εργάτες των διαφορών χωρών. Στή Ρωσία εκείνη ακριβώς την εποχή καταργήθηκε ή δουλοπαροικία. Επρεπε να πραγματοποιηθούν καί σ’ άλλους κλάδους της κρατικής καί οικονομικής ζωής κάμποσες ακόμα μεταρρυθμίσεις. Ταυτόχρονα ενισχυόταν το επαναστατικό κίνημα, πού είχε ακόμα πιο ριζοσπαστικές διεκδικήσεις. Οί γειτονικές περιοχές κινητοποιήθηκαν, ανάμεσα τους κι η Πολωνία. Η τσαρική κυβέρνηση άρπαξε την ευκαιρία, ώστε μ’ ένα χτύπημα να απαλλαγεί καί από την εξωτερική καί από την έσωτερική ανταρσία. Προκαλεί μια εξέγερση στην Πολωνία καί ταυτόχρονα με τη βοήθεια του Κάτκωφ κι άλλων πουλημένων συγγραφίσκων υποδαυλίζει ένα μεγαλορωσικό κραυγαλέο πατριωτισμό. Για να καταπνιγεί ή πολωνική εξέγερση, στέλνεται εκεί ο περιβόητος δήμιος Μουράβγιωφ κι άλλα παρόμοια κτήνη.

Στή Δυτική Εύρωπη, οπού ό ρώσικος τσαρισμός είναι παντού μισητός, οί ξεσηκωμένοι πολωνοί, όπως καί το 1831, προκαλούν ζωηρά αισθήματα αλληλεγγύης. Οί κυβερνήσεις εγγυώνται απόλυτη ελευθερία δράσης σ αυτούς πού υποστηρίζουν τους πολωνούς επαναστάτες, για να δώσουν έτσι μια κάποια διέξοδο στην ογκούμενη δυσαρέσκεια των εργατών. Οργανώνονται εκδηλώσεις καί στη Γαλλία σχηματίζεται μια επιτροπή με επικεφαλής τους ήδη γνωστούς μας Τολαίν καί Περασόν. Στήν Αγγλία την κίνηση αλληλεγγύης με την Πολωνία τη διευθύνουν ό Κρέμερ καί ό Ότζερ απ’ τη μεριά των εργατών, καί ό καθηγητής Μπήζλυ απ’ τη μεριά των ριζοσπαστών διανοουμένων.

Τον Απρίλη του 1863 συγκαλούν μια τεράστια μαζική συγκέντρωση στο Λονδίνο, οπου ό Κρέμερ, σ’ ένα λόγο του, τάσσεται απόλυτα στο πλευρό των πολωνών. Πρόεδρος είναι ό καθηγητής Μπήζλυ. Η συγκέντρωση παίρνει μια απόφαση, από κοινού με τους γάλλους εργάτες να ασκήσουν πίεση στις κυβερνήσεις για να προκαλέσουν μια επέμβαση υπέρ της Πολωνίας. Αποφασίζεται να οργανωθεί μια διεθνής συγκέντρωση. Αυτή πραγματοποιείται στίς 22 Ιούλη του 1863 στο Λονδίνο. Πρόεδρος είναι πάλι ό Μπήζλυ.

Στ’ όνομα των άγγλων εργατών μίλησαν ό Οτζερ καί ό Κρέμερ, στ όνομα των γάλλων ό Τολαίν. Ολοι τους απέδειξαν την ανάγκη να δημιουργηθεί μια ανεξάρτητη Πολωνία. Αυτό ήταν το μοναδικό θέμα των άγορεύσεων. Την επόμενη μέρα όμως πραγματοποιήθηκε μια νέα συγκέντρωση, πού οί ιστορικοί της Διεθνούς συνήθως δεν την αναφέρουν. Όργανώθηκε με πρωτοβουλία του Συμβουλίου των Συνδικάτων του Λονδίνου, αυτή τη φορά χωρίς τη συμμετοχή αστικών στοιχείων. Ό Ότζερ επισήμανε την ανάγκη για μια στενότερη επαφή ανάμεσα στους άγγλους καί τους ευρωπαίους εργάτες. Το πρόβλημα τέθηκε πρακτικά. Σάς έχω πεί ήδη, οτι οί άγγλοι εργάτες έπρεπε να υπολογίζουν σ ένα μεγάλο ανταγωνισμό των γάλλων καί των βέλγων, αλλά ιδιαίτερα των γερμανών εργατών. Στίς αρχές της δεκαετίας του 1860 στα αρτοποιεία, πού τελικά πέρασαν στα χέρια των μεγάλων επιχειρηματιών, εργάζονταν σε μεγάλο ποσοστό γερμανοί εργάτες. Στή βιομηχανία οικοδομών, έπίπλων καί έργων τέχνης εργάζονται πολυάριθμοι γάλλοι. Γιαυτό οί άγγλοι συνδικαλιστές έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα σε κάθε δυνατότητα να ασκούν επιρροή πάνω στους ξένους εργάτες, πού είχαν έρθει στην Αγγλία, κι αυτό ήταν πιο εύκολο να το πετύχουν με τη βοήθεια μιας οργάνωσης, πού θα συνένωνε τους εργάτες των διάφορων εθνοτήτων.

Αποφασίστηκε, οτι οί άγγλοι εργάτες όφειλαν να στείλουν στους γάλλους εργάτες ένα αντίστοιχο χαιρετιστήριο μήνυμα. Πέρασαν σχεδόν τρείς μήνες προτού το μήνυμα αυτό δοθεί για έγκριση στους συνδικαλιστές του Λονδίνου. Είχε συνταχθεί κυρίως απ τον Ότζερ, πού σίγουρα το είχε εμπνευστεί από μια παρόμοια επιστολή αλληλεγγύης πού είχε στείλει ό συνάδερφος του Τόμας Χάρντυ, στα τέλη του 18ου αιώνα, στους γάλλους επαναστάτες.

Την εποχή εκείνη ή πολωνική εξέγερση είχε πια κατασταλεί με ανήκουστη ωμότητα από τους τσαρικούς δήμιους. Το χαιρετιστήριο μήνυμα δε θυμίζει σχεδόν καθόλου την εξέγερση. Για να σας δωσω μια ιδέα του χαρακτήρα της, θα σας διαβάσω ένα μικρό απόσπασμα.

Η αδελφοσύνη των λαών είναι απόλυτα αναγκαία για το συμφέρον των εργατών. Γιατί κάθε φορά πού προσπαθούμε να βελτιώσουμε τη θέση μας με τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας ή με την αύξηση του μεροκάματου, οί καπιταλιστές μας απειλούν οτι θα φέρουν γάλλους, βέλγους, γερμανούς εργάτες, πού μπορούν να κάνουν τη δουλιά μας με μικρότερο μισθό. Δυστυχώς συχνά ή απειλή αυτή πραγματοποιείται. Σ’ αυτό φυσικά δε φταίει ή κακή θέληση των ευρωπαίων συναδέρφων μας, αλλά αποκλειστικά ή έλλειψη σωστών συνδέσμων ανάμεσα στους μισθωτούς εργάτες των διάφορων χωρών. Ελπίζουμε όμως πώς αυτή ή κατάσταση σύντομα θα τερματιστεί, γιατί ή επιδίωξη μας να εξισώσουμε τους μισθούς των κακοπληρωμένων εργατών με τους μισθούς εκείνων πού πληρώνονται καλύτερα, θα εμποδίσει τους επιχειρηματίες να μας εμπαίζουν βάζοντας μας να τσακωνόμαστε μεταξύ μας, ωστε σύμφωνα με το κερδοσκοπικό τους πνεύμα να υποβιβάζουν το βιοτικό μας επίπεδο όσο το δυνατό πιο χαμηλά.

Το χαιρετιστήριο μήνυμα μεταφράστηκε στα γαλλικά άπ’ τον καθηγητή Μπήζλυ και στάλθηκε στο Παρίσι μόλις το Νοέμβρη του 1863. Στό Παρίσι χρησιμοποιήθηκε σαν προπαγανδιστικό υλικό στα εργοστάσια. Η απάντηση όμως των γάλλων εργατών άργησε πολύ. Ό λόγος ήταν ότι στο Παρίσι προετοιμάζονταν τότε για τίς επικείμενες συμπληρωματικές εκλογές της νομοθετικής συνέλευσης (όπως ονομαζόταν τότε το κοινοβούλιο), πού θα παραγματοποιουνταν το Μάρτη του 1864. Μια ομάδα εργατών, επικεφαλής της οποίας βρίσκουμε πάλι τον Τολαίν καί τον Περασόν, έθεσε ένα εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα: πρέπει οι έργάτες να προτείνουν τους δικούς τους υποψήφιους ή να αρκεστούν στην υποστήριξη των ριζοσπαστών υποψηφίων; Μ’ άλλα λόγια: πρέπει να διαχωριστούν απ’ την αστική αντιπολίτευση καί να εμφανιστούν μ’ ένα ξεχωριστό πρόγραμμα, ή να ακολουθήσουν πίσω άπ’ τα αστικά κόμματα; Το πρόβλημα αυτό συζητήθηκε έντονα στα τέλη του 1863 καί στίς αρχές του 1864. Αποφασίστηκε να εμφανιστούν ξεχωριστά καί να προβάλουν σαν υποψήφιο τον Τολαίν. Μαζί μ αυτό πάρθηκε ή απόφαση να τεκμηριωθεί αυτή η ρήξη με την αστική δημοκρατία, σ ένα ιδιαίτερο πρόγραμμα, το οποίο απ τον αριθμό των υπογραφών πήρε το όνομα Μανιφέστο των Εξήντα.

Στό θεωρητικό του μέρος, στην κριτική πού υποβάλλει την αστική τάξη πραγμάτων, το μανιφέστο αυτό υποστηρίζει όλοκληρωτικά την άποψη του Προυντόν. Ταυτόχρονα ομως ξεφεύγει ολότελα άπ’ το πολιτικό πρόγραμμα του δασκάλου, υποστηρίζει την αναγκαιότητα μιας ξέχωρης πολιτικής οργάνωσης για τους εργάτες καί απαιτεί να προτείνει ή εργατική τάξη δικούς της υποψήφιους για να υποστηρίξουν στο κοινοβούλιο τα συμφέροντα των εργατών.

Ό Προυντόν επιδοκίμασε μ’ ενθουσιασμό το Μανιφέστο των Εξήντα, καί μ αύτη την αφορμή έγραψε ένα βιβλίο, πού αποτελεί ένα απ’ τα καλύτερα έργα του. Το επεξεργάστηκε στους τελευταίους μήνες της ζωής του, αλλά πέθανε προτού να δημοσιευτεί. Το βιβλιαράκι αυτό έχει τον τίτλο Για την Πολιτική Ικανότητα της Εργατικής Τάξης. Ό Προυντόν αναγνωρίζει για πρώτη φορά στην εργατική τάξη το δικαίωμα να έχει μια ανεξάρτητη ταξική οργάνωση. Μόλο πού, τόσο στο ζήτημα της απεργίας όσο καί στο ζήτημα των συνεταιρισμών αμοιβαίας βοήθειας, επιμένει στην παλιά του άποψη, το βιβλίο αυτό θυμίζει περισσότερο άπ’ όλα το πρώτο του έργο. Για την Ιδιοκτησία, τόσο στο πνεύμα της διαμαρτυρίας κατά της αστικής κοινωνίας, οσο καί στην προλεταριακή του τάση. Αυτή ή υπεράσπιση της εργατικής τάξης έγινε ένα άπ’ τα δημοφιλέστερα βιβλία των γάλλων εργατών. Όταν κανείς μιλάει για την επιρροή του προυντονισμού στην εποχή της Πρώτης Διεθνούς, δεν πρέπει να ξεχνάει, ότι πρόκειται για τη μορφή εκείνη του προυντονισμού, πού είχε διαμορφωθεί μετά τη δημοσίευση του Μανιφέστου των Εξήντα. Μ’ αυτήν άκριβώς τη μορφή ό προυντονισμός άσκησε μεγάλη επιρροή καί στίς απόψεις των επαναστατών διανοούμενων στη Ρωσία.

Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος μέχρι πού να συντάξουν οι παρισινοί εργάτες την απαντητική επιστολή. Εκλέχτηκε μια ειδική αντιπροσωπεία για να τη μεταφέρει στο Λονδίνο. Για την υποδοχή αυτής της αντιπροσωπείας οργανώθηκε στίς 28 Σεπτέμβρη του 1864 μια συγκέντρωση στην αίθουσα του Αγίου Μαρτίνου, πού ήταν ένα πολύ γνωστό τότε κτίριο στο κέντρο της πόλης. Πρόεδρος ήταν ό Μπήζλυ. Η αίθουσα ήταν άσφυχτικά γεμάτη. Στήν αρχή ό Ότζερ διάβασε μια προσφωνηση των άγγλων εργατών. Ό απαντητικός χαιρετισμός διαβάστηκε από τον Τολαίν. Δίνω εδώ ένα μικρό απόσπασμα:

Η βιομηχανική πρόοδος, ό καταμερισμός της εργασίας, το ελεύθερο εμπόριο — αυτοί είναι οι τρεις παράγοντες πού πρέπει να μας απασχολήσουν, γιατί υπόσχονται μια θεμελιακή αλλαγή της κοινωνίας. Οί καπιταλιστές, κάτω άπ’ την πίεση των περιστάσεων, ακολουθώντας τίς απαιτήσεις της εποχής, συνασπίστηκαν σε παντοδύναμες οικονομικές καί βιομηχανικές ενώσεις. Αν δεν πάρουμε αμυντικά μέτρα θα συντριβούμε αλύπητα. Εμείς, οί εργάτες όλων των χωρών, πρέπει να συνενωθούμε καί να βάλουμε ένα αμετάκλητο τέλος σε μια τάξη πραγμάτων, πού απειλεί να διαιρέσει την ανθρωπότητα σε μια μάζα λιμοκτονούντων καί σε ζωώδη κατάσταση υποβιβασμένων ανθρώπων άπ’ τη μια, καί σε μια κλίκα πλουτοκρατών καί καλοθρεμμένων απ την άλλη. Για να πετύχουμε το σκοπό αυτό θ’ αναπτύξουμε αλληλεγγύη μεταξύ μας.

Οί γάλλοι εργάτες είχαν μάλιστα φέρει μαζί τους καί το σχέδιο μιας τέτοιας όργάνιοσης: στο Λονδίνο θα συγκροτηθεί μια Κεντρική Επιτροπή από αντιπρόσωπους όλων των χωρών, καί σ’ όλες τίς πρωτεύουσες της Ευρώπης θα δημιουργηθούν υποεπιτροπές, πού θα βρίσκονται σ’ επαφή μ’ αύτη την Κεντρική Επιτροπή πού θα έθετε στην κρίση τους το κάθε πρόβλημα. Το κέντρο θα συγκεντρώνει τ’ αποτελέσματα αυτής της συζήτησης. Για τον οριστικό καθορισμό του οργανωτικού σχήματος, θα πρέπει να συγκληθεί ένα διεθνές συνέδριο στο Βέλγιο.

Θα με ρωτήσετε, σύντροφοι: καί πού είναι ό Μαρξ, ποια ήταν ή συμμετοχή του σ’ όλα αυτά; Καμιά απολύτως. Σκόπιμα σας περιέγραψα τόσο διεξοδικά το πώς προετοιμάστηκε ή 28 Σεπτέμβρη του 1864, ή μέρα πού προσδιορίζουμε σαν την απαρχή της ιστορίας της Πρωτης Διεθνούς, για να ξέρετε, πώς ολα τα βήματα πού έγιναν σ’ αυτή τη συγκέντρωση, άπ’ το πρώτο μέχρι το τελευταίο, ήταν έργο των ιδιων των εργατών. Μέχρι τώρα δε μπόρεσα ουτε μια φορά ν’ αναφέρω το όνομα του Μαρξ. Ωστόσο, στην αξιομνημόνευτη εκείνη μέρα, βρισκόταν σαν καλεσμένος στη συνέλευση. Πώς ήρθε όμως σ’ αύτη τη συγκέντρωση; Την απάντηση μας τη δίνει ένα μικρό σημείωμα, πού το βρήκα τυχαία ανάμεσα σε διάφορα χαρτιά του Μαρξ.

Προς τον κ. Μαρξ! Η οργανωτική επιτροπή της συγκέντρωσης, Σάς παρακαλεί εύσεβάστως να μη μας αρνηθείτε την παρουσία Σας σ’ αυτήν. Η επίδειξη του σημειωματος θα Σάς επιτρέψει την εισοδο στο χώρο, όπου στις 1930 θα συνέλθει η επιτροπή. Ό αφοσιωμένος Σας Κρέμερ.

Όταν βρήκα την επιστολή αυτή διερωτήθηκα: Τι έκανε τον Κρέμερ να καλέσει τον Μαρξ; Γιατί δεν προσκλήθηκαν καί πολλοί άλλοι εξόριστοι, πού ήταν εγκατεστημένοι τότε στο Λονδίνο καί συνδέονταν πιο στενά με τους γάλλους ή τους άγγλους; Γιατί εκλέχτηκε στην επιτροπή της μελλοντικής Διεθνούς Ενωσης;

Σχετικά μ’ αυτά, μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Το πιο πιθανό είναι το έξης: Σάς έχω ήδη επισημάνει το ρόλο που έπαιζε ή γερμανική Εργατική Ένωση σαν τόπος συγκέντρωσης στο Λονδίνο, όπου συναντιόντουσαν οί εργάτες των διάφορων εθνικοτήτων. Η σημασία της σαν τόπου συγκέντρωσης μεγάλωσε ακόμα περισσότερο, όταν οί ίδιοι οί άγγλοι κατάλαβαν, πώς είναι απαραίτητο να συνενωθούν με τους γερμανούς εργάτες, για να αμβλύνουν τις επιζήμιες συνέπειες πού γεννιούνταν άπ’ τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών, πού οί επιχειρηματίες τους προσειλκυαν στο Λονδίνο μέσου διαφορών πρακτόρων. Από κει προέκυψαν στενές προσωπικές σχέσεις με τα μέλη της παλιάς Ένωσης των Κομμουνιστών, τον Έκάριους, τον Λέσνερ καί τον Πφαίντερ. Οί δυο πρώτοι απασχολούνταν σ’ ένα εργοστάσιο ραφτικής, ό τρίτος εργαζόταν σαν μπογιατζής καί ελαιοχρωματιστής στις οικοδομές. Όλοι τους πήραν ενεργό μέρος στην κίνηση των συνδικάτων του Λονδίνου, καί γνωρίζονταν καλά με τους οργανωτές καί ηγέτες του Συμβουλίου των Συνδικάτων του Λονδίνου. Εύκολα πια μπορείτε να μαντέψετε, ότι μέσω αυτών ό Ότζερ καί ό Κρέμερ γνωρισαν καί το δόκτορα Μαρξ, πού την εποχή εκείνη ακριβώς είχε άνανεωσει τίς σχέσεις του με τη γερμανική Εργατική Ενωση.

Ό πραγματικός ρόλος του Μαρξ, πού καθως βλέπετε δεν ήταν ό ιδρυτής της Πρώτης Διεθνούς, αλλά έγινε πολύ σύντομα ό πνευματικός της αρχηγός, αρχίζει αμέσως μετά την ίδρυση της. Όπως είδατε, ή επιτροπή πού εκλέχτηκε στη συγκέντρωση της 28 του Σεπτέμβρη, ουσιαστικά δεν πήρε καμιά απολύτως εντολή. Δεν είχε ούτε πρόγραμμα, ούτε καταστατικό ούτε καν όνομα. Στό Λονδίνο υπήρχε τότε ήδη μια διεθνής εταιρία, ή «Γενική Ενωση», ή οποία πρόσφερε στην επιτροπή τη φιλοξενία της. Κι αν διαβάσετε τα πρακτικά άπ’ την πρώτη συγκέντρωση της επιτροπής, θα βρείτε εκεί καί τους αντιπρόσωπους αυτής της Ενωσης, πολύ καλοπροαίρετους μπουρζουάδες. Οί εκπρόσωποι της Ένωσης πρότειναν στη νέα επιτροπή να μην ιδρύσει κάποια καινούργια εταιρία, άλλοι μιλούσαν για την οργάνωση μιας νέας διεθνούς ένωσης, στην οποία θα μπορούσαν να προσχωρήσουν όχι μόνο εργάτες, αλλά κι όλοι όσοι επιθυμούσαν μια διεθνή συνένωση καί βελτίωση της οικονομικής καί πολιτικής κατάστασης των εργαζόμενων μαζών. Καί μόνο χάρη στην πίεση δύο εργατών, του Έκάριους καί του Γουίτλοκ, ενός παλιού χαρτιστή, αποφασίστηκε να δοθεί στην καινούργια ένωση το όνομα «Διεθνής Ένωση των Εργατών». Η πρόταση αυτή υποστηρίχτηκε από τους άγγλους, πού ανάμεσα τους υπήρχαν μερικοί χαρτιστές - μέλη της παλιάς «Ενωσης των Εργατών», του λίκνου του χαρτιστικού κόμματος.

Το καινούργιο όνομα έδινε άπ’ τα πρίν τον καθορισμένο χαρακτήρα της νέας διεθνούς ένωσης. Απώθησε αμέσως τους φρόνιμους εκείνους αστούς πού μετείχαν στη Γενική Ενωση. Αυτοί ζήτησαν αμέσως άπ’ την επιτροπή να στεγαστεί κάπου αλλού. Για καλή τους τύχη, τα μέλη της επιτροπής κατάφεραν να βρουν ένα μικρό δωμάτιο κοντά στη γερμανική εργατική ένωση, στη συνοικία όπου ζούσαν οί εξόριστοι καί οί ξένοι εργάτες.

Μόλις βαφτίστηκε ή Ενωση, άρχισε να συντάσσεται το πρόγραμμα καί το καταστατικό. Για να περάσει μια απόφαση, πρέπει να εξασφαλιστεί μια πλειοψηφία. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά κάθε μέλος της όποιας περιφερειακής επιτροπής. Τα μέλη της επιτροπής της Διεθνούς το γνώριζαν εξίσου καλά. Καί φυσικά δεν παρέλειπαν, όσο προετοιμάζονταν για τη συνεδρίαση, να κερδίσουν φίλους. Το μόνο κακό ήταν πώς ή επιτροπή αποτελούνταν άπ’ τα πιο διαφορετικά στοιχεία. Υπήρχαν κατά πρώτο λόγο οί άγγλοι, πού κι αυτοί διασπάστηκαν σε διάφορες ομάδες. Ανάμεσα τους υπήρχαν συνδικαλιστές, παλιοί χαρτιστές, υπήρχαν ακόμα καί παλιοί οουενιστές, οπαδοί του μεγάλου ουτοπιστή Όουεν. Υπήρχαν οί γάλλοι, πού δύσκολα τα βγάζαν πέρα με τα οικονομικά προβλήματα, αλλά θεωρούνταν ειδικοί της επανάστασης. Υπήρχαν οί ιταλοί, πού είχαν τότε πολύ μεγάλη επιρροή, γιατί καθοδηγούνταν από ένα πολύ δημοφιλή στους άγγλους επαναστάτη, τον Ματσίνι, πού ήταν ένθερμος δημοκράτης καί συνάμα θρησκόληπτος άνθρωπος. Υπήρχαν επίσης πολωνοί εξόριστοι, για τους οποίους το πιο σημαντικό ήταν το πολωνικό πρόβλημα.

Τέλος υπήρχαν καί μερικοί γερμανοί, πού ήταν όμως όλοι παλιά μέλη της Ενωσης των Κομμουνιστών - ό Έκάριους, ό Λέσνερ, ό Λόχνερ, ό Πφαίντερ καί τέλος ό Μαρξ. Υποβλήθηκαν διάφορα σχέδια. Έκτος άπ’ το γνωστό μας γαλλικό, υποβλήθηκε κι ένα ιταλικό, πού είχε φτιαχτεί πάνω στο ίδιο πρότυπο. Στήν υποεπιτροπή πού ανήκε, ό Μαρξ υποστήριξε τίς θέσεις του καί τελικά του προτάθηκε να εκθέσει το σχέδιο του στην ολομέλεια της επιτροπής. Στήν τέταρτη συνεδρίαση — να θυμόσαστε πως έγινε την 1η Νοέμβρη του 1864 — το σχέδιο του Μαρξ εγκρίθηκε με μερικές ασήμαντες συντακτικές τροποποιήσεις άπ’ τη συντριπτική πλειοψηφία.

Πώς έγινε αυτό; Πρέπει άπ’ τα πρίν να σας πω, έστω κι αν κινδυνεύω να εκθέσω στα μάτια σας τον Μαρξ, ότι αυτό δεν έγινε χωρίς κάποιους συμβιβασμούς. Ό συμβιβασμός βρισκόταν στο γεγονός, όπως έγραψε ό ιδιος ό Μαρξ στο γράμμα του προς τον Ένγκελς, ότι «υποχρεώθηκε να περιλάβει στο καταστατικό καί στο πρόγραμμα μερικές λεξουλες, όπως αλήθεια, ηθική καί δικαιοσύνη», αλλά τίς περιέλαβε έτσι «πού να μη μπορούν να βλάψουν». 16

Δε βρίσκεται όμως εκεί το μυστικό της επιτυχίας του Μαρς, το μυστικό για το πώς κατόρθωσε, σε μια τόσο ανομοιογενή συνέλευση, να πετύχει τη σχεδόν ομόφωνη αποδοχή των θέσεων του. Το μυστικό πρέπει ν’ αναζητηθεί στην ασυνήθιστη επιδεξιότητα — καί τούτο το αναγνώρισε ακόμα κι ό Μπακούνιν, ένας από τους άσπονδους αντίπαλους του Μαρξ – με την οποία συντάχτηκε το ιδρυτικό μανιφέστο της Διεθνούς. Όπως ομολογεί ό Μαρξ στο ιδιο γράμμα προς τον Ένγκελς, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εκθέσει την ουσία της υπόθεσης έτσι, πού ή δική μας, δηλαδή ή κομμουνιστική, άποψη να παρουσιαστεί με μια μορφή πού να ‘ναι αποδεκτή άπ’ το επίπεδο ανάπτυξης του εργατικού κινήματος εκείνης της εποχής. Ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσει τη θαρραλέα και επαναστατική γλώσσα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Επρεπε να προσπαθήσει να ναι σκληρός στο περιεχόμενο, αλλά μετριοπαθής στην έκφραση. Καί πράγματι, ό Μαρξ ολοκλήρωσε με τον πιο λαμπρό τρόπο το έργο αυτό.

Η Ιδρυτική Διακήρυξη, το ιδρυτικό μανιφέστο, γράφτηκε 17 χρόνια μετά το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Ό συγγραφέας των δυο κειμένων ήταν ίδιος, οι εποχές όμως πού γράφτηκαν, καί οί οργανώσεις για τίς όποιες καί στ όνομα των οποίων γράφτηκαν, διέφεραν πολύ. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο συντάχτηκε κατ’ εντολή μιας μικρής ομάδας επαναστατών καί κομμουνιστών, για ένα πολύ νεαρό ακόμα εργατικό κίνημα. Από τότε κιόλας οί κομμουνιστές είχαν τονίσει ότι δεν έθεταν καμιά απολύτως ειδική αρχή, με την πρόθεση να την επιβάλουν στο εργατικό κίνημα, ότι προσπαθούν μόνο να τονίσουν σ’ αυτό το κίνημα τα κοινά συμφέροντα του προλεταριάτου όλων των χωρών, ανεξάρτητα από εθνικότητες.

Το 1864 το εργατικό κίνημα είχε αναπτυχθεί αρκετά, είχε γίνει πιο μαζικό, όσο αφορά όμως το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης είχε μείνει πολύ πίσω άπ’ τη μικρή επαναστατική πρωτοπορία του 1848. Αλλά καί το νέο γενικό επιτελείο, πού στ’ όνομα του έγραφε τωρα ό Μαρξ, είχε μείνει αρκετά πίσω. Ήταν απαραίτητο να συνταχθεί ένα καινούργιο μανιφέστο, πού ν’ ανταποκρίνεται στο τοτινό επίπεδο ανάπτυξης του εργατικού κινήματος καί των ηγετών του, χωρίς όμως ταυτόχρονα να εγκαταλείπει ουτε μια άπ’ τίς αρχικές θέσεις του Κομμουνιστικού Μανιφέστου.

Ό Μαρξ, στο νέο μανιφέστο του, έδωσε ένα κλασικό παράδειγμα εφαρμογής της τακτικής του ενιαίου μετώπου. Διατύπωσε μέσα σ’ αυτό τίς διεκδικήσεις καί υπογράμμισε όλα τα σημεία, στα οποία έπρεπε να συνενωθουν οί εργατικές μάζες καί στη βάση των όποίων μπορούσε ν’ αναπτυχθεί παραπέρα το ταξικό κίνημα των εργατών. Από τίς άμεσες ταξικές διεκδικήσεις του προλεταριάτου πού διατύπωσε ό Μαρξ, προέκυπταν λογικά καί οί παραπέρα διεκδικήσεις του Κομμουνιστικού Μανιφέστου.

Σ’ όλες αυτές τίς σχέσεις ό Μαρξ είχε φυσικά τεράστια υπεροχή τόσο απέναντι στον Ματσίνι, όσο κι απέναντι στους γάλλους επαναστάτες καί στους άγγλους σοσιαλιστές, πού συμμετείχαν στην επιτροπή της Διεθνούς. Χωρίς να μεταβάλει τίς βασικές του αρχές, είχε επιτελέσει στα τελευταία δεκαεφτά χρόνια ένα τεράστιο έργο. Στό διάστημα αυτό είχε τελειώσει κιόλας το πρωτο δοκίμιο του γιγάντιου έργου του καί ασχολούνταν με την τελική επεξεργασία του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου. Ό Μαρξ ήταν τότε ό μόνος άνθρωπος στον κόσμο, πού είχε μελετήσει τόσο διεξοδικά την κατάσταση της εργατικής τάξης καί είχε συλλάβει τόσο βαθιά όλόκλήρο το μηχανισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σ’ ολόκληρη την Αγγλία δεν υπήρχε ουτε ένας άνθρωπος πού να ‘χει κοπιάσει να μελετήσει τόσο επακριβώς όλες τίς εκθέσεις των άγγλων εργοστασιακών επιθεωρητών καί τίς εργασίες των κοινοβουλευτικών επιτροπών, πού είχαν ερευνήσει την κατάσταση των διάφορων βιομηχανικών κλάδων καί των διάφορων ομάδων του προλεταριάτου των πόλεων καί της υπαίθρου. Ό Μαρξ γνώριζε αυτά τα πράγματα πολύ καλύτερα άπ’ τα εργατικά μέλη της επιτροπής. Στήν επιτροπή μετείχαν αρτοποιοί πού γνωριζαν πολύ καλά την κατάσταση των πραγμάτων στον κλάδο τους, μετείχαν τσαγκάρηδες πού γνώριζαν άριστα τα προβλήματα τους, μετείχαν μαραγκοί καί μπογιατζήδες, πού γνώριζαν θαυμάσια την κατάσταση των εργατών οικοδομών, όμως μόνο ό Μαρξ γνωριζε με απόλυτη ακρίβεια την κατάσταση των διάφορων όμάδων της εργατικής τάξης καί μόνο ό Μαρξ μπορούσε να τη συνδέσει με τους γενικούς νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής.

Η μεγάλη τέχνη του προπαγανδιστή φαίνεται καί μόνο στη σύνταξη του μανιφέστου. Ό Μαρξ, όπως ξεκίνησε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο απ’ το βασικό παράγοντα κάθε ιστορικής εξέλιξης, κάθε πολιτικού κινήματος - απ την πάλη των τάξειον - έτσι καί στο καινούργιο μανιφέστο δεν ξεκινάει με γενικές φράσεις, ούτε με υψηλά θέματα, αλλά με γεγονότα πού χαρακτηρίζουν την κατάσταση της εργατικής τάξης.

Είναι γεγονός ότι ή αθλιότητα των εργαζόμενων μαζών δεν ελαττώθηκε στην περίοδο άπ’ το 1848 μέχρι το 1864, καί παρόλα αυτά ή πρόοδος της βιομηχανίας καί του εμπορίου κατά την περίοδο αυτή είναι χωρίς προηγούμενο στην ιστορία. 17

Ό Μαρξ αποδείχνει μετά, επισημαίνοντας την ομιλία του Γλάδστωνα στη Βουλή των Κοινοτήτων, ότι παρά τον τριπλασιασμό του εμπορίου της Μεγάλης Βρετανίας, άπ’ το 1843, ή ανθρώπινη ζωή εννέα στίς δέκα περιπτώσεις δεν ήταν παρά ένας διαρκής άγωνας έπιβίωσης. Ακόμα κι οί εγκληματίες κι οί εξόριστοι τρέφονταν καλύτερα από πολλές κατηγορίες εργατών.

Στηριζόμενος πάντα στίς έρευνες των κοινοβουλευτικών επιτροπών, ό Μαρξ διαγράφει την εικόνα του υποσιτισμού, του εκφυλισμού καί των ασθενειών πού μαστίζουν τεράστιες μάζες της εργατικής τάξης. Καί ταυτόχρονα αποδείχνει, ότι μ’ αυτό τον τρόπο ό πλούτος των ιδιοκτητριών τάξεων μεγαλώνει σε αφάνταστο βαθμό.

Ό Μαρξ συμπεραίνει ότι. παρά τίς διαβεβαιωσεις των αστών οικονομολόγων, ούτε ή τελειοποίηση των μηχανών, ουτε ή εφαρμογή της επιστήμης στη βιομηχανία, ούτε ή κατασκευή νέων δρόμων στίς έπικοινωνίες, ούτε ή ανακάλυψη των αποικιών, ούτε ή μετανάστευση, ούτε ή δημιουργία νέων αγορών, ούτε το ελεύθερο εμπόριο είναι ικανά να καταργήσουν την αθλιότητα της εργατικής τάξης. Από κεί συμπεραίνει, όπως καί στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ότι όσο ή κοινωνική τάξη πραγμάτων θα στηρίζεται στα παλιά θεμέλια, κάθε νέα ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, το μόνο πού θα κάνει θα ‘ναι να πλαταίνει καί να βαθαίνει την άβυσσο πού χωρίζει τωρα τίς διάφορες τάξεις, καί να φανερωνει ακόμα πιο έντονα το μετάξυ τους ανταγωνισμό.

Άφού επισημαίνει τις αιτίες πού συνετέλεσαν στην ήττα της εργατικής τάξης, το 1848, και οί οποίες προκάλεσαν την απάθεια πού τη χαρακτηρίζει στη δεκαετία 1849-1859, ό Μαρξ υπογραμμίζει και μερικές κατακτήσεις των εργατών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Πρώτο: Ό νόμος για την ημέρα των δέκα ωρών. Απέδειξε, παρά τους ισχυρισμούς των δορυφόρων του κεφαλαίου, ότι ή ελάττωση των ωρών εργασίας, όχι μόνο δεν περιόρισε την παραγωγική δύναμη της εργασίας, αλλά αντίθετα την αύξησε. Πέρα άπ’ αυτό είχε την έννοια μιας νίκης της αρχής της παρέμβασης του κράτους στίς οικονομικές σχέσεις, πανω στην παλιά αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ό Μαρξ, όπως και στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, συμπέρανε ότι ή εργατική τάξη πρέπει να θέσει την παραγωγή κάτω άπ’ τον έλεγχο και τη διεύθυνση ολόκληρης της κοινωνίας. Καί μια τέτοια κοινωνική παραγωγή είναι ή θεμελιώδης αρχή της πολιτικής οικονομίας. Ό νόμος λοιπόν για τη δεκάωρη ήμερα εργασίας δεν ήταν μόνο μια πρακτική επιτυχία. Είχε καί την έννοια μιας νίκης της πολιτικής οικονομίας της εργατικής τάξης πάνω στην πολιτική οικονομία της αστικής τάξης.

Η άλλη κατάκτηση είναι τα συνεργατικά εργοστάσια πού ιδρύθηκαν με πρωτοβουλία των εργατών. Σ’ αντίθεση με τον Λασάλ, πού θεωρούσε τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς αφετηρία για την άναδιάρθρωση ολόκληρης της κοινωνίας, ό Μαρξ δεν υπερτιμά την πρακτική τους σπουδαιότητα. Απεναντίας, τους προτείνει για να δείξει στίς πλατιές μάζες των εργατών, οτι ή παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα καί σε πλήρη συμφωνία με τις απαιτήσεις της επιστήμης, μπορεί να επιτελεστεί καί ν’ αναπτυχθεί καί χωρίς την τάξη των καπιταλιστών, οί οποίοι εκμεταλλεύονται τα «εργατικά χέρια» 18: ότι τα μέσα παραγωγής δεν πρέπει διόλου να αποτελούν κάποιο μονοπώλιο καί να μεταβάλλονται σε όπλο καταπίεσης καί υποδούλωσης. οτι ή μισθωτή εργασία, όπως καί ή φεουδαρχική εργασία, δεν είναι κάτι το αιωνιο, αλλά αντίθετα είναι μια προσωρινή καί κατωτερη μορφή παραγωγής, πού πρέπει ν’ αντικατασταθεί από την κοινωνική παραγωγή. Αφού ο Μαρξ έβγαλε ολα αυτά τα κομμουνιστικά συμπεράσματα, επισήμανε ότι αυτοί οί παραγωγικοί συνεταιρισμοί, έφόσο περιορίζονται σ ένα μικρό κύκλο εργατών, δεν είναι σε θέση να βελτιώσουν έστω καί σε μικρό βαθμό την κατάσταση της εργατικής τάξης.

Η συνεταιριστική παραγωγή πρέπει να ξαπλωθεί σ’ ολόκληρη τη χώρα. Αφού ο Μαρξ ζήτησε μ’ αυτό τον τρόπο τη μετατροπή της καπιταλιστικής παραγωγής σε σοσιαλιστική, αμέσως παρατήρησε, οτι οί κυρίαρχες τάξεις θ’ αντιδράσουν με όλες τις δυνάμεις τους σε μια τέτοια αλλαγή. Οί γαιοκτήμονες καί οί καπιταλιστές θα χρησιμοποιήσουν την πολιτική τους δύναμη για να διατηρήσουν τα οικονομικά τους προνόμια. Γιαυτό το πρώτο καθήκον της εργατικής τάξης είναι να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, καί για να το πετύχει είναι απαραίτητο να οργανώσει παντού εργατικά κόμματα. Οί εργάτες διαθέτουν ένα όπλο - είναι ό όγκος τους, ο αριθμός τους. Αλλά αυτή ή μάζα είναι ισχυρή μόνο όταν είναι συμπαγής, ενωμένη, οταν κατευθύνεται άπ’ τη γνώση, από την επιστήμη. Δίχως ενότητα, δίχως αλληλεγγύη, δίχως αμοιβαία υποστήριξη στον απελευθερωτικό αγώνα, δίχως εθνική καί διεθνή οργάνωση, οί εργάτες είναι καταδικασμένοι να ηττηθούν. Καθοδηγούμενοι άπ’ τους συλλογισμούς αυτούς, προσθέτει ό Μαρξ, οί εργάτες των διάφορων χωρων αποφάσισαν να ιδρύσουν τη Διεθνή Ένωση των Εργατών.

Βλέπετε με τι καταπληκτική τέχνη ό Μαρξ - όπως λέει ό ίδιος: σκληρός στην ουσία, μετριοπαθής στην έκφραση - έβγαλε άπ’ την πραγματική κατάσταση της εργατικής τάξης όλα τα θεμελιώδη συμπεράσματα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου: ταξική οργάνωση του προλεταριάτου, ανατροπή της κυριαρχίας της αστικής τάξης, κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο, κατάργηση της μισθωτής εργασίας, κοινωνικοποίηση όλων των μέσων παραγωγής.

Ό Μαρξ όμως - καί μ’ αυτό κλείνει την ιστορική διακήρυξη - βάζει στην πρώτη γραμμή κι ένα άλλο εξαιρετικά σημαντικό καθήκον: Η εργατική τάξη δεν πρέπει να περιοριστεί στη στενή σφαίρα της εθνικής πολιτικής. Πρέπει να παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή όλα τα γεγονότα της εξωτερικής πολιτικής. Αν ή επιτυχία όλης της υπόθεσης της απελευθέρωσης της εξαρτάται άπ’ την άδερφική αλληλεγγύη των εργατών όλων των χωρών, τότε ή εργατική τάξη δε μπορεί να εκπληρώσει τον προορισμό της, αν οί κυρίαρχες τάξεις, πού διευθύνουν την εξωτερική πολιτική, χρησιμοποιούν τις εθνικές προκαταλήψεις για να ρίξουν τους εργάτες της μιας χώρας ενάντια στους εργάτες άλλων χωρών, σπαταλώντας στους ληστρικούς πολέμους τους το αίμα καί τ’ αγαθά του λαού. Γιαυτό είναι καιρός να γνωρίσουν οί εργάτες καλά ολα τα μυστικά της διεθνούς πολιτικής. Πρέπει να επαγρυπνούν στίς διπλωματικές ενέργειες των κυβερνήσεων τους, οταν χρειάζεται ν’ αντιτάσσονται με όλα τα μέσα καί να συνενώνονται σε μια κοινή διαμαρτυρία ενάντια στα εγκληματικά σχέδια των κυβερνήσεων. Είναι καιρός να τερματιστεί ή κατάσταση στην οποία η απάτη, η λεηλασία, η κλοπή, είναι επιτρεπτές στίς σχέσεις ανάμεσα στους επιμέρους λαούς, δηλαδή μια κατάσταση στην οποία παραβιάζονται όλοι οί κανόνες δικαίου, πού ισχύουν στίς ιδιωτικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.