Τό καταστατικό της Πρώτης Διεθνούς — Η συνδιάσκεψη του Λονδίνου — Τό συνέδριο της Γενεύης — Τα «μαθήματα» του Μαρξ - Τα διεθνή συνέδρια στη Λωζάνη και στίς Βρυξέλες - Μπακούνιν καί Μαρξ — Τό συνέδριο της Βασιλείας — Ό γαλλοπρωσικός πόλεμος - Η Κομμούνα

Share it now!
ΟΓΔΟΟ ΜΑΘΗΜΑ

Τό καταστατικό της Πρώτης Διεθνούς — Η συνδιάσκεψη του Λονδίνου — Τό συνέδριο της Γενεύης — Τα «μαθήματα» του Μαρξ - Τα διεθνή συνέδρια στη Λωζάνη και στίς Βρυξέλες - Μπακούνιν καί Μαρξ — Τό συνέδριο της Βασιλείας — Ό γαλλοπρωσικός πόλεμος - Η Κομμούνα - Η πάλη ανάμεσα στον Μαρξ καί τον Μπακούνιν — Το συνέδριο της Χάγης.

Η ιδρυτική διακήρυξη δεν είχε παρά ένα μόνο σκοπό: να εξηγήσει ποια ήταν τα κίνητρα των εργατών, πού είχαν συγκεντρωθεί στίς 28 Σεπτέμβρη του 1864: να ιδρύσουν τη Διεθνή. Δεν αποτελούσε όμως ακόμα πρόγραμμα, δεν ήταν παρά ένα βήμα προς την κατεύθυναση αυτή, δεν ήταν παρά η πανηγυρική διακήρυξη προς τον κόσμο ολόκληρο - κι αυτό υπογραμμίζεται καθαρά καί στ’ όνομα της - ότι ιδρύθηκε μια νέα Διεθνής Ενωση, μια εργατική ένωση.

Με την ίδια επιδεξιότητα ό Μαρξ έφερε σε πέρας καί το δεύτερο έργο, τη διατύπωση των γενικών καθηκόντων των εργατικών μαζών στίς διάφορες χώρες. Θα σας διαβάσω τωρα το κείμενο:

Εχοντες υπόψη:
Ότι η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να κατακτηθεί από την ιδια την εργατική τάξη. ότι ό αγώνας για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης δεν είναι αγώνας για ταξικά προνόμια καί μονοπώλια, αλλά για ισα δικαιώματα καί καθήκοντα καί για την κατάργηση κάθε ταξικής κυριαρχίας. ότι η οικονομική υποδούλωση του εργάτη στο μονοπωλητή των μέσων εργασίας, δηλαδή των πηγών της ζωής, βρίσκεται στη βάση όλων των μορφών της δουλείας, στη βάση της κοινωνικής αθλιότητας, του διανοητικού μαρασμού καί της πολιτικής εξάρτησης.
ότι επομένως η οικονομική χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι ό μεγάλος τελικός σκοπός, στον οποίο πρέπει να υποταχθεί σαν μέσο κάθε πολιτικό κίνημα.
ότι όλες οι προσπάθειες πού τείνουν σ’ αυτό το μεγάλο σκοπό απέτυχαν ως τώρα από έλλειψη αλληλεγγύης ανάμεσα στους διάφορους εργατικούς κλάδους κάθε χώρας καί από την απουσία ενός άδερφικού δεσμού ανάμεσα στους εργάτες των διάφορων χωρών. ότι η χειραφέτηση της εργατικής τάξης δεν είναι ούτε τοπικό, ούτε εθνικό, αλλά κοινωνικό καθήκον πού αγκαλιάζει όλες τίς χώρες στίς οποίες υπάρχει η σύγχρονη κοινωνία, καί πού η λύση του εξαρτάται από την πρακτική καί θεωρητική συνεργασία των πιό προηγμένων χωρών.
ότι το σημερινό ξαναζωντάνεμα του κινήματος της εργατικής τάξης στίς πιο προηγμένες βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης, ενώ γεννά νέες ελπίδες, απευθύνει ταυτόχρονα μια πανηγυρική προειδοποίηση, να μην επαναληφθούν τα παλιά λάθη, καί απαιτεί την άμεση συνένωση των ασύνδετων ακόμη κινημάτων... .19

Αν διαβάσετε προσεχτικά τα σημεία αυτά, πιθανό να σας θυμίσουν λίγο τίς θέσεις στο πρόγραμμα του κόμματος μας, πού είναι μια κατά λέξη επανάληψη των θέσεων πού διατύπωσε ό Μαρξ. Τό ίδιο θα παρατηρήσετε, αν δείτε τα παλιά προγράμματα του αγγλικού, γαλλικού καί γερμανικού κόμματος. Καί σ’ αυτά, μερικά σημεία, ιδιαίτερα στο γαλλικό πρόγραμμα καί στο πρόγραμμα της Ερφούρτης, είναι μια κατά λέξη επανάληψη των προγραμματικών θέσεων του καταστατικού της Πρώτης Διεθνούς. Φυσικά τα μέλη της προσωρινής επιτροπής δεν ερμήνευαν με τον ίδιο τρόπο μερικές άπ’ αυτές τίς θέσεις. Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης έπρεπε να ‘ναι υπόθεση της ίδιας της εργατικής τάξης - σ’ αυτό συμφωνούσαν απόλυτα άγγλοι, γερμανοί καί γάλλοι, ό καθένας όμως το αντιλαμβανόταν με το δικό του τρόπο. Οί άγγλοι συνδικαλιστές καί οί παλιοί χαρτιστές, έβλεπαν σ’ αυτή τη θέση μια διαμαρτυρία ενάντια στη μόνιμη κηδεμονία των μεσαίων τάξεων, έβλεπαν να υπογραμμίζεται η ανάγκη για μια αυτόνομη εργατική οργάνωση. Οί γάλλοι, πού ήταν τότε άσχημα διατεθειμένοι κατά των διανοούμενων, έδιναν σ’ αυτή τη θέση το νόημα, ότι απειλεί την προδοτική διανόηση, πώς οί εργάτες μπορούν να τα βγάλουν πέρα χωρίς τη βοήθεια της. Ισως μόνο οί γερμανοί, τα μέλη της παλιάς Ένωσης των Κομμουνιστών, κατανοούσαν τη χρησιμότητα της φράσης αυτής. Αν η εργατική τάξη μπορεί ν’ απελευθερωθεί από μόνη της, τότε κάθε συμμαχία με την αστική τάξη. κάθε συμφιλίωση με την τάξη των καπιταλιστών, βρίσκεται σε έντονη αντίθεση με την αρχή αυτή. Κι επίσης υπογραμμίστηκε, ότι δεν πρόκειται για την απελευθέρωση της μιας ή της άλλης κατηγορίας έργατων, αλλά για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης, ότι η απελευθέρωση δε μπορεί να ‘ναι το έργο μόνο της μιας ή της άλλης κατηγορίας εργατών, αλλά ολόκληρης της εργατικής τάξης, καί κατά συνέπεια απαιτεί την ταξική οργάνωση του προλεταριάτου. Από τη θέση, ότι η μονοπωλιακή κατοχή των μέσων παραγωγής από τους καπιταλιστές αποτελεί τη βασική αιτία της οικονομικής υποδούλωσης, προέκυψε από μόνο του το συμπέρασμα, πώς έπρεπε να καταργηθεί αυτό το μονοπώλιο. Τό συμπέρασμα αυτό υπογραμμίστηκε ακόμα άπ’ την απαίτηση να καταργηθεί κάθε ταξική κυριαρχία, πού είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί αν δεν καταργηθεί η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις. Η βασική αρχή πού είναι διατυπωμένη στο ιδρυτικό μανιφέστο δεν επαναλαμβάνεται στο καταστατικό. Πουθενά δεν επισημαίνεται άμεσα, ότι για να πραγματώσει το προλεταριάτο όλα τα καθήκοντα πού έβαλε στον εαυτό του, πρέπει να κατακτήσει την πολιτική εξουσία. Αντί γι’ αυτό βρίσκουμε τη διατύπωση, ότι η οικονομική απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι ό μεγάλος τελικός σκοπός στον οποίο πρέπει να υποταχθεί σαν μέσο κάθε πολιτικό κίνημα.

Επειδή αυτή ακριβώς η θέση αποτέλεσε αργότερα την αφετηρία για τις πιο άγριες διαφωνίες μέσα στην Πρώτη Διεθνή, είναι απαραίτητο να την εξετάσουμε.

Τί σήμαινε: Ό μεγάλος σκοπός του εργατικού κινήματος είναι η οικονομική απελευθέρωση της εργατικής τάξης. μπορεί να πραγματωθεί μόνο με την απαλλοτρίωση των μονοπωλιστών των μεσών παραγωγής, με την κατάργηση κάθε ταξικής κυριαρχίας. Με ποιο τρόπο ομως θα πραγματωθεί ό σκοπός αυτός; Πρέπει ν’ αποφεύγουμε τον πολιτικό αγώνα όπως προπαγανδίζουν οί «αληθινοί σοσιαλιστές» και οί αναρχικοί;

Οχι, απαντάει η θέση πού διατύπωσε ό Μαρξ. Ό πολιτικός αγώνας της εργατικής τάξης είναι εξίσου αναγκαίος με τον οικονομικό της άγωνα. Είναι απαραίτητη μια πολιτική οργάνωση, το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης είναι αναπόφευκτο να αναπτυχθεί, από μόνο του αυτό όμως δεν αρκεί με κανένα τρόπο, όπως συμβαίνει με τους αστούς δημοκράτες ή με τους ριζοσπάστες διανοούμενους, πού βάζουν σε πρωτη μοίρα την αλλαγή των πολιτικών σχημάτων, την κατάκτηση της δημοκρατίας, πού δε θέλουν όμως ν’ ακούσουν ούτε λέξη για το βασικό καθήκον. Γιαυτό ό Μαρξ τονίζει ότι το πολιτικό κίνημα είναι για την εργατική τάξη μόνο ένα μέσο για την επίτευξη του μεγάλου σκοπού της, ότι είναι ένα υποταγμένο κίνημα. Φυσικά αυτή η διατύπωση δεν ήταν τόσο σαφής όπως η διατύπωση πού δίνεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ή ακόμα και στην Ίδρυτική Διακήρυξη, όπου αναφέρεται, ότι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας έχει γίνει το μεγάλο καθήκον της εργατικής τάξης.

Μόνο για τους άγγλους-μέλη της Διεθνούς ήταν σαφής η διατύπωση του Μαρξ. Το καταστατικό είχε γραφτεί στα αγγλικά, και ό Μαρξ χρησιμοποίησε εκφράσεις πολύ γνωστές στους χαρτιστές καί τους οουενιστές πού μετείχαν στην επιτροπή. Θυμόσαστε ότι οί χαρτιστές είχαν στραφεί κατά των οουενιστών, οί οποίοι άναγνωριζαν μόνο το «μεγάλο τελικό σκοπό» καί δεν ήθελαν ν’ ακούσουν ούτε λέξη για πολιτικό αγώνα. Οταν οί χαρτιστές πρόβαλαν τα περίφημα έξι σημεία τους, οί οουενιστές τους είχαν κατηγορήσει, πώς είχαν ξεχάσει ολότελα το σοσιαλισμό. Οί χαρτιστές είχαν τονίσει τότε απ’ τη μεριά τους, πώς καί γι’ αυτούς ό πολιτικός αγώνας δεν ήταν ό κύριος σκοπός. Από τότε κιόλας είχαν χρησιμοποιήσει κατά λέξη την ίδια διατύπωση, πού επανέλαβε ό Μαρξ πανω από είκοσι χρόνια αργότερα. Για μας, απάντησαν οί χαρτιστές στους οουενιστές, ό πολιτικός αγώνας είναι μόνο ένα μέσο, κι όχι αυτοσκοπός. Έτσι η διατύπωση δεν αμφισβητήθηκε καθόλου από την ίδια την επιτροπή. Μόλις μερικά χρόνια αργότερα, όταν ξέσπασε άγρια σύγκρουση ανάμεσα στους μπακουνιστές καί τους αντιπάλους τους για το ζήτημα του πολιτικού άγωνα, το σημείο αυτό έγινε μήλο της έριδας. Οί μπακουνιστές προσπάθησαν ν’ αποδείξουν, ότι οί λέξεις «σαν μέσο» δεν υπήρχαν αρχικά στο καταστατικό, ότι ό Μαρξ τίς πρόσθεσε αργότερα σκόπιμα, για να περάσει λαθραία τίς δικές του απόψεις στο καταστατικό. Πράγματι, το σημείο αυτό αποκτάει μιαν άλλη σημασία αν αφαιρεθούν οί λέξεις «σαν μέσο». Καί στο γαλλικό κείμενο ακριβώς αυτές οί λέξεις είχαν παραλειφθεί.

Ηταν μια παρεξήγηση πού θα μπορούσε εύκολα να διευκρινιστεί ωστόσο, μέσα στον πυρετό της πάλης των παρατάξεων, ό Μαρξ έφτασε να κατηγορηθεί δριμύτατα για πλαστογράφηση του καταστατικού της Διεθνούς. Όταν, για να διαδοθεί στη Γαλλία, το καταστατικό μεταφράστηκε στα γαλλικά, παραλείφθηκαν στη νόμιμη έκδοση οί λέξεις «σαν μέσο». Το γαλλικό κείμενο είναι: «Η οικονομική απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι ό μεγάλος σκοπός στον οποίο πρέπει να υποταχθεί το πολιτικό κίνημα.» Τούτο θεωρήθηκε αναγκαίο, για να μην τραβήξουν την προσοχή της βοναπαρτικής αστυνομίας, πού παρακολουθούσε πολύ καχύποπτα κάθε πολιτική κίνηση ανάμεσα στους εργάτες. Καί πράγματι, αρχικά θεωρούσε τους γάλλους διεθνιστές μας, για να το πούμε με τη δική μας παλιά ορολογία, όχι «πολιτικούς», αλλά «οικονομολόγους». Με τον ίδιο τρόπο τους αντιμετώπιζαν κι οί μπλανκιστές πού, όντας «πολιτικοί», κατηγορούσαν τους φτωχούς διεθνιστές ακριβώς σαν «οικονομολόγους».

Το κακό μεγάλωσε ακόμα περισσότερο, άπ’ το γεγονός ότι η γαλλική μετάφραση του καταστατικού μ’ αυτή την τροποποιημένη μορφή ανατυπώθηκε στη γαλλική Ελβετία κι από κεί κυκλοφόρησε σ’ όλες τίς χώρες, όπου χρησιμοποιούνταν περισσότερο τα γαλλικά, δηλαδή στην Ιταλία, την Ισπανία καί το Βέλγιο. Όπως θα δείτε αργότερα, στο πρώτο διεθνές συνέδριο πού επικύρωσε το προσωρινό καταστατικό της Διεθνούς, κάθε έθνος το αποδεχόταν σύμφωνα με το κείμενο πού είχε μπροστά του. Η Πρώτη Διεθνής ήταν πολύ φτωχή για να τυπώσει το καταστατικό της σε τρείς γλώσσες. Ακόμα καί το αγγλικό κείμενο, μόλο πού μαζί με την Ιδρυτική Διακήρυξη πιάνει λιγότερο από είκοσι σελίδες, τυπώθηκε μόνο σε χίλια αντίτυπα, πού εξαντλήθηκαν το ίδιο γρήγορα όπως εξαντλούνται τώρα σε μας εκδόσεις των 10.000 ή καί των 25.000 αντιτύπων.

Υπάρχει όμως στο καταστατικό ακόμα ένα σημείο, κατά του οποίου δε διαμαρτυρήθηκαν οί αναρχικοί, πού ωστόσο άπ’ τη σκοπιά του μαρξισμού προκαλεί αμφιβολίες. Σάς έχω πεί ήδη την τελευταία φορά. ότι ό Μαρξ, για να πετύχει απόλυτη συμφωνία ανάμεσα στα ανομοιογενή στοιχεία της επιτροπής, υποχρεώθηκε να κάνει μερικές παραχωρήσεις. Δεν τίς έκανε όμως στο ιδρυτικό μανιφέστο, αλλά στο καταστατικό. Θα δείτε αμέσως σε τι συνίσταντο οί παραχωρήσεις αυτές.

Αφού τέλειωσε την παρουσίαση των αρχών, στη βάση των οποίων τα μέλη της επιτροπής, πού εκλέχτηκε από τη συγκέντρωση της 28ης Σεπτέμβρη του 1864, αποφάσισαν να ιδρύσουν τη Διεθνή Ένωση των Εργατών, ό Μαρξ συνεχίζει:

Δηλωνει, ότι αύτή η Διεθνής Ενωση καί όλες οί ενώσεις καί τα άτομα πού προσχωρούν σ’ αυτήν, παραδέχονται την αλήθεια, τη δικαιοσύνη καί την ηθική σαν κανόνα της συμπεριφοράς ανάμεσα τους κι απέναντι σ’ όλους τους άνθρωπους, άσχετα απ’ το χρώμα της επιδερμίδας τους, άπ’ την πίστη ή την εθνικότητα τους. Θεωρεί σαν καθήκον του κάθε άνθρωπου να διεκδικεί τα ανθρώπινα καί πολιτικά δικαιωματα, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά καί για τον καθένα πού εκπληρώνει το καθήκον του. Κανένα δικαίωμα χωρίς καθήκοντα, καθένα καθήκον χωρίς δικαιώματα. 20

Σέ τί ακριβώς συνίστανται τώρα οι παραχωρήσεις πού έκανε ό Μαρξ; Θυμηθείτε τί έγραφε ό ίδιος μ’ αύτη την αφορμή στον Ένγκελς:

Όλες μου οι προτάσεις έχουν γίνει δεκτές απ’ την υποεπιτροπή. Με υποχρέωσαν μόνο, στην εισαγωγή των καταστατικών, να περιλάβω δυο τρεις φράσης με μερικές λεξούλες οπως «αλήθεια, ηθική και δικαιοσύνη», τις έμπασα όμως με τέτοιο τρόπο, πού να μη μπορούν να βλάψουν. 21

Καί πραγματικά, σ’ όλα αυτά δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερα κακό. Δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό, ούτε στη λέξη «αλήθεια» ούτε στη λέξη «δικαιοσύνη» ούτε στη λέξη «ηθική», φτάνει να μη λησμονιέται πώς ουτε η αλήθεια, ουτε η δικαιοσύνη, ούτε η ηθική είναι κάτι το αιώνιο καί το αμετάβλητο, κάτι το εντελώς αυτόνομο καί ανεξάρτητο άπ’ τίς κοινωνικές συνθήκες.

Ο μαρξισμός δεν αρνιέται ούτε την αλήθεια, ούτε τη δικαιοσύνη, ουτε την ηθική, αποδείχνει μόνο, ότι η εξέλιξη αυτών των εννοιών εξαρτάται από την ιστορική εξέλιξη, ότι οί διάφορες τάξεις τους δίνουν ένα διαφορετικό περιεχόμενο.

Κακό σ’ αυτή την περίπτωση θα ‘ταν, αν ό Μαρξ αναγκαζόταν να επαναλάβει τη διακήρυξη των γάλλων καί άγγλων σοσιαλιστών, αν τον ύποχρέωναν να ισχυριστεί, πώς πρέπει να επιδιωχθεί η πραγμάτωση του σοσιαλισμού, επειδή το απαιτούν η αλήθεια, η δικαιοσύνη καί η ηθική, κι όχι, όπως τόσο θαυμάσια το ανέπτυξε στο ιδρυτικό μανιφέστο, έπειδή τούτο προκύπτει αναπόφευκτα καί λογικά από τίς συνθήκες πού έχει δημιουργήσει ό καπιταλισμός, καί άπ’ την κατάσταση πού βρίσκεται η εργατική τάξη μέσα στον καπιταλισμό. Η μορφή με την όποια διατυπώθηκαν αυτά τα λόγια του Μαρξ, το μόνο πού έκανε ήταν να διαπιστώνει, οτι τα μέλη της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών είναι υποχρεωμένα, στις μεταξύ τους σχέσεις, να καθοδηγούνται άπ’ την αλήθεια, τη δικαιοσύνη καί την ηθική, δηλαδή να μην αφήνει αβοήθητο ό ένας τον άλλο, να μην προδίδουν την τάξη τους, να μην εξαπατά ό ένας τον άλλο, να ενεργούν με αλληλεγγύη. Οί έννοιες αυτές, πού οί ουτοπιστές τίς χρησιμοποιούσαν για να τεκμηριώσουν με αρχές τίς διεκδικήσεις του σοσιαλισμού, στα χέρια του Μαρξ μετατράπηκαν σε θεμελιακούς κανόνες συμπεριφοράς για μια προλεταριακή οργάνωση.

Το σημείο όμως πού αναλύσαμε λέει, ότι οί ίδιες αρχές πρέπει να ‘ναι η βάση των σχέσεων των μελών της Διεθνούς προς όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία καί εθνικότητα. Κι αυτό δεν ήταν λιγότερο εύστοχο. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς, ότι την εποχή εκείνη μαίνονταν ακόμα ό εμφύλιος πόλεμος στίς Ηνωμένες Πολιτείες, πού μετά το 1863 είχε μεταβληθεί σε πόλεμο για την κατάργηση της δουλείας, ότι λίγο πιο πρίν είχε κατασταλεί οριστικά η πολωνική εξέγερση, οτι τα τσαρικά στρατεύματα ακριβώς την εποχή εκείνη είχαν αποφασίσει την κατάκτηση του Καυκάσου, οτι σε μια ολόκληρη σειρά από χώρες δεν είχαν πάψει ακόμα οί θρησκευτικοί διωγμοί, οτι ακόμα καί στην Αγγλία οί εβραίοι είχαν αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1850, κι οτι σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όχι μόνο στη Ρωσία, δεν απολάμβαναν κανένα πολιτικό δικαίωμα. Η αστική τάξη δε μπορούσε ακόμα να πραγματώσει τίς «αιώνιες» αρχές της ηθικής καί της δικαιοσύνης, ούτε καν για τα μέλη της ίδια της τάξης της στη δική της χώρα, καί τίς παραβίαζε απροκάλυπτα, όταν επρόκειτο για κάποια άλλη χωρα ή για κάποια άλλη εθνότητα.

Πολύ περισσότερες αντιρρήσεις προκαλεί το δεύτερο σημείο, για τα δικαιώματα καί τα καθήκοντα. Καί τα δυο σημεία υποχρεώνουν κάθε μέλος της Ένωσης ν’ αγωνίζεται για τα ανθρώπινα καί τα πολιτικά δικαιώματα. Φυσικά όχι μόνο για τον εαυτό του, μα καί για τους άλλους. Με την προσθήκη όμως αυτή, το πράγμα δε διευκρινίζεται περισσότερο. Παρόλη τη διπλωματικότητα του ό Μαρξ, εδώ ακριβώς, αναγκάστηκε να κάνει μια μεγάλη παραχώρηση στους αντιπρόσωπους των γάλλων επαναστατών έξόριστων πού είχαν μπεί στην επιτροπή.

Επιτρέψτε μου, σύντροφοι, να σας θυμίσω μερικά γεγονότα απ’ την ιστορία της μεγάλης γαλλικής επανάστασης. Μια άπ’ τίς πρώτες της ενέργειες ήταν η διακήρυξη των δικαιωμάτων του άνθρωπου καί του πολίτη. Στόν άγωνα της κατά των ευγενών καί του απολυταρχισμού, πού είχαν εξασφαλίσει τα προνόμια καί είχαν φορτωσει στους άλλους μόνο υποχρεώσεις, η επαναστατική αστική τάξη πρόβαλε την αξίωση για ισότητα, άδερφοσύνη καί ελευθερία, την αξίωση ν’ αναγνωριστούν σε κάθε άνθρωπο καί πολίτη μερικά απαραβίαστα δικαιώματα. Ανάμεσα τους θα βρείτε καί το καθαγιασμένο, απαραβίαστο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, πού επίσης είχε παραβιαστεί ξεδιάντροπα άπ’ την αριστοκρατία καί τη βασιλεία, όταν επρόκειτο για την ιδιοκτησία της τρίτης τάξης.

Σ’ αυτή τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου καί του πολίτη, οί γιακωβίνοι έκαναν μονάχα μερικές τροποποιήσεις πού άφηναν άθικτο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, αλλά έκαναν τη διακήρυξη πιο ριζοσπαστική από πολιτική άποψη, καθαγιάζοντας το δικαίωμα αντίστασης του λαού καί υπογραμμίζοντας την άδερφοσύνη όλων των λαών. Μ’ αυτή τη μορφή, η διακήρυξη είναι γνωστή με τ’ όνομα Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Άνθρώπου του 1793 ή με τ’ όνομα Ροβεσπιερική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Άνθρώπου, κι έγινε άπ’ την αρχή του 1830 το πρόγραμμα των γάλλων επαναστατών.

Απ’ την άλλη μεριά οί οπαδοί του Ματσίνι, όπως είδαμε, επέμεναν να υιοθετηθεί το δικό του πρόγραμμα. Στό περίφημο βιβλίο του Για τα Καθήκοντα του Άνθρώπου, πού είχε μεταφραστεί στ’ αγγλικά κι ήταν εξαιρετικά δημοφιλές ανάμεσα στους άγγλους εργάτες, ό Ματσίνι, πιστός στο σύνθημα του «Θεός καί Λαός», καί σε αντίθεση με τους γάλλους ύλιστές πού η διακήρυξη τους για τα δικαιώματα του άνθροωπου βασιζόταν στίς απαιτήσεις της νόησης καί της λογικής, πρόβαλε σαν βασική θέση της ιδεαλιστικής ηθικής του την έννοια του καθήκοντος, των υποχρεώσεων του ανθρώπου, πού του τίς έθεσε ό θεός.

Τωρα θα καταλάβετε από πού προέκυψε το φραστικό σχήμα του Μαρξ: Κανένα δικαίωμα χωρίς καθήκοντα, κανένα καθήκον χωρίς δικαιώματα. Αναγκασμένος να βάλει στη διακήρυξη τη διεκδίκηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, επωφελήθηκε άπ’ τη διαμάχη ανάμεσα στους γάλλους καί τους ιταλούς για να κάνει φανερή τη διαφορά αυτής της διεκδίκησης, άπ’ την παλιά διεκδίκηση της αστικής τάξης.

Όταν μερικά χρόνια αργότερα ξανασυζητήθηκε το καταστατικό, ό Μαρξ πρότεινε να παραλειφθούν μόνο οί φράσεις πού αναφέρονταν στη διακήρυξη των δικαιωμάτων του άνθρωπου. Όσο άφορα την πρόταση: «Κανένα δικαίωμα χωρίς καθήκοντα, κανένα καθήκον χωρίς δικαιώματα», αυτή παρέμεινε καί περιλήφθηκε αργότερα με τη μορφή «Ισα δικαιώματα καί ίσα καθήκοντα», στο πρόγραμμα της Ερφούρτης.

Ας περάσουμε τωρα στην εξέταση του ίδιου του καταστατικού. Θα σας διαβάσω τα κύρια σημεία του:

1. Η Ενωση ιδρύεται για να χρησιμέψει σαν ένα κεντρικό μέσο σύνδεσης καί σχεδιασμένης συνεργασίας ανάμεσα στίς οργανώσεις των εργατών πού υπάρχουν στίς διάφορες χώρες καί πού αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην προστασία, την ανάπτυξη καί την ολοκληρωτική χειραφέτηση της εργατικής τάξης.
2. Η ονομασία της οργάνωσης θα είναι: Διεθνής Ένωση των Εργατών.
3. Το 1865 θα συνέλθει ένα γενικό συνέδριο των εργατών στο Βέλγιο. Θα απαρτίζεται από τους αντιπροσώπους όλων των εργατικών όργανωσεων, πού θα έχουν προσχωρήσει στο μεταξύ στη Διεθνή Ενωση. Το συνέδριο θα διακηρύξει μπροστά στην Ευρώπη τις κοινές επιδιώξεις της εργατικής τάξης, θα καθορίσει την τελική μορφή του καταστατικού της Διεθνούς Ένωσης, θα εξετάσει τα απαιτούμενα μέσα για την επιτυχή δράση της καί θα ορίσει το Κεντρικό Συμβούλιο της Ένωσης. Το γενικό συνέδριο θα συνέρχεται μια φορά το χρόνο.
4. Το Κεντρικό Συμβούλιο θα έχει την έδρα του στο Λονδίνο καί θα σχηματίζεται από εργάτες διάφορων χωρών, πού αντιπροσωπεύονται στη Διεθνή Ένωση. Με τα μέλη του θα επανδρώνει τις θέσεις πού είναι απαραίτητες για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων του, όπως λ.χ. τη θέση του προέδρου, του ταμία, του γενικού γραμματέα, των γραμματειών πού θα επικοινωνούν με τις διάφορες χώρες κλπ.
5. Στίς ετήσιες συνελεύσεις, το συνέδριο θ’ ακούει μια δημόσια έκθεση για τη δραστηριότητα του Κεντρικού Συμβουλίου. Το Κεντρικό Συμβούλιο, πού ορίζεται κάθε χρόνο άπ’ το συνέδριο, είναι εξουσιοδοτημένο να συμπληρωνει τον αριθμό των μελών του.
6. Το Κεντρικό Συμβούλιο ενεργεί σαν διεθνής αντιπροσωπεία ανάμεσα στίς διάφορες συνασπισμένες όργανωσεις, έτσι ώστε οί εργάτες μιας χωρας να είναι συνέχεια πληροφορημένοι για τα κινήματα της τάξης τους σ’ όλες τίς άλλες χώρες. η έρευνα για την κοινωνική κατάσταση των διάφορων χωρών της Εύρωπης να πραγματοποιείται ταυτόχρονα καί κάτω από κοινή διεύθυνση. τα ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος πού ανακινούνται από μια οργάνωση να συζητούνται άπ’ όλες τις άλλες. καί, όταν θα χρειαστούν άμεσα πρακτικά διαβήματα, όπως λ.χ. στην περίπτωση διεθνών συγκρούσεων, να μπορούν οί σύμμαχες όργανωσεις να δρουν ταυτόχρονα καί ομοιόμορφα. Σέ κάθε κατάλληλη ευκαιρία, το Κεντρικό Συμβούλιο παίρνει την πρωτοβουλία να υποβάλει προτάσεις στίς διάφορες εθνικές ή τοπικές οργανώσεις.
7. Επειδή άπ’ τη μια μεριά η επιτυχία του εργατικού κινήματος σε κάθε χώρα δε μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο με τη δύναμη της ενότητας καί της σύνδεσης, ενώ άπ’ την άλλη μεριά η αποτελεσματικότητα του διεθνούς Κεντρικού Συμβουλίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό άπ’ το αν θα ‘χει να διαπραγματευτεί με λίγα εθνικά κέντρα των εργατικών οργανώσεων, παρά μ’ ένα μεγάλο αριθμό από μικρές καί ασύνδετες τοπικές οργανώσεις, γιαυτό τα μέλη της Διεθνούς Ενωσης οφείλουν να κάνουν κάθε προσπάθεια, για να συνενώσουν τίς διασκορπισμένες εργατικές όργανωσεις των χωρων τους σε εθνικά σώματα, πού θα έκπροσωπούνται από εθνικά κεντρικά όργανα. 22

Οί βασικές θέσεις αυτού του καταστατικού επικυρώθηκαν αργότερα από το συνέδριο. Μια άπ’ τις ουσιαστικές αλλαγές πού έγιναν — με πρωτοβουλία του Μαρξ - ήταν η κατάργηση του αξιώματος του κεντρικού προέδρου ή, όπως ονομάστηκε αργότερα, του γενικού προέδρου. Η πείρα της Γενικής Γερμανικής Εργατικής Ένωσης, πού είχε ιδρυθεί άπ’ τον Λασάλ, είχε δείξει τίς δυσάρεστες συνέπειες πού μπορεί να ‘χει αυτός ό εντελώς περιττός θεσμός. Το Γενικό Συμβούλιο εξέλεξε ένα πρόεδρο για να διευθύνει τη συνέλευση, καί για τη ρύθμιση των τρεχουσών υποθέσεων οί γραμματείς των επιμέρους χωρών συζητούσαν με το γενικό γραμματέα. Το καταστατικό της Διεθνούς χρησιμοποιήθηκε κάμποσες φορές στην ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος. Δε θ’ ασχοληθώ πιο διεξοδικά μ’ όλες τίς τροποποιήσεις πού έγιναν σ’ αυτό κατά τη διάρκεια των οχτώ ετών, στίς βασικές του γραμμές ωστόσο έμεινε αμετάβλητο. Γύρω στο τέλος της Διεθνούς διευρύνθηκαν μόνο οί εξουσίες του Γενικού Συμβουλίου.

Το πρώτιστο καθήκον του προσωρινού συμβουλίου ήταν η σύγκληση του διεθνούς συμβουλίου. Στό θέμα αυτό προκλήθηκαν σφοδρές διαφωνίες καί συζητήσεις. Ό Μαρξ επέμενε να τελειωσουν καταρχή όλες οί προπαρασκευαστικές εργασίες, να δοθεί στίς διάφορες χώρες ό καιρός να γνωρίσουν τα προβλήματα της Διεθνούς καί τουλάχιστο να οργανωθούν κάπως. Αντίθετα, οί άγγλοι, πού θεωρούσαν πιο σημαντικά τα συμφέροντα του συνδικαλιστικού τους κινήματος, επέμεναν να συγκληθεί το συνέδριο το ταχύτερο δυνατό. Σ’ αυτό τους υποστήριξαν κι οί γάλλοι εξόριστοι στο Κεντρικό Συμβούλιο.

Η υπόθεση έληξε μ’ ένα συμβιβασμό. Το 1865 δεν συγκλήθηκε συνέδριο αλλά μια συνδιάσκεψη. Πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο καί ασχολήθηκε με το διάβασμα έκθέσεων καί την κατάστρωση της ημερήσιας διάταξης του μελλοντικού συνεδρίου. Σ’ αυτήν εκπροσωπούνταν η Ελβετία, η Αγγλία, το Βέλγιο καί η Γαλλία. Δε συνέβηκε τίποτα το σημαντικό. Αποφασίστηκε να συγκληθεί το συνέδριο το Μάη του 1866. Με τους γερμανούς τα πράγματα ήταν άσκημα, μόλο πού τότε στη Γερμανία υπήρχε η Γενική Εργατική Ένωση. Ό Λασάλ είχε σκοτωθεί σε μονομαχία στις 30 Αυγούστου του 1864. Σύμφωνα με το καταστατικό της Ενωσης, πρόεδρος στη θέση του έγινε ό Μπέρναρντ Μπέκερ, ένας άνθρωπος ανίκανος και σχεδόν δίχως καμιά επιρροή. Πολύ μεγαλύτερη επιρροή είχε ό Σβάιτσερ, ό συντάκτη του Σοαιαλδημοκράτη, πού ήταν το κεντρικό όργανο της Ένωσης. Αλλά πολύ σύντομα ανάμεσα σ’ αυτούς καί στον Βίλχελμ Λήμπκνεχτ. πού συμμετείχε στη σύνταξη, γεννήθηκαν ριζικές διαφωνίες πάνω σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής. Ό Μαρξ κι ό Ένγκελς, πού είχαν δηλώσει πώς είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν στην εφημερίδα, σύντομα αναγκάστηκαν να παραιτηθούν δημόσια από κάθε συνεργασία. Ο μακαρίτης ό Μέρινγκ προσπάθησε να υπερασπιστεί τον Σβάιτσερ καί ν’ αποδείξει, ότι στην περίπτωση αυτή, ό Μάρξ κι ό Ένγκελς δεν είχαν απόλυτο δίκιο. Ό Μέρινγκ όμως πλανιόταν πολύ. Όλα τα γεγονότα μιλούν έναντίον του.

Οπως έχετε δει. ό Λασάλ έκανε βαρύτατα λάθη τακτικής καί στις σχέσεις με την κυρίαρχη κλίκα κατέφευγε σέ ανεπίτρεπτα μέσα. Ο Σβάιτσερ τον ξεπέρασε. Δημοσίευσε στην εφημερίδα μερικά άρθρα, για τα οποία ακόμα κι ό Μέρινγκ λέει, πώς με τη δουλοπρέπεια τους απέναντι στον Βίσμαρκ έκαναν εξαιρετικά δυσμενή εντύπωση, προσπαθεί όμως να τον υπερασπιστεί, ισχυριζόμενος ότι οί συνθήκες του νόμιμου άγωνα επέβαλαν αυτή την τακτική. Ό Λήμπκνεχτ όμως, σαν παλιός επαναστάτης, δε μπορούσε να δεχτεί αυτούς τους συμβιβασμούς, καί ξεσηκώνει τους παλιούς του φίλους καί δασκάλους κατά του Σβάιτσερ. Έτσι ό Σβάιτσερ αναγκάστηκε να χωριστεί από τον Λήμπκνεχτ, πού είχε με το μέρος του όχι μόνο τον Μαρξ καί τον Ένγκελς αλλά καί παλιούς αντιπάλους τους όπως λ.χ. ό Χές, πού επίσης δε μπορούσαν ν’ αποδεχτούν την τακτική του Σβάιτσερ.

Όπως καί να ‘χουν τα πράγματα, το σίγουρο είναι, ότι οί φίλοι του Μαρξ στη Γερμανία, την εποχή πού συνερχόταν η συνδιάσκεψη του Λονδίνου, δεν είχαν κανένα όργανο κι ακριβώς μόλις τότε αποφάσισαν να ιδρύσουν μια δική τους οργάνωση. Την εποχή εκείνη όμως οί λασαλιστές δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούσουν για τη Διεθνή. Αποτέλεσμα αυτής της ρήξης ήταν το ότι, τα πρώτα χρόνια, οί γερμανοί εκπροσωπούνταν στη Διεθνή μόνο από τους παλιούς εξόριστους στην Αγγλία καί στην Ελβετία. Απ’ τίς εκθέσεις στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου έγινε φανερό, ότι τα οικονομικά της Διεθνούς βρίσκονταν σε κατάσταση αξιοθρήνητη. Τα έσοδα της ζήτημα είναι αν αρκούσαν για να πληρωθεί το νοίκι της έδρας του Γενικού Συμβουλίου καί για τα πιο απαραίτητα έξοδα.

Στίς συζητήσεις για την ημερήσια διάταξη εμφανίστηκαν πάλι διαφωνίες πού είχαν εκδηλωθεί καί παλιότερα, ανάμεσα στους γάλλους πού ζούσαν στο Λονδίνο, καί τους γάλλους πού εκπροσωπούσαν την οργάνωση του Παρισιού. Οί τελευταίοι δεν ήθελαν τωρα να τεθεί το πρόβλημα της ανεξαρτησίας της Πολωνίας, γιατί αυτό είναι πρόβλημα καθαρά πολιτικό. Αντίθετα, οί γάλλοι εξόριστοι, με την υποστήριξη μερικών άγγλων, επέμεναν να μπει στην ημερήσια διάταξη ένα θέμα για τη θρησκεία, γιατί αξίωναν έναν αδυσώπητο άγωνα κατά της θρησκευτικής δεισιδαιμονίας. Ό Μαρξ κηρύχτηκε εναντίον της πρότασης. Η άποψη του, δικαιολογημένα, ήταν ότι θα όδηγουνταν σε άσκοπες προστριβές, αν ήδη άπ’ το πρώτο συνέδριο έμπαινε το πρόβλημα αυτό - μπροστά στον αδύναμο συνεκτικό δεσμό πού τώρα μόλις άρχιζε να αποκαθίσταται ανάμεσα στους εργάτες των διάφορων χωρών καί μπροστά στο χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης του εργατικού κινήματος. Ωστόσο μειοψήφησε.

Πέρασε ακόμα ένας ολόκληρος χρόνος προτού συγκληθεί το συνέδριο. Υποχρεώθηκαν να το αναβάλουν ακόμα μια φορά για το Σεπτέμβρη του 1866. Στό διάστημα αυτό συνέβηκαν μια σειρά από γεγονότα, για τα οποία πρέπει να ειπωθούν μερικά λόγια. Για την Αγγλία η χρονιά αυτή ήταν χρονιά πολύ έντονου πολιτικού αγώνα. Τα αγγλικά συνδικάτα, πού διευθύνονταν από εργάτες πού συμμετείχαν στο Κεντρικό Συμβούλιο, έδιναν πεισματικό αγώνα για την επέκταση του εκλογικού δικαιώματος. Επαναλαμβάνω, ότι ολόκληρος αυτός ό αγώνας δινόταν κάτω άπ’ την καθοδήγηση της Διεθνούς. Ό Μαρξ κατέβαλε κάθε προσπάθεια, για να εμποδίσει τους άγγλους να επαναλάβουν τα παλιά λάθη τους, καί για να πετύχει να δώσουν τον αγώνα αυτό αυτόνομα, χωρίς καμιά συνεργασία με τους ριζοσπάστες. Όμως ήδη άπ’ τις αρχές του 1866 έγινε ξανά φανερό τί ήταν αυτό πού είχε ζημιώσει τόσο συχνά το αγγλικό εργατικό κίνημα την εποχή του χαρτισμού, καί τί το ζημιώνει μέχρι σήμερα. Εφόσον είχε μπεί στόχος η κατάκτηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος, οί ηγέτες των εργατών, ενμέρει για οικονομικούς λόγους, έκλεισαν μια συμφωνία με το πιο ριζοσπαστικό τμήμα της αστικής δημοκρατίας, πού είχε προβάλει επίσης τη διεκδίκηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος. Σχηματίστηκε μια κοινή επιτροπή πού θα ‘χε τη διεύθυνση του αγώνα. Σ’ αυτήν μετείχαν αξιοσέβαστοι άνθρωποι όπως ό καθηγητής Μπήζλυ, τίμιοι δημοκράτες, αλλά καί εκπρόσωποι των λεγόμενων ελεύθερων επαγγελμάτων, δικηγόροι καί δικαστές, εκπρόσωποι της μικρής καί της μεσαίας, καί ιδιαίτερα της εμπορικής αστικής τάξης, πού άπ’ την αρχή έκλιναν προς ένα συμβιβασμό. Ό άγωνας δόθηκε με αγγλικό τρόπο. Όργανώθηκαν μαζικές συγκεντρώσεις καί διαδηλώσεις. Τον Ιούλη του 1866 στο Λονδίνο έγινε μια διαδήλωση τόσο μεγαλειώδης, πού δεν είχε το προηγούμενο της ούτε στην εποχή του χαρτισμού. Από την πίεση του πλήθους στο Χάυντ Πάρκ, όπου καταλήγουν συνήθως οί διαδηλωσεις, έσπασαν τα κιγκλιδώματα. Αμέσως η κυβέρνηση αποφάσισε πώς ήταν καιρός να κάνει μια παραχώρηση.

Θα θυμόσαστε, ότι μετά την επανάσταση του Ιούλη, είχε αναπτυχθεί καί στην Αγγλία ένα ισχυρό κίνημα για μια κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση. Το πράγμα είχε τελειώσει μ’ ένα συμβιβασμό, οί εργάτες είχαν εξαπατηθεί θρασύτατα, εκλογικό δικαίωμα απέκτησε μόνο η βιομηχανική αστική τάξη. Με τον ίδιο τρόπο, η κυβέρνηση τώρα, μόλις είδε πώς έπρεπε να ένδωσει, πώς η αγωνιστική ετοιμότητα των εργατών των πόλεων είχε μεγαλώσει πολύ, πρότεινε ένα συμβιβασμό - μια νέα επέκταση του εκλογικού δικαιώματος, πού θα περιλάβαινε τωρα όλους τους έργάτες των πόλεων. Πρέπει να ειπωθεί, ότι το γενικό εκλογικό δικαίωμα αφορούσε μόνο το εκλογικό δικαίωμα των άντρων. Κανείς δε σκέφτηκε να επεκταθεί καί στίς γυναίκες. Καί τώρα πρότειναν στους εργάτες ένα συμβιβασμό, πού τον αποδέχτηκαν αμέσως όλα τα αστικά μέλη της επιτροπής για την εκλογική μεταρρύθμιση. Ό συμβιβασμός συνίστατο στο ότι το εκλογικό δικαίωμα θα παραχωρούνταν σ’ όλους τους εργάτες, πού είχαν μια κατοικία με ένα τουλάχιστο δωμάτιο, για την οποία δεν πλήρωναν λιγότερο από ένα ορισμένο ποσό. Μ’ αυτό τον τρόπο σχεδόν όλοι οί εργάτες των πόλεων απέκτησαν δικαίωμα ψήφου, εκτός από κείνους πού είχαν νοικιάσει μια γωνιά σε άλλους — καί τέτοιοι υπήρχαν από τότε πάρα πολλοί — μα όλοι οί αγρότες έμειναν χωρίς δικαίωμα ψήφου, όπως καί πρίν. Αυτό το ραφιναρισμένο ελιγμό τον είχε συλλάβει ό αρχηγός των άγγλων συντηρητικών, ό Ντισραέλι. καί μ’ αυτόν συμφώνησαν οί αστοί ρεφορμιστές, πού έπεισαν καί τους εργάτες να αποδεχτούν την παραχώρηση, αποσκοπώντας, μετά τίς εκλογές για το νέο κοινοβούλιο, ν’ απαιτήσουν μια νέα επέκταση του εκλογικού δικαιώματος. Οί αγρότες όμως ύποχρειωθηκαν να περιμένουν ακόμα 20 χρόνια, μέχρι το 1885, καί μόλις κάτω άπ’ την επίδραση της ρώσικης επανάστασης του 1905 απέκτησαν δικαίωμα ψήφου καί οί εργάτες πού δεν είχαν δική τους κατοικία.

Στή Γερμανία το 1865-66 συνέβηκαν γεγονότα όχι λιγότερο σημαντικά. Εκεί ξέσπασε ένας σφοδρός αγώνας ανάμεσα στην Πρωσία καί την Αυστρία. Το επίμαχο ζήτημα ήταν, σε ποιόν θα ανήκε η επικυριαρχία της Γερμανίας. Ό Βισμαρκ το ‘χε βάλει σκοπό του να πετάξει την Αυστρία οριστικά έξω από τη Γερμανική Ένωση, να κάνει την Πρωσία το μοναδικό κέντρο δύναμης της Γερμανίας, έστω καί μιας περιορισμένης Γερμανίας, γιατί θα έχανε όλες τις γερμανικές επαρχίες πού κατείχε η Αυστρία. Το ζήτημα αυτό το έθιξα ήδη, όταν εξιστόρησα τις διαφωνίες ανάμεσα στον Μαρξ καί τον Ένγκελς άπ’ τη μια μεριά, καί στον Λασάλ απ’ την άλλη.

Η διένεξη ανάμεσα στην Αυστρία καί την Πρωσία έληξε με πόλεμο. Μέσα σε δυο τρεις βδομάδες, η Πρωσία, πού δε ντράπηκε να συνάψει συμμαχία με την Ιταλία εναντίον ενός άλλου γερμανικού κράτους, τσάκισε ολοκληρωτικά την Αυστρία καί προσάρτησε μερικά γερμανικά κρατίδια πού είχαν βοηθήσει την Αυστρία: το βασίλειο του Ανόβερου, την ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη Φραγκφούρτη, το δουκάτο της Έσσης καί άλλα. Η Αυστρία πετάχτηκε οριστικά εξω άπ’ τη Γερμανική Ένωση. Οργανώθηκε μια Βορειογερμανική Όμοσπονδία με επικεφαλής την Πρωσία. Για να κερδίσει τίς συμπάθειες των εργατών καί των φτωχών άνθρώπων, ό Βίσμαρκ καθιέρωσε το γενικό εκλογικό δικαίωμα.

Στή Γαλλία ό Ναπολέοντας είχε αναγκαστεί να κάνει μερικές παραχωρήσεις. Μερικές παράγραφοι του ποινικού κώδικα, πού στρέφονταν κατά των εργατικών οργανώσεων, τροποποιήθηκαν. Οί καταδιώξεις των οικονομικών όργανώσεων, ιδιαίτερα των συνεργατικών καί των συνεταιρισμών αλληλοβοήθειας, περιορίστηκαν. Ανάμεσα στους εργάτες άρχισε να ισχυροποιείται η μετριοπαθής πτέρυγα, πού προσπαθούσε απεγνωσμένα να εκμεταλλευτεί τίς νόμιμες δυνατότητες. Απ’ την άλλη μεριά αναπτύχθηκαν μπλανκιστικές οργανώσεις πού ξαπόλυσαν σκληρή πολεμική κατά των διεθνιστών, τους οποίους κατηγορούσαν ότι παραιτούνται από κάθε επαναστατικό αγώνα καί φλερτάρουν με τη βοναπαρτική κυβέρνηση.

Στήν Ελβετία οί εργάτες ήταν παντού - στη γαλλική, γερμανική καί ιταλική Ελβετία — απασχολημένοι με τίς τοπικές τους υποθέσεις, καί μόνο οί εξόριστοι και οί περαστικοί από άλλες χώρες ενδιαφέρονταν για τη Διεθνή. Το γερμανικό τμήμα, πού με ηγέτη τον Μπέκερ εξέδιδε το περιοδικό Ό Προάγγελος, έπαιζε ταυτόχρονα καί το ρόλο ενός κέντρου στο εξωτερικό για τη μερίδα εκείνη των γερμανών εργατών, πού αντίθετα άπ’ τους λασαλιστές έκλινε προς τη Διεθνή.

Το συνέδριο συνήλθε στη Γενεύη το Σεπτέμβρη του 1866, αφού η Πρωσία είχε ήδη νικήση την Αυστρία καί αφού οί άγγλοι εργάτες είχαν πετύχει την υποτιθέμενη μεγάλη νίκη τους ενάντια στην αστική τάξη. Το συνέδριο άρχισε μ’ ένα μεγάλο σκάνδαλο. Απ’ τη Γαλλία είχαν έρθει, έκτος από τους προυντονιστές, καί οί μπλανκιστές, πού είχαν πετύχει να συμμετάσχουν στις εργασίες του συνεδρίου. Ήταν σχεδόν αποκλειστικά υπερεπαναστάτες φοιτητές. ανάμεσα τους βρισκόταν καί ό μελλοντικός επίτροπος δικαιοσύνης στην Παρισινή Κομμούνα, ό Προτό. Μολονότι δεν ήταν εξουσιοδοτημένοι από κανέναν, έκαναν το μεγαλύτερο θόρυβο. Τελικά τους πέταξαν έξω. Λένε μάλιστα πως ήθελαν να τους πνίξουν στη λίμνη της Γενεύης, αυτό είναι όμως παραμύθι. Η αλήθεια είναι ότι η υπόθεση δεν τέλειωσε χωρίς γροθιές καί κλωτσιές, κι αυτό είναι άλλωστε έθιμο των γάλλων, πού στον παραταξιακό αγώνα δεν αρκούνται πάντα στις αποφάσεις αποπομπής, όπως οί ηρεμότεροι σλάβοι.

Όταν τελικά μπόρεσαν ν’ ασχοληθούν με τους εργάτες, η κύρια μάχη δόθηκε ανάμεσα στους προυντονιστές καί την αντιπροσωπεία του Κεντρικού Συμβουλίου πού αποτελούνταν άπ’ τον Εκάριους καί τους άγγλους εργάτες. Ό ίδιος ό Μαρξ δεν είχε μπορέσει να ‘ρθει: ήταν τότε απασχολημένος με την τελική επεξεργασία του πρώτου τόμου του Κεφάλαιου καί, πέρα άπ’ αυτό, το ταξίδι θα ‘ταν πολύ δύσκολο γι’ αυτόν επειδή ήταν άρρωστος, καί επιπλέον κάτω άπ’ την άγρυπνη παρακολούθηση γάλλων καί γερμανών σπιούνων. Όμως ό Μαρξ είχε συντάξει για την αντιπροσωπεία μια λεπτομερή έκθεση για όλα τα σημεία της ημερήσιας διάταξης, την Εισήγηση για τους Αντίπροσωπους του Γενικού Συμβουλίου. 23

Οί γάλλοι αντιπρόσωποι παρουσίασαν μια λεπτομερή έκθεση, πού αποτελούσε μια ανάπτυξη της οικονομικής ιδέας του Προυντόν. Κατέκριναν με οξύτητα την εργασία της γυναίκας καί δήλωσαν, πώς η ίδια η φύση έχει ορίσει τη θέση της γυναίκας στην οικιακή εστία, πως οφείλει να φροντίζει για την οικογένεια καί όχι να πηγαίνει στο εργοστάσιο. Αποδοκίμασαν απερίφραστα τίς απεργίες καί τα συνδικάτα καί συνάμα υπερασπίστηκαν το συνεταιρισμό καί προπάντων τίς τράπεζες ανταλλαγής (οργανώσεις για αμοιβαία ανταλλαγή). Η πρωπή προϋπόθεση γι’ αυτό είναι οί συμβάσεις πού θα ‘πρεπε να κλείσουν μεταξύ τους οί επιμέρους συνεταιρισμοί, καί η οργάνωση άτοκων πιστώσεων. Επέμειναν μάλιστα ότι το συνέδριο πρέπει να επικυρώσει μια διεθνή πιστωτική όργάνωση. ωστόσο το μόνο που πέτυχαν ήταν μια απόφαση πού συνιστούσε σ’ όλα τα τμήματα της Διεθνούς ν’ ασχοληθούν με το ζήτημα των πιστώσεων και το ζήτημα της ενοποίησης όλων των εργατικών πιστωτικών εταιριών. Στράφηκαν επίσης κατά του νομικού περιορισμού της εργάσιμης μέρας.

Εναντίον τους τάχθηκαν οι λονδρέζοι μαζί με τους γερμανούς αντιπροσώπους. Σέ κάθε σημείο της ημερήσιας διάταξης πρόβαλαν με τη μορφή μιας απόφασης το αντίστοιχο κομμάτι άπ’ τίς Εισηγήσεις του Μαρξ, πού έβαζαν σε πρωτη μοίρα τα προβλήματα πού προκύπτουν από τίς διεκδικήσεις της εργατικής τάξης.

Η εισήγηση τόνιζε με έμφαση, ότι ολόκληρη η δραστηριότητα της Διεθνούς πρέπει να συνίσταται στη συνένωση καί στη γενίκευση των μεμονωμένων προσπαθειών της εργατικής τάξης, πού αγωνίζεται για τα συμφέροντα της: είναι απαραίτητο ν’ αποκατασταθεί ένας σύνδεσμος, στον οποίο οι εργάτες των επιμέρους χωρών δε θα αισθάνονται μόνο σαν σύντροφοι στον άγωνα. αλλά καί θα ενεργούν σαν μέλη ενός καί μοναδικού απελευθερωτικού στρατού. Πρέπει να οργανωθεί μια διεθνής αλληλοβοήθεια στις απεργίες, για να εμποδιστεί η αντικατάσταση ντόπιων εργατών από ξένους, πράγμα πού με τόση χαρά κάνουν οί επιχειρηματίες.

Ένα άπ’ τα πιο σημαντικά καθήκοντα, δήλωνε ό Μαρξ, ήταν καί μια στατιστική μελέτη για την κατάσταση της εργατικής τάξη: όλων των χωρών, πού έπρεπε ν’ αναληφθεί άπ’ τους ίδιους τους εργάτες. Όλο το υλικό πού θα συγκεντρωνόταν θα στέλνονταν για επεξεργασία στο Γενικό Συμβούλιο. Ό Μαρξ υπέδειξε επίσης σε γενικές γραμμές τα βασικά προβλήματα πού θα ‘πρεπε να περιέχει ένα τέτοιο έρωτηματολόγιο για τους εργάτες.

Έντονες συζητήσεις προκάλεσε το πρόβλημα των συνδικάτων. Οί γάλλοι κηρύχτηκαν τόσο ενάντια στις απεργίες όσο καί ενάντια στην οργανωμένη αντίσταση κατά των επιχειρηματιών. Οί εργάτες έπρεπε ν’ αναζητήσουν τη σωτηρία τους μόνο στους συνεταιρισμούς. Οί αντιπρόσωποι του Λονδίνου τους άντιπαρέθεσαν, με τη μορφή μιας απόφασης, ολόκληρη την παράγραφο για τα συνδικάτα άπ’ τίς Εισηγήσεις του Μαρξ. Έγινε δεκτή άπ’ το συνέδριο.

Όλα όσα είχαν γραφτεί άπ’ τον Μαρξ στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας καί στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο για τα συνδικάτα, σαν βασικό πυρήνα της ταξικής όργάνωσης του προλεταριάτου, επαναλήφθηκαν στην άπόφαση με μια ακόμα πιο συγκεκριμένη μορφή. Έκτος άπ’ αυτό επισήμανε τα σύγχρονα προβλήματα των συνδικάτων καί την αποτελεσματικότητα πού μοιραία τα διακρίνει μόλις μεταβάλλονται σε στενά συντεχνιακές οργανώσεις. Αξίζει ν’ ασχοληθούμε πιο διεξοδικά με την παράγραφο αυτή.

Πως δημιουργήθηκαν τα συνδικάτα; Πως αναπτύχθηκαν; Είναι το αποτέλεσμα του αγώνα ανάμεσα στο κεφάλαιο καί στη μισθωτή εργασία. Σ’ αυτό τον αγώνα οί όροι για τους εργάτες είναι εξαιρετικά δυσμενείς. Το κεφάλαιο είναι μια κοινωνική δύναμη συγκεντρωμένη στα χέρια ενός ατόμου, ενώ ό εργάτης το μόνο πού διαθέτει είναι η ατομική εργατική του δύναμη. Γιαυτο δε μπορεί να γίνει λόγος για ελεύθερη σύμβαση ανάμεσα στον καπιταλιστή καί τον εργάτη. Οταν οί προυντονιστές φλυαρούσαν για την ελεύθερη καί δίκαιη σύμβαση, απλούστατα δεν καταλάβαιναν το μηχανισμό της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής. 24 Η σύμβαση ανάμεσα στο κεφάλαιο καί την εργασία δέ μπορεί ποτέ να στηρίζεται πάνω σε δίκαιους όρους, ούτε καν με την έννοια μιας κοινωνίας πού, στη ζωντανή παραγωγική δύναμη, αντιπαρατάσσει την ιδιοκτησία των υλικών μέσων ζωής καί παραγωγής. Πίσω άπ’ το μεμονωμένο καπιταλιστή βρίσκεται η δύναμη της κοινωνίας. Σ’ αυτή τη δύναμη οί εργάτες μπορούν ν’ αντιπαρατάξουν μόνο τον αριθμό τους, τη μοναδική κοινωνική δύναμη πού έχουν στη διάθεση τους. Άλλα η δύναμη του αριθμού, η δύναμη της μάζας, καταστρέφεται από την ασυμφωνία των εργατών, πού γεννιέται καί συντηρείται με τον αναπόφευκτο ανταγωνισμό τους. Γιαυτό ήταν κατά πρώτο λόγο αναγκαίο να παραμεριστεί αυτός ό άνταγωνισμός ανάμεσα στους εργάτες. Άπ’ τίς αυθόρμητες προσπάθειες των εργατών να παραμερίσουν αυτό τον ανταγωνισμό, ή τουλάχιστο να τον περιορίσουν, με σκοπό να εκβιάσουν στις συμβάσεις όρους πού θα τους επέτρεπαν να ανέβουν τουλάχιστον από τη θέση των απλών σκλάβων, δημιουργήθηκαν τα συνδικάτα. Το άμεσο καθήκον τους περιοριζόταν στίς καθημερινές ανάγκες, στην αναζήτηση μέσων για την αντιμετώπιση των συνεχών επιθέσεων του κεφαλαίου, με μια λέξη: στα προβλήματα του μισθού της εργασίας καί των ωρών εργασίας. Παρά τους ισχυρισμούς των προυντονιστών, αυτή η δραστηριότητα δεν είναι μόνο απόλυτα δικαιολογημένη αλλά καί απαραίτητη. Δε μπορούμε να παραιτηθούμε άπ’ αυτήν έφόσο κυριαρχεί το σημερινό σύστημα παραγωγής. Απεναντίας, πρέπει να ενταθεί σ’ όλες τίς χώρες με την ίδρυση καί το σχηματισμό συνδικατων.

Τα συνδικάτα παίζουν κι έναν άλλο σημαντικό ρόλο, πού οί προυντονιστές το 1866 τον καταλάβαιναν εξίσου λίγο, όπως κι ό δάσκαλος τους το 1847. Χωρίς να το ‘χουν συνειδητοποιήσει, τα συνδικάτα της εργατικής τάξης χρησίμευαν καί χρησιμεύουν σαν οργανωτικά κέντρα, όπως τα μεσαιωνικά κοινοτικά συμβούλια για την αστική τάξη. Είναι αναγκαία για τον άγωνα ανάμεσα στο κεφάλαιο καί την εργασία, αλλά ακόμα πιο σημαντικά, σαν οργανωμένη δύναμη, για την κατάργηση του ίδιου του συστήματος της μισθωτής εργασίας.

Δυστυχώς τα συνδικάτα δεν είχαν ξεκαθαρίσει εντελώς αυτό το καθήκον. Όντας απορροφημένα αποκλειστικά από τον τοπικό καί άμεσο αγώνα κατά του κεφαλαίου, τα συνδικάτα δεν αντιλαμβάνονταν ολότελα τη δύναμη τους στον άγωνα ενάντια στο ίδιο το σύστημα της μισθωτής εργασίας. Γιαυτό έμεναν - καί εξακολουθούν να μένουν - πολύ μακριά από τα γενικά καί τα πολιτικά κινήματα.

Ο Μαρξ επισημαίνει μερικά συμπτώματα πού δείχνουν φανερά ότι τα συνδικάτα αρχίζουν να καταλαβαίνουν την ιστορική τους αποστολή. Τέτοια συμπτώματα είναι η συμμετοχή των αγγλικών συνδικάτων στον άγωνα για το γενικό εκλογικό δικαίωμα καί η απόφαση πού πάρθηκε στη συνδιάσκεψη τους στο Σεφηλντ, η οποία συνιστά σε όλα τα συνδικάτα να προσχωρήσουν στη Διεθνή.

Στό τέλος ό Μαρς, πού μέχρι τότε είχε επικρίνει κατά πρώτο λογο τους προυντονιστές, στρέφεται με μεγαλύτερη οξύτητα κατά των καθαρών τρεϊντ-γιουνιονιστών, πού ήθελαν να περιορίσουν τα καθήκοντα των συνδικάτων μόνο στα προβλήματα του μισθού και των ωρών εργασίας. Παράλληλα με τ’ αρχικά τους καθήκοντα, πρέπει να μάθουν να ενεργούν συνειδητά, σαν οργανωμένα κέντρα της εργατικής τάξης για την απόλυτη χειραφέτηση τους. Είναι υποχρεωμένα να υποστηρίζουν κάθε κοινωνικό και πολιτικό κίνημα πού επιδιώκει το σκοπό αυτό. Πρέπει να θεωρούν τον εαυτό τους σαν πρώτους αγωνιστές καί εκπρόσωπους ολόκληρης της εργατικής τάξης, να ενεργούν αντίστοιχα καί να προσελκύουν στις γραμμές τους όλους τους εργάτες. Οφείλουν να φροντίζουν προσεχτικά για τα συμφέροντα των εργατών πού ανήκουν στους πιο κακά μισθοδοτούμενους κλάδους, λ.χ. των αγροτών, πού εξαιτίας των ιδιαίτερα δυσμενών συνθηκών είναι ανίσχυροι. Τα συνδικάτα οφείλουν να πείσουν ολόκληρο τον κόσμο, ότι οι προσπάθειες τους, όντας κάθε άλλο παρά περιορισμένες καί ματαιόδοξες, αποβλέπουν στη χειραφέτηση εκατομμυρίων καταπιεσμένων άνθρωπων.

Οί συζητήσεις για το συνδικαλιστικό ζήτημα στο συνέδριο της Γενεύης είχαν τεράστια σπουδαιότητα. Οί αντιπρόσωποι του Λονδίνου υπερασπίστηκαν τίς θέσεις τους με μεγάλη άνεση. Γι’ αυτούς η ίδια η απόφαση δεν αποτελούσε παρά το συμπέρασμα άπ’ τη μεγάλη εισήγηση του Μαρξ, πού τότε δυστυχώς ήταν γνωστή μόνο σ’ αυτούς. 25

Πράγματι, όταν το Κεντρικό Συμδούλιο είχε εξετάσει όλα τα προβλήματα πού θα έμπαιναν στην ημερήσια διάταξη του επόμενου συνεδρίου, ξέσπασαν ακόμα καί κει μεγάλες διαφωνίες. Γιαυτό ό Μαρξ έκανε στο συμβούλιο μια λεπτομερή διάλεξη, στην οποία εξήγησε τη σημασία πού έχουν τα συνδικάτα κάτω άπ’ τίς συνθήκες της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής. Εκμεταλλεύτηκε αυτή την ευκαιρία για να παρουσιάσει στους ακροατές του, με εκλαϊκευμένη μορφή, τη νέα θεωρία του για την αξία καί υπεραξία, για να τους εξηγήσει την αλληλεξάρτηση πού υπάρχει ανάμεσα στο μισθό της εργασίας, την υπεραξία καί την τιμή του εμπορεύματος. Τα πρακτικά αυτής της συνεδρίασης του Κεντρικού Συμβουλίου προξενούν βαθιά εντύπωση με τη σοβαρότητα τους, πού θα τη ζήλευε κι η πιο λόγια αστική συνεδρίαση. Καί ταυτόχρονα όλο το κύρος αυτής της επιστήμης, όλες οι νέες κατακτήσεις της, είχαν μπει στην υπηρεσία της εργατικής τάξης.

Με την ιδια άνεση οι αντιπρόσωποι του Λονδίνου υποστήριξαν καί την άπόφαση του Μαρξ για το οχτάωρο. Αντίθετα άπ’ τους γάλλους, ακολουθώντας τον Μαρξ είπαν τα παρακάτω: «Θεωρούμε τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας σαν μια προϋπόθεση, χωρίς την οποία όλες οί άλλες προσπάθειες βελτίωσης καί χειραφέτησης είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Είναι ουσιαστική, για να αποκατασταθεί καί πάλι η υγεία καί η σωματική ενέργεια της εργατικής τάξης, δηλαδή της μεγάλης μάζας κάθε έθνους, καί για να της εξασφαλιστεί η δυνατότητα πνευματικής άνάπτυξης, κοινωνικής επαφής, κοινωνικής καί πολιτικής δραστηριότητας» 26. Τό συνέδριο, ακολουθώντας την πρόταση του Κεντρικού Συμβουλίου, άξίωσε να καθοριστεί η οχτάωρη εργασία σαν νόμιμο όριο της εργάσιμης μέρας. Επειδή αυτός ό περιορισμός απαιτούνταν κι από τους εργάτες στίς Ηνωμένες Πολιτείες, το συνέδριο έκανε αυτή τη διεκδίκηση γενικό σύνθημα της εργατικής τάξης σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Η νυχτερινή εργασία θα επιτρεπόταν μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις, σε μεμονωμένους κλάδους της παραγωγής ή επαγγέλματα, πού θα ‘πρεπε να προσδιορίζονται επακριβώς άπ’ το νόμο. Στόχος όμως θα ‘ταν να καταργηθεί εντελώς κάθε νυχτερινή εργασία.

Δυστυχώς στην εισήγηση του Μαρξ δεν αναλυόταν επακριβώς το πρόβλημα της γυναικείας εργασίας. Το θεώρησε αρκετό να πει, ότι ολόκληρη η παράγραφος για τη μείωση της εργάσιμης μέρας αναφέρεται εξίσου σ’ όλους τους ενήλικους εργάτες, άντρες καί γυναίκες, με τον όρο «ότι οί τελευταίες πρέπει ν’ αποκλειστούν αυστηρότατα από κάθε είδους νυχτερινή εργασία κι επίσης από κάθε εργασία, πού είναι επιβλαβής για τον πιο ευαίσθητο γυναικείο οργανισμό ή πού εκθέτει το σώμα σε δηλητηριωδεις ή άλλες βλαβερές επιδράσεις» 27. Δεδομένου όμως ότι η πλειοψηφία των γάλλων καί των έλβετών στράφηκε με οξύτητα κατά της γυναικείας εργασίας γενικά, το συνέδριο υιοθέτησε καί τίς θέσεις του Μαρξ καί μια απόφαση των γάλλων. Ετσι αποφασίστηκε πώς το καλύτερο θα ‘ταν ν’ απαγορευτεί εντελώς η γυναικεία εργασία, όσο καιρό όμως θα ίσχυε, θα ‘πρεπε να διατηρηθεί στα όρια πού είχε διαγράψει ό Μαρξ.

Μετά έγιναν αποδεκτές οί θέσεις του Μαρξ για την εργασία των παιδιών καί των νέων, αμετάβλητες, χωρίς καμιά προυντονιστική τροποποίηση. Οί θέσεις αυτές έλεγαν, ότι «ή τάση της σύγχρονης βιομηχανίας να προσελκύσει παιδιά καί νέους καί των δυο φύλων να συμμετέχουν στο μεγάλο έργο της κοινωνικής παραγωγής(...) είναι μια προοδευτική, υγιής καί δικαιολογημένη τάση, μολονότι ό τρόπος με τον οποίο πραγματώνεται η τάση αυτή κάτω άπ’ την κυριαρχία του κεφαλαίου, είναι φριχτός. Σέ μια κοινωνία οργανωμένη ορθολογικά, κάθε παιδί μετά τα εννιά του χρόνια πρέπει να γίνει παραγωγικός εργάτης, όπως επίσης καί κάθε υγιής ενήλικος, πού δεν πρέπει να εξαιρείται άπ’ αυτό το γενικό νόμο της φύσης, δηλαδή να εργάζεται για να μπορεί να τρωει, καί να εργάζεται όχι μόνο με το μυαλό, αλλά καί με τα χέρια» 28. Σέ συνάρτηση μ’ αυτό ό Μαρξ προτείνει ένα ολόκληρο πρόγραμμα για την ενοποίηση της χειρωνακτικής καί της πνευματικής εργασίας. Σ’ αυτό περιλαμβάνεται η γενική πνευματική ανάπτυξη, η σωματική ανάπτυξη καί η πολυτεχνική καλλιέργεια, πού κάνει γνωστές στα παιδιά τίς επιστημονικές βάσεις όλων των παραγωγικών διαδικασιών.

Στήν εισήγηση του ό Μαρξ έθιξε καί το πρόβλημα των συνεργατικών. Χρησιμοποίησε αύτη την ευκαιρία όχι μόνο για να κριτικάρει τίς αυταπάτες των ορθόδοξων συνεργατιστών, αλλά καί για να τονίσει το βασικό όρο για την επιτυχία του συνεργατικού κινήματος. Όπως καί στην ιδρυτική διακήρυξη, δίνει το προβάδισμα όχι στους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, αλλά στους παραγωγικούς συνεταιρισμούς, καί προσθέτει: «Το σύστημα όμως της συνεργατικής (...) δεν είναι ποτέ σε θέση να αναδιαρθρώσει την καπιταλιστική κοινωνία. (...) [Για κάτι τέτοιο] απαιτούνται γενικές κοινωνικές αλλαγές, αλλαγές των γενικών ορών της κοινωνίας, πού μπορούν να πραγματωθούν μόνο αν η οργανωμένη δύναμη της κοινωνίας. δηλαδή η κρατική εξουσία, περάσει άπ’ τα χέρια των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων στα χέρια των ιδιων των παραγωγών» 29. Βλέπουμε πως κι εδώ ό Μαρξ προβάλλει ξανά την ανάγκη να κατακτηθεί η πολιτική εξουσία από την εργατική τάξη.

Το σχέδιο του καταστατικού, πού μας είναι ήδη γνωστό, έγινε αποδεκτό χωρίς καμιά τροποποίηση. Η προσπάθεια των γάλλων, πού είχαν θέσει αυτό το πρόβλημα ήδη στο συνέδριο του Λονδίνου, να δώσουν στη λέξη «εργάτης» μια περιορισμένη ερμηνεία, μόνο με την έννοια της φυσικής εργασίας, κι έτσι ν’ αποκλείσουν τους έκπρόσωπους των πνευματικών εργατών ή των διανοούμενων, αποκρούστηκε με σαφήνεια. Οί άγγλοι αντιπρόσωποι δήλωσαν ότι, αν υιοθετούνταν η πρόταση των γάλλων, θα ‘πρεπε κατά πρώτο λόγο ν’ αποκλειστεί ό Μαρξ, πού είχε κάνει τόσα πολλά για τη Διεθνή.

Το συνέδριο της Γενεύης άσκησε τεράστια προπαγανδιστική επίδραση. Όλες του οί αποφάσεις, που διατύπωναν τίς βασικές διεκδικήσεις της εργατικής τάξης καί είχαν συνταχτεί σχεδόν αποκλειστικά άπ’ τον Μαρξ, πέρασαν στο πρακτικό μίνιμουμ πρόγραμμα όλων των εργατικών κομμάτων. Το συνέδριο είχε μια ενθουσιαστική απήχηση σ’ όλες τίς χώρες, ακόμα καί στη Ρωσία, όπου ήδη το 1865 στο Σοβρέμιονυϊ παρουσιάζεται διεξοδικά το ιδρυτικό μανιφέστο της Διεθνούς, σαν ένα έγγραφο γραμμένο άπ’ τον Μαρξ. Αμέσως μετά το συνέδριο της Γενεύης, πού έδωσε μια ισχυρή ώθηση στο διεθνές εργατικό κίνημα, η Διεθνής έγινε μεμιάς δημοφιλής.

Στό επόμενο κιόλας συνέδριο στη Λωζάνη, ξέσπασε μια διαμάχη για τη συμμετοχή στο συνέδριο μιας νέας διεθνούς οργάνωσης, πού ήταν η «Ένωση για την Ειρήνη καί την Ελευθερία». Οί οπαδοί της συμμετοχής υπερίσχυσαν. Μόλις στο επόμενο συνέδριο στις Βρυξέλες επικράτησε η άποψη του γενικού συμβουλίου, καί αποφασίστηκε, να προταθεί στην ένωση να προσχωρήσει στη Διεθνή, καί να προτρέψει τα μέλη της να γραφτούν στα διάφορα τμήματα της Διεθνούς.

Ό Μαρξ δεν πήρε μέρος ούτε σ’ αυτά τα δυο συνέδρια. Το συνέδριο της Λωζάνης δεν είχε τελειώσει ακόμα τίς εργασίες του, όταν κυκλοφόρησε ό πρώτος τόμος του Κεφαλαίου. Στό επόμενο συνέδριο στις Βρυξέλες, το 1868, με πρόταση της γερμανικής αντιπροσωπείας, συντάχθηκε μια απόφαση, πού συνιστούσε στους εργάτες όλων των χωρών να μελετήσουν το Κεφάλαιο. Η απόφαση επισήμαινε την τεράστια αξία του Μαρξ: ήταν «ό πρώτος οικονομολόγος πού υπέβαλλε το κεφάλαιο σε μια επιστημονική ανάλυση καί πού το ανήγαγε στα βασικά του στοιχεία».

Στό συνέδριο των Βρυξελών εξετάστηκε ανάμεσα στ’ άλλα καί η επίδραση των μηχανών πανω στην κατάσταση της εργατικής τάξης, το ζήτημα της απεργίας καί της γαιοκτησίας. Οί αποφάσεις πού πάρθηκαν χαρακτηρίζονταν άπ’ το πνεύμα του συμβιβασμού, αντί γι’ αυτό όμως για πρώτη φορά η άποψη του σοσιαλισμού ή, όπως έλεγαν τότε, του κολεκτιβισμου, νίκησε τους γάλλους. Αναγνωρίστηκε η ανάγκη να κοινωνικοποιηθούν τα μέσα μεταφορών καί επικοινωνίας, αλλά καί η γη, όμως με την τελική μορφή της έγινε αποδεκτή η απόφαση μόλις στο επόμενο συνέδριο στη Βασιλεία το 1869.

Κεντρικό πολιτικό πρόβλημα, πού απασχολεί τη Διεθνή ήδη άπ’ το συνέδριο της Λωζάνης, είναι το πρόβλημα του πολέμου καί των μέτρων πού πρέπει να παρθούν εναντίον του. Το πρόβλημα ήταν επίκαιρο. Μετά τον πόλεμο του 1866, μετά τη νίκη της Πρωσίας κατά της Αυστρίας, άρχιζε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη να ενισχύεται η πεποίθηση, ότι σαν αναπόφευκτο επακόλουθο αυτού του πολέμου στο άμεσο μέλλον θα ξεσπούσε ένας πόλεμος ανάμεσα στη Γαλλία καί την Πρωσία. Το 1867 οί σχέσεις ανάμεσα στίς δυο χώρες άρχισαν να οξύνονται.

Μετά τίς μεγάλες του αποτυχίες στίς πιο απίθανες αποικιακές περιπέτειες, με τίς όποιες καθώς λένε, ήθελε να εξυψώσει το γόητρο του, η θέση του Ναπολέοντα του Γ’, είχε γίνει πολύ επισφαλής. Μ’ ένα νεύμα της χρηματιστικής ολιγαρχίας, εξαπέλυσε μια εκστρατεία στο Μεξικό, πού προκάλεσε στίς Ηνωμένες Πολιτείες έντονη αντίδραση εναντίον του. Εκεί παρακολουθούσαν πολύ καχύποπτα κάθε προσπάθεια των ευρωπαϊκών δυνάμεων να αναμιχθούν στίς αμερικανικές υποθέσεις. Η περιπέτεια του Ναπολέοντα τελείωσε με μια εξαιρετικά επονείδιστη ήττα. Ήταν υποχρεωμένος να επανορθώσει το πράγμα στην Εύρωπη. Άλλα κι εδώ τον ακολουθούσε η αποτυχία. Αναγκασμένος να κάνει παραχωρήσεις στην εξωτερική πολιτική, έλπιζε πώς με κάποια πετυχημένη προσάρτηση στην Ευρώπη, θα μεγάλωνε τίς κτήσεις της Γαλλίας καί μ’ αυτό τον τρόπο θα σταθεροποιούσε τη θέση του.

Τό 1867 ξέσπασε η λεγόμενη «υπόθεση του Λουξεμβούργου». Μετά άπ’ όλες τίς άκαρπες προσπάθειες, ν’ αρπάξει μια κάποια περιοχή στην αριστερή όχθη του Ρήνου, ό Ναπολέοντας ήθελε ν’ αγοράσει άπ’ την Ολλανδία το μεγάλο δουκάτο του Λουξεμβούργου, πού μέχρι το 1866 ανήκε στη Γερμανική Όμοσπονδία, του οποίου όμως άρχοντας ήταν ό ολλανδός βασιλιάς. Στό δουκάτο υπήρχε προηγούμενα μια πρωσική φρουρά, πού όμως αναγκάστηκε ν’ αποσυρθεί. Η είδηση για το παζάρεμα του Ναπολέοντα με την Όλλανδία προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στους γερμανούς πατριώτες. Η ατμόσφαιρα μύριζε πόλεμο, κι ό Ναπολέοντας, πού έκρινε πώς δεν ήταν αρκετά προετοιμασμένος, υποχώρησε. Γι’ άλλη μια φορά καταρρακώθηκε το γόητρο του, πάλι αναγκάστηκε να κάνει παραχωρήσεις στην αντιπολίτευση, πού μεγάλωνε ολοένα καί περισσότερο.

Μέχρι τη στιγμή του συνεδρίου των Βρυξελών, η κατάσταση στην Ευρώπη είχε οξυνθεί τόσο πολύ. πού καθημερινά αναμενόταν πόλεμος. Όλοι ήταν πεισμένοι ότι θα ξεσπούσε, μόλις η Γαλλία ή η Πρωσία θα τέλειωναν τίς προετοιμασίες τους καί θα ‘βρισκαν την κατάλληλη αφορμή. Για το εργατικό κίνημα πού ισχυροποιούνταν καθημερινά, ιδιαίτερα στην ήπειρωτική Ευρώπη, γινόταν όλο καί πιο πιεστικό το ανησυχητικό πρόβλημα, πώς θα μπορούσε να εμποδιστεί ό πόλεμος αυτός, πού καθως το αντιλαμβάνονταν όλοι, θα κατάφερνε ένα βαρύ πλήγμα στους γάλλους και τους γερμανούς εργάτες. Είναι λοιπόν φανερό ότι η Διεθνής, που το 1868 είχε κιόλας αναπτυχθεί σε μια μεγάλη δύναμη, ήταν υποχρεωμένη να ασχοληθεί σοβαρά μ’ αυτό το πρόβλημια. Μετά από ζωηρότατες διαμάχες στο συνέδριο των Βρυξελών, στίς όποιες άλλοι επέμεναν, πως σε περίπτωση πολέμου θα ‘πρεπε να οργανωθεί μια γενική απεργία, και άλλοι επιζητούσαν ν’ αποδείξουν, πώς μόνο ό συναγωνισμός μπορεί να βάλει ένα τέλος στον πόλεμο, πάρθηκε μια συμβιβαστική και ολότελα συγκεχυμένη απόφαση.

Μιας καί το καλοκαίρι του 1869 είχε εκλείψει προσωρινά η απειλή του πολέμου, στο συνέδριο της Βασιλείας μπήκαν σε πρωτη μοίρα οικονομικά καί κοινωνικά προβλήματα. Για πρώτη φορά τέθηκε με έμφαση ένα πρόβλημα πού είχε θιχτεί ήδη στο συνέδριο των Βρυξελών — το πρόβλημα της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής. Αυτή τη φορά νίκησαν οριστικά οί αντίπαλοι τη: ατομικής ιδιοκτησίας της γης. Οι προυντονιστές γνώρισαν ολοκληρωτική ήττα. Σ’ αυτό το συνέδριο όμως γεννήθηκαν καινούργιες διαφωνίες. Για πρώτη φορά εμφανίστηκε σαν εκπρόσωπος ενός ξεχωριστού ρεύματος, ένας συμπατριώτης μας, πού πολλοί από σας τον γνωρίζετε καλά: ό Μπακούνιν.

Από πού ερχόταν; Τον συναντήσαμε ήδη στίς αρχές της δεκαετίας του 1840 στο Βερολίνο, γνωρίζουμε πώς πέρασε απ’ την ιδια φιλοσοφική σχολή άπ’ την όποια είχαν περάσει ό Μαρξ καί ό Ένγκελς, ότι στίς αρχές της επανάστασης του 1848 ήταν στο πλευρό των γερμανών εξόριστων στο Παρίσι, πού οργάνωναν μια επαναστατική λεγεώνα για να επιτεθούν κατά της Γερμανίας. Στό διάστημα της ίδιας επανάστασης προσπαθεί στη Μοράβια να συνενώσει τους σλάβους επαναστάτες, αργότερα παίρνει μέρος στην εξέγερση των σαξόνων επαναστατών στη Δρέσδη, συλλαμβάνεται, καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά εκδίδεται στον τσάρο Νικόλαο, πού τον φυλακίζει στο Σλύσελμπουργκ. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν πια τσάρος είναι ό Αλέξανδρος ό Β’, εξορίζεται στη Σιβηρία, άπ’ οπου δραπετεύει στην Ευρώπη περνωντας απ’ την Ιαπωνία καί την Αμερική. Αυτά έγιναν το 1865. Στήν αρχή καταπιάνεται εδώ με τίς ρώσικες υποθέσεις, συμμαχεί με τον Χέρτσεν, γράφει μερικές μπροσούρες για τα σλαβικά καί τα ρώσικα προβλήματα, στίς οποίες πασχίζει πάλι ν’ αποδείξει την ανάγκη μιας επαναστατικής συνένωσης των σλάβων, μετά προσπαθεί να συμμετάσχει στην πολωνική εξέγερση, αλλά αποτυχαίνει. Το 1864 συναντιέται στο Λονδίνο με τον Μαρξ, άπ’ τον οποίο πληροφορείται την ίδρυση της Διεθνούς καί υπόσχεται να συμμετάσχει. Μετά όμως φεύγει για την Ιταλία καί καταπιάνεται με μια εντελώς άλλη υπόθεση.

Όπως καί το 1848, πίστευε ότι ό Μαρξ υπερτόνιζε τη σπουδαιότητα της εργατικής τάξης, οτι οί διανοούμενοι, οί φοιτητές, οί εκπρόσωποι της αστικής δημοκρατίας αποτελούν ένα επαναστατικό στοιχείο. Την εποχή πού η Διεθνής πάλευε με τίς πρώτες δυσκολίες καί γινόταν βαθμιαία η πιο ισχυρή διεθνής οργάνωση, στην Ιταλία ό Μπακούνιν πάσχιζε να οργανώσει τη δική του επαναστατική οργάνωση. Φτάνοντας στην Ελβετία προσχώρησε στην αστική Ένωση για την Ειρήνη καί τήν Ελευθερία, εκλέχτηκε μάλιστα καί στην Κεντρική Επιτροπή της. Μόλις το 1868 άποχώρησε απ’ αυτήν, αλλά αντί να προσχωρήσει στη Διεθνή, ίδρυσε μαζί με συναγωνιστές του μια νέα οργάνωση, τη «Διεθνή Ένωση της Κοινωνικής Δημοκρατίας» ή, όπως λέγεται συνήθως, τη «Συμμαχία».

Η νέα αυτή όργάνωση παρουσιαζόταν πολύ επαναστατική. Κήρυξε αδυσώπητο πόλεμο κατά του θεού καί του κράτους. Ζητούσε άπο τα μέλη της να πιστεύουν στον αθεϊσμό. Το οικονομικό της πρόγραμμα δεν ήταν ιδιαίτερα σαφές. Αντί να απαιτεί την κατάργηση όλων των τάξεων, απαιτούσε την οικονομική καί κοινωνική ισοτιμία όλων των τάξεων. Παρά το φαινομενικό έπαναστατισμό της, η καινούργια οργάνωση δεν είχε συνεπές σοσιαλιστικό πρόγραμμα καί αρκούνταν μόνο ν’ αξιώνει την κατάργηση του κληρονομικού δικαιωματος. Για να μην τρομάξει εκείνους πού προέρχονταν από άλλες τάξεις, απέφευγε να προβάλει καθαρά έναν ορισμένο ταξικό χαρακτήρα.

Η καινούργια οργάνωση απευθύνθηκε στο Γενικό Συμβούλιο με την παράκληση να τη δεχτούν στη Διεθνή, όμως σαν μια ξεχωριστή οργάνωση, με δικό της καταστατικό καί δικό της πρόγραμμα.

Ερχόμαστε τωρα στο πιο ακανθώδες σημείο. Επειδή ό Μαρξ διέθετε μεγάλη επιρροή στο Γενικό Συμβούλιο, του έριχναν συνήθως την ευθύνη για όλες τίς αποφάσεις πού έπαιρνε το Γενικό Συμβούλιο. Αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό. Στήν προκείμενη περίπτωση όμως ό Μαρξ φέρει πραγματικά την κύρια ευθύνη. Αν πιστέψουμε τωρα όχι μόνο τους οπαδούς του Μπακούνιν, αλλά καί μερικούς μαρξιστές πού υπερασπίστηκαν αυτό το μεγάλο άστατο, αλλά συνάμα καί τίμιο επαναστάτη, ό Μαρξ φέρθηκε πολύ αυστηρά, επιμένοντας με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ν’ απορριφθεί η πρόταση. Για να καταλάβετε την ουσία της διαφωνίας, φανταστείτε την παρακάτιο εικόνα: στην κομμουνιστική Διεθνή απευθύνεται μια όργάνωση πού μόλις είχε αποσπαστεί από μια αστική δημοκρατική οργάνωση, με την παράκληση να γίνει δεκτή, να της αφεθεί όμως το δικαίωμα να εμφανιστεί με τη μορφή μιας παράλληλης οργάνωσης, μ’ ένα ιδιαίτερο πρόγραμμα καί μάλιστα με το δικαίωμα να συγκαλεί το δικό της ξεχωριστό συνέδριο. Θα της απαντούσαν απόλυτα δικαιολογημένα: Φυσικά, κάλλιο αργά παρά ποτέ, αν τελικά αντιληφθήκατε πώς συμμαχήσατε απερίσκεπτα με την αστική τάξη, ελάτε μαζί μας, μόνο πού πρέπει να διαλύσετε πρώτα την οργάνωση σας καί να μπείτε στα τμήματα μας. Πρέπει να ‘ναι κανείς πολύ εμπαθής, για να διακρίνει σε μια τέτοια απάντηση την απόδειξη μιας ιδιαίτερης κακότητας καί προσωπικής έχθρας γι’ αυτά τα άτομα, πού είναι βέβαια καλοί άνθρωποι, αλλά έχουν πολύ κακή αντίληψη για τη δουλιά τους.

Μαζί με το πρόγραμμα της νέας Συμμαχίας, ό Μπακούνιν έστειλε ένα ακόμα ξεχωριστό γράμμα στον Μαρξ, σχεδόν τέσσερα χρόνια απ’ όταν του ‘χε γράψει απ’ την Ιταλία, για να του υποσχεθεί πώς θα δουλέψει για τη Διεθνή. Αποδείχτηκε όμως ότι όχι μόνο δεν κράτησε την υπόσχεση του, αλλά απεναντίας έβαλε όλες του τίς δυνάμεις στην υπηρεσία ενός αστικού κινήματος, Τωρα βέβαια έγραφε στον Μαρξ, ότι καταλάβαινε καλύτερα από ποτέ, πόσο δίκιο είχε ό Μαρξ να επιλέξει το μεγάλο δρόμο της οικονομικής επανάστασης καί να περιφρονήσει εκείνους πού είχαν χαθεί σε μονοπάτια εθνικής ή καθαρά πολιτικής ύφης. Καί μ’ ακόμα μεγαλύτερο πάθος πρόσθετε:

Απο τότε πού αποχαιρέτησα πανηγυρικά και δημόσια τους αστούς στο συνέδριο της Βέρνης, δε γνωρίζω πια καμιά αλλη κοινωνία, κανένα άλλο περιβάλλον, παρά μόνο τον κόσμο των εργατών. Πατρίδα μου είναι τώρα η Διεθνής, πού την ίδρυσες κυρίως εσύ. Βλέπες λοιπόν, αγαπητέ φίλε, είμαι τώρα μαθητής σου - κι είμαι περήφανος γι’ αυτό... 30

Το γράμμα αυτό προκαλεί στους φίλους του Μπακούνιν δάκρια συγκίνησης κι αίσθημα αγανάκτησης απέναντι στον άκαρδο Μαρξ, πού απώθησε τόσο ωμά τα χέρι πού του έτειναν. Ακόμα κι ό Μέρινγκ προσθέτει, πως δεν υπάρχει κανένας λόγος ν’ άμφισβητεί κανείς την ευθύτητα αυτών των διαβεβαιώσεων.

Ούτε και γώ έχω πρόθεση ν’ αμφισβητήσω την ειλικρίνεια του Μπακούνιν. Σάς παρακαλώ όμως να προσπαθήσετε γι’ άλλη μια φορά να ‘ρθείτε στη θέση του Μαρξ. Αν και ήταν απότομος άνθρωπος, κι αυτό υποχρεώνεται να τ’ αναγνωρίσει ακόμα κι ό Μέρινγκ, μέχρι τα τέλη του 1868 έδειξε μεγάλη υπομονή απέναντι στον Μπακούνιν. Ολα όμως έχουν τα όρια τους. Αξίζει να διαβάσετε προσεχτικά το γράμμα του Μπακούνιν. Τότε θα καταλάβετε γιατί αυτό το συναισθηματικό γράμμα φάνηκε τόσο λίγο πειστικό στον Μαρξ. Δεν προέρχεται από κανένα αγοράκι, αλλά από έναν άνθρωπο πού είχε περάσει προ πολλού τα πενήντα, πού είχε προσχωρήσει κι άλλη φορά στον «κόσμο των εργατών», αλλά μόνο για να τον ξαναλησμονήοει αμέσως και για να περάσει στον «κόσμο της αστικής τάξης». Και μετά από τεσσάρων χρόνων συνύπαρξη μαζί της -ωθούμενος άπ’ την επιθυμία να διαβεί πάλι τον πλατύ δρόμο, δηλαδή να συνενωθεί με τη Διεθνή - θέτει τώρα αξιώσεις παράλογες για τη μέχρι τότε συμπεριφορά του. Ό Μαρξ, πού το 1864 είχε φανεί εξαιρετικά καλόπιστος απέναντι στον Μπακούνιν, ήταν φυσικό να ‘χει τώρα μεγάλες επιφυλάξεις - καί φάνηκε πώς είχε δίκιο.

Οταν το Γενικό Συμβούλιο απέρριψε κατηγορηματικά την αίτηση του Μπακούνιν, αυτός δήλωσε, πως η Ένωσή του αποφάσισε να διαλύσει την οργάνωση της καί να μετατρέψει τα τμήματα της σε τμήματα της Διεθνούς, διατηρώντας όμως το θεωρητικό πρόγραμμα. Το Γενικό Συμβούλιο δήλωσε πως ήταν έτοιμο να δεχτεί τα τμήματα μόνο αν αναγνώριζαν τίς γενικές βασικές αρχές της Διεθνούς.

Θα μπορούσε να φανεί πως όλα τέλειωσαν καλά. Ήταν όμως μόνο η εντύπωση. Δύστυχως η Συμμαχία συνέχιζε να υπάρχει καί να δίνει όλο αυτό το διάστημα σκληρό αγώνα κατά της Διεθνούς.

Ποιος ήταν λοιπόν ό σκοπός, πού για την πραγμάτωση του ό Μπακούνιν δεν υποχωρούσε μπροστά σε κανένα μέσο; Η καταστροφή της αστικής κοινωνίας, η κοινωνική επανάσταση — αυτή ήταν η επιδίωξη του Μπακούνιν. Ό Μαρξ είχε τάξει τον ίδιο σκοπό. Αυτό σημαίνει πώς οί διαφορές βρίσκονταν σ’ ένα άλλο επίπεδο. Καί πραγματικά, οί απόψεις του Μαρξ καί του Μπακούνιν διέφεραν έντονα όσο άφορα τα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

Καταρχή πρέπει να καταστρέψουμε, καί μετά όλα εξελίσσονται από μόνα τους. Αρκεί να ξεσηκώσουμε τους επαναστάτες διανοούμενους καί τους εργάτες πού είναι απελπισμένοι άπ’ την αθλιότητα τους. Γιαυτό πρέπει να υπάρχει μια ομάδα, πού ν’ αποτελείται από αποφασισμένους ανθρώπους μ’ επαναστατικές διαθέσεις. Αυτή είναι ουσιαστικά η θεωρία του Μπακούνιν, πού με πρώτη ματιά θυμίζει τη θεωρία του Βάιτλινγκ. Αυτό είναι όμως μόνο η επίφαση, έτσι όπως, καθαρά επιφανειακά, υπάρχει μια ομοιότητα με τη θεωρία του Μπλανκί. Στήν πραγματικότητα ό Μπακούνιν δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο. Αρνούνταν κάθε πολιτικό αγώνα, εφόσον έπρεπε να δοθει στο πεδίο της υπάρχουσας αστικής κοινωνίας, καί εφόσον επρόκειτο να δημιουργήσει ευνοϊκούς όρους για την ταξική όργάνωση του προλεταριάτου. Γιαυτό ό Μαρξ καί όλοι όσοι μαζί μ’ αυτόν θεωρούσαν αναγκαίο τον πολιτικό αγώνα καί ήθελαν, να οργανώσουν το προλεταριάτο για να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, ήταν στα μάτια του Μπακούνιν καί των οπαδών του εντελώς αρτηριοσκληριοτικοί όπορτουνιστές, πού επιδίωκαν να εμποδίσουν τον ερχομό της κοινωνικής επανάστασης. Γιαυτό οί μπακουνιστές άρπαξαν με χαρά την ευκαιρία, να παρουσιάσουν τον Μαρξ σαν έναν άνθρωπο πού, για να πραγματώσει τίς ιδέες του, δε δίσταζε να πλαστογραφεί το καταστατικό της Διεθνούς. Δημόσια, καί ιδιαίτερα σε εγκυκλίους καί επιστολές, οί μπακουνιστές κατέκριναν τον Μαρξ με τους πιο υβριστικούς χαρακτηρισμούς, καί δεν απέφυγαν μάλιστα ούτε αντισημιτικές εκτροπές ούτε ηλιθιότητες, όπως η κατηγορία ότι ό Μαρξ είναι πράκτορας του Βίσμαρκ.

Ο Μπακούνιν είχε επαφές με την Ιταλία καί την Έλβετία. Ιδιαίτερα στην Έλβετία, και μάλιστα στο γαλλικό τμήμα της, είχε βρεί πολλούς οπαδούς. Το να δούμε διεξοδικότερα τα αίτια αυτού του φαινομένου, θα μας απομάκρυνε πολύ άπ’ το κύριο θέμα μας. Οπωσδήποτε η προπαγάνδα του είχε εκεί τη μεγαλύτερη επιτυχία ανάμεσα στους μετανάστες εργάτες κι ανάμεσα στους ώρολογοποιούς-χειροτέχνες, πού υπέφεραν σκληρά άπ’ τον ανταγωνισμό της μεγαλοπαραγωγής, πού είχε αναπτυχθεί. Όταν ό Μπακουνιν εμφανίστηκε στο συνέδριο της Βασιλείας, είχε ήδη πίσω του μια σημαντική ομάδα. Ό πρώτος καβγάς άναψε σχετικά με το πρόβλημα του κληρονομικού δικαιωματος. Ό Μπακούνιν, πού είχε καταφερθεί τόσο ξεκάθαρα ενάντια σε κάθε οπορτουνισμό, επέμεινε με ιδιαίτερη έμφαση στην κατάργηση του κληρονομικού δικαιώματος σαν μια επίκαιρη διεκδίκηση. Οί αντιπρόσωποι του Γενικού Συμβουλίου, καθοδηγούμενοι από ένα κείμενο του Μαρξ, υποστήριξαν ότι ένα τέτοιο μέτρο, όπως έχει καταδειχτει καί στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, έχει σημασία, μόνο αν το πραγματοποιήσει το προλεταριάτο, αφού θα ‘χει κατακτήσει την πολιτική εξουσία. Εκείνο πού μπορεί να επιτευχθεί μέχρι τότε είναι μόνο μια αύξηση του φόρου των κληρονομιών κι ένας περιορισμός του κληρονομικού δικαιώματος. Ό Μπακούνιν όμως δεν υπολόγιζε ούτε τη λογική ούτε τίς συγκεκριμένες συνθήκες. Το μόνο πού τον ενδιέφερε ήταν η προπαγανδιστική σημασία της άξίωσής του. Τελικά ούτε μία απόφαση δεν πέτυχε επαρκή πλειοψηφία. Μια άλλη διαφωνία γεννήθηκε ανάμεσα στον Μπακούνιν και το γέρο Λήμπκνεχτ. Το συνέδριο της Βασιλείας ήταν το πρώτο, στο οποίο εμφανίστηκε μια σημαντική νέα ομάδα άπ’ τη Γερμανία. Την εποχή εκείνη ό Βίλχελμ Λήμπκνεχτ και ό Αουγούστ Μπέμπελ είχαν ήδη καταφέρει, μετά από ένα σκληρό παραταξιακό αγώνα με τον Σβάιτσερ, να όργανωσουν ένα δικό τους κόμμα, πού στο ιδρυτικό του συνέδριο στο Άϊζεναχ είχε υιοθετήσει το πρόγραμμα της Διεθνούς. Στό κεντρικό όργανο αυτού του κόμματος είχε επικριθεί οξύτατα η δραστηριότητα του Μπακούνιν στη «Συμμαχία για την Ειρήνη και την Ελευθερία», και είχαν εκτεθεί εκτενέστερα οί παλιές πανσλαβιστικές απόψεις του. Ό Μπακούνιν χρησιμοποίησε το συνέδριο για να κλείσει τους λογαριασμούς του με τον Λήμπκνεχτ. Η υπόθεση τέλειωσε με μια συμφιλίωση, πού δεν κράτησε όμως πολύ.

Το επόμενο συνέδριο ήταν να γίνει στη Γερμανία, στο Μάιντς, άλλα δε μπόρεσε πια να συγκληθεί. Αμεσως μετά το συνέδριο της Βασιλείας η πολιτική ατμόσφαιρα έγινε τόσο εκρηκτική, πού καθημερινά περίμεναν να ξεσπάσει ό επαπειλούμενος πόλεμος. Ό Βίσμαρκ, ένας απ’ τους μεγαλύτερους απατεώνες της παγκόσμιας ιστορίας, ξεγέλασε επιδέξια τον παλιό του δάσκαλο Ναπολέοντα καί διέστρεψε το πράγμα με τέτοιο τρόπο, πού η Γαλλία έδινε σ’ ολόκληρο τον κόσμο την έντύπωση του επιτιθέμενου.

Ό πόλεμος ωστόσο ξέσπασε αιφνιδιαστικά. Ουτε οί γάλλοι ούτε οί γερμανοί εργάτες ήταν σέ θέση να τον εμποδίσουν. Το Γενικό Συμβούλιο δημοσίευσε λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου μια διακήρυξη γραμμένη άπ’ τον Μαρξ.

Αρχίζει με μια περικοπή απ’ την ίδρυτική διακήρυξη, με την καταδίκη «μιας εξωτερικής πολιτικής πού έπιδιωκει εγκληματικούς σκοπούς, πού παίζει το παιχνίδι της έκμεταλλευόμενη τις εθνικές προκαταλήψεις καί σπαταλά το αίμα καί τ’ αγαθά του λαού σε πειρατικούς πολέμους» 31.

Ακολουθεί ένα κατηγορητήριο κατά του Ναπολέοντα. Ό Μαρξ περιγράφει αδρά τον αγώνα του Ναπολέοντα κατά της Διεθνούς, πού είχε ενταθεί ακόμα περισσότερο όταν οί γάλλοι διεθνιστές ανέπτυξαν μια πεισματική δράση εναντίον του. Όποια έκβαση καί να ‘χει ό πόλεμος, προσθέτει ό Μαρξ, η Δεύτερη Αυτοκρατορία στο Παρίσι είναι άπ’ τα τωρα καταδικασμένη. Θα τελειώσει, όπως άρχισε: σαν παρωδία.

Φταίει όμως μόνο ό Ναπολέοντας; Καθόλου. Ένοχες είναι όλες οί ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι εκείνοι πού βοήθησαν τον Ναπολέοντα για 18 χρόνια να παίξει την κωμωδία της παλινόρθωσης της αυτοκρατορίας, ήταν ακριβώς οί κυβερνήσεις καί οί κυρίαρχες τάξεις της Εύρωπης.

Την πιο μεγάλη επίθεση τη φυλάει όμως, ό γερμανός Μαρξ για την πατρίδα του. Άπ’ τη γερμανική μεριά ό πόλεμος παρουσιάζεται σαν αμυντικός. Ποιος όμως έφερε τη Γερμανία στην ανάγκη ν’ αμυνθεί: Ποιος έβαλε τον Ναπολέοντα στον πειρασμό να επιτεθεί κατά της Γερμανίας; Η Πρωσία, πού έκλεισε με τον Ναπολέοντα μια συμφωνία κατά της Αυστρίας. Αν η Πρωσία γνώριζε ήττα, η Γαλλία θα κατέκλυζε τη Γερμανία με το στρατό της. Τί έκανε όμως η Πρωσία μετά τη νίκη της κατά της Αυστρίας; Αντί να αντιτάξει στην υποδουλωμένη Γαλλία μια ελεύθερη Γερμανία, όχι μόνο δεν κατάργησε την εξοργιστική προσική τάξη πραγμάτων, αλλά απεναντίας της πρόσθεσε κι όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του βοναπαρτικου καθεστώτος.

Η πρωτη αποφασιστική φάση του πολέμου τέλειωσε εκπληκτικά γρήγορα. Ό γαλλικός στρατός αποδείχτηκε ολότελα απροετοίμαστος. Σέ έξι περίπου βδομάδες είχε συντριβεί ολικά, καί στις 2 του Σεπτέμβρη ό Ναπολέοντας καί το μεγάλο οχυρό του Σεντάν παραδόθηκαν στους πρωσους. Στίς 4 του Σεπτέμβρη στο Παρίσι ανακηρύχτηκε η δημοκρατία. Αντίθετα με τη διαβεβαίωση της Πρωσίας, ότι θα πολεμούσε μόνο με την αυτοκρατορία, ό πόλεμος συνεχίστηκε. Αρχιζε η δεύτερη, η πιο τραχιά καί πιο μακρόχρονη φάση του.

Αμέσως μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας στη Γαλλία, το Γενικό Συμιβούλιο δημοσίευσε το δεύτερο μανιφέστο του μ’ αφορμή τον πόλεμο. Είχε γραφτεί καί πάλι άπ’ τον Μαρξ κι αποτελεί ένα άπ’ τα πιο μεγαλοφυή έργα του, τόσο για το βάθος της ανάλυσης της κατάστασης, όσο καί για τη δύναμη καί την οξυδέρκεια της ιστορικής πρόβλεψης. Είναι ενδιαφέρον να μάθετε το ότι ό Μαρξ υπέγραψε με την ιδιότητα του σαν γενικού γραμματέα, όχι μόνο για τη Γερμανία, αλλά καί για τη Ρωσία, άφου πρίν από λίγο καιρό είχε σχηματιστεί ένα ρώσικο τμήμα της Διεθνούς στην Ελβετία καί είχε παρακαλέσει τον Μαρξ να το εκπροσωπήσει στο Γενικό Συμβούλιο.

Θα θυμόσαστε ότι στο πρώτο μανιφέστο ό Μαρξ είχε ήδη προβλέψει πώς ό πόλεμος αυτός θα τέλειωνε με την κατάρρευση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Το δεύτερο μανιφέστο αρχίζει με μια επισήμανση αυτής της προφητείας. Φάνηκε όμως ότι η κριτική της πρωσικής πολιτικής άπ’ τον Μαρξ δεν ήταν λιγότερο τεκμηριωμένη. Ό λεγόμενος αμυντικός πόλεμος είχε ήδη μεταβληθεί σε πόλεμο κατά του γαλλικού λαού. Πολύ πρίν άπ’ την πτώση του Σεντάν καί την αιχμαλωσία του Ναπολέοντα, δηλαδή μόλις είχε γίνει ολοφάνερη η απίστευτη αποσύνθεση του βοναπαρτικού στρατού, η πρωσική στρατοκρατική καμαρίλλα εκδηλώθηκε υπέρ μιας κατακτητικής πολιτικής. Ό Μαρξ επικρίνει επίσης έντονα το υποκριτικό φέρσιμο της γερμανικής φιλελεύθερης αστικής τάξης. Χρησιμοποιώντας τις υποδείξεις του Ένγκελς πού, σαν ειδικός, παρακολουθούσε με προσοχή την πορεία του πολέμου καί ήδη στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου είχε προβλέψει την πτώση του Σεντάν, ό Μαρξ αναλύει τα στρατιωτικά επιχειρήματα, με τα οποία οί πρώσοι στρατηγοί καί ό Βίσμαρκ προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν την προσάρτηση της Αλσατίας καί της Λωραίνης στη Γερμανία.

Ό Μαρξ πολεμάει κάθε προσάρτηση καί προσέγγιση, καί δείχνει πώς μια τέτοια ειρήνη πού επιβάλλεται με τη βία θα οδηγήσει στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Το επακόλουθο αυτής της ειρήνης θα ‘ναι ένας καινούργιος πόλεμος. Η Γαλλία θα θελήσει να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη καί θα συμμαχήσει με τη Ρωσία. μ’ αυτό τον τρόπο η τσαρική Ρωσία, πού μετά τον κριμαϊκό πόλεμο έχασε την ηγεμονία της, θα γίνει ξανά μια δύναμη αποφασιστική για τη μοίρα της Εύρωπης. Αυτή η ίδιοφυής πρόγνωση, η πρόβλεψη της πορείας της ευρωπαϊκής ιστορίας, πού είναι μια μεγαλειωδης πρακτική απόδειξη της θεωρητικής ορθότητας της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, καταλήγει με τα παρακάτω λόγια:

Πιστεύουν οί γερμανοί πατριώτες πραγματικά πώς είναι εξασφαλισμένη η ελευθερία καί η ειρήνη της Γερμανίας, αν έξωθήσουν τη Γαλλία να πέσει στην αγκαλιά της Ρωσίας; Αν η επιτυχία των όπλων, το μεθύσι της νίκης καί οί δυναστικές μηχανορραφίες παραπλανήσουν τη Γερμανία ν’ αρπάξει γαλλικά εδάφη, μόνο δυο δρόμοι απομένουν ανοιχτοί. Η πρέπει να γίνει το συνειδητό όργανο των πρωσικών κατακτητικών σχεδίων, όπως είναι το συνηθισμένο επακόλουθο — μια πολιτική πού ανταποκρίνεται στην παράδοση των Χοεντζόλερν - ή διαφορετικά πρέπει, μετά από σύντομη ανάπαυλα, να εξοπλιστεί για ένα νέο «αμυντικό» πόλεμο, όχι για έναν άπ’ αυτούς τους απλούς «τοπικούς» πολέμους, αλλά για ένα φυλετικό πόλεμο ενάντια στις συνασπισμένες φυλές των σλάβων καί των λατίνων. Αύτη είναι η προοπτική της ειρήνης πού «εγγυώνται» οί ηλίθιοι πατριώτες της γερμανικής μεσαίας τάξης. 32

Είναι μια προφητεία πού εκπληρώθηκε κατά γράμμα καί πού την εκπλήρωση της την είδαν με τα μάτια τους οί όχι λιγότερο ηλίθιοι σύγχρονοι γερμανοί πατριώτες.

Το μανιφέστο τελειώνει με μια έκθεση των πρακτικών καθηκόντων πού έμπαιναν για την εργατική τάξη εκείνης της εποχής. Οί γερμανοί εργάτες προτρέπονται να απαιτήσουν μια έντιμη ειρήνη καί την αναγνώριση της γαλλικής δημοκρατίας. Στούς γάλλους εργάτες, πού βρίσκονταν τότε σε μια ακόμα πιο δύσκολη κατάσταση, ό Μαρξ συμβουλεύει να ‘χουν το νου τους στους αστούς δημοκράτες καί να επωφεληθούν απ’ τη δημοκρατία για ν’ αναπτύξουν γρήγορα την ταξική τους οργάνωση καί για να κατακτήσουν την απελευθέρωση τους.

Τα γεγονότα πού επακολούθησαν έδειξαν πόσο απόλυτα δικαιολογημένη ήταν η δυσπιστία του Μαρξ απέναντι στους γάλλους δημοκράτες. Η αίσχρή συμπεριφορά τους καί η προθυμία τους να συμμαχήσουν καλύτερα με τον Βίσμαρκ, παρά να κάνουν την παραμικρή παραχώρηση στην εργατική τάξη, οδήγησαν στην ανακήρυξη της Παρισινής Κομμούνας. Μετά από τρεις μήνες ήρωικού αγώνα, αυτή η πρωτη απόπειρα μιας δικτατορίας του προλεταριάτου, πού πραγματοποιήθηκε κάτω άπ’ τις πιο δυσμενείς συνθήκες, κατέληξε σε αποτυχία. Το Γενικό Συμβούλιο δεν ήταν σε θέση να προσφέρει στους γάλλους την αναγκαία βοήθεια. Γαλλικά καί γερμανικά στρατεύματα είχαν αποκόψει το Παρίσι άπ’ την υπόλοιπη Γαλλία κι άπ’ ολο τον κόσμο. Όπωσδήποτε η Κομμούνα προκάλεσε ένα γενικό κίνημα αλληλεγγύης, καί γεμάτοι περηφάνια μπορούμε να πούμε ότι η τύχη της είχε βρει μια εξαιρετικά ζωηρή απήχηση καί στη χωρα μας, όπου τον Απρίλη καί το Μάη του 1871 μια ομάδα από επαναστάτες μοίραζε προκηρύξεις με την έκκληση ν’ ακολουθηθεί το παράδειγμα των γάλλων κομμουνάρων.

Ό Μαρξ, πού κατά τη διάρκεια της Κομμούνας είχε προσπαθήσει να διατηρήσει σχέσεις με το Παρίσι, όπως φαίνεται κι από ένα γράμμα του — πού βρήκα — στον Βαρλέν, έναν άπ’ τους πιο διαπρεπείς γάλλους διεθνιστές καί μάρτυρες της Κομμούνας, έγραψε κατ’ εντολή του Γενικού Συμβουλίου ένα μανιφέστο. Υποστήριξε τους κομμουνάρους πού συκοφαντούνταν άπ’ όλο τον αστικό Τύπο καί έδειξε ότι η Παρισινή Κομμούνα είναι ένας νέος μεγάλος σταθμός στην ανάπτυξη του προλεταριακού κινήματος, ότι αποτελεί ένα πρότυπο του προλεταριακού κράτους, πού βαδίζει για την πραγμάτωση του κομμουνισμού. Βασισμένος στήν πείρα της επανάστασης του 1848, ό Μαρξ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα οτι η εργατική τάξη, αφού κατακτήσει την πολιτική εξουσία, δε θα περιοριστεί απλά να πάρει στα χέρια της τον αστικό κρατικό μηχανισμό, αλλά οτι είναι υποχρεωμένη να τσακίσει ολόκληρο το γραφειοκρατικό καί αστυνομικό μηχανισμό. Η πείρα της Κομμούνας τον έπεισε οριστικά γι’ αυτό. Απέδειξε οτι το προλεταριάτο, όταν θα ‘χει καταλάβει την εξουσία, πρέπει να δημιουργήσει το δικό του κρατικό μηχανισμό πού να ‘ναι προσαρμοσμένος στίς δικές του ανάγκες. Η ίδια πείρα της Κομμούνας δίδαξε όμως, οτι το προλεταριακό κράτος δε μπορεί να περιοριστεί σε μια πόλη, έστω καί πρωτεύουσα. Η εξουσία του προλεταριάτου πρέπει να επεκταθεί σ’ ολόκληρη τη χώρα, για να ‘χει την ευκαιρία να σταθεροποιηθεί, καί σε μερικές καπιταλιστικές χώρες για να πετύχει την οριστική νίκη.

Ό Μπακούνιν καί οί οπαδοί του, αντίθετα, έβγαλαν εντελώς άλλα συμπεράσματα άπ’ την πείρα της Κομμούνας. Εξακολουθούσαν να επιτίθενται ακόμα πιο παθιασμένα ενάντια σε κάθε πολιτική καί κάθε κράτος καί συνιστούσαν, με την πρώτη ευνοϊκή ευκαιρία, να οργανώνονται «κομμούνες» στίς μεμονωμένες πόλεις, ώστε με το παράδειγμα τους να παρασυρθούν κι άλλες πόλεις.

Η ήττα της Κομμούνας είχε πολύ δυσάρεστα επακόλουθα καί για την ιδια τη Διεθνή. Το γαλλικό εργατικό κίνημα νεκρωθηκε για κάμποσα χρόνια. Στή Διεθνή εκπροσωπούνταν μόνο από τους αναρίθμητους κομμουνάρους φυγάδες στην Αγγλία και στη Γαλλία, ανάμεσα στους οποίους μαινόταν ένας εξαιρετικά σκληρός παραταξιακός αγώνας, πού μεταφέρθηκε καί στο Γενικό Συμβούλιο.

Βαρύ πλήγμα δέχτηκε καί το γερμανικό εργατικό κίνημα. Ό Μπέμπελ καί ό Λήμπκνεχτ, πού είχαν διαμαρτυρηθεί για την προσάρτηση της Αλσατίας καί της Λωραίνης καί είχαν ταχθεί αλληλέγγυοι με την Παρισινή Κομμούνα, πιάστηκαν καί καταδικάστηκαν σε φυλάκιση. Ό Σβάιτσερ, πού είχε χάσει την εμπιστοσύνη του κόμματος του, αναγκάστηκε ν’ αποχωρήσει άπ’ αυτό. Οί οπαδοί του Λήμπκνεχτ καί του Μπέμπελ, οί λεγόμενοι άϊζεναχικοί, συνέχιζαν να δουλεύουν χωριστά άπ’ τους λασαλιστές κι άρχισαν να τους προσεγγίζουν μόνο όταν η κυβέρνηση χτύπησε με την ίδια μανία καί τα δυο αλληλοεχθρευόμενα κόμματα. Μ’ αυτό τον τρόπο η Διεθνής έχασε μεμιάς το στήριγμα της στίς δυο μεγαλύτερες χώρες της ηπειρωτικής Εύριόπης.

Αλλά καί στο ίδιο το αγγλικό εργατικό κίνημα πραγματοποιήθηκε μια μεταστροφή. Ό πόλεμος ανάμεσα στίς δυο βιομηχανικά πιο προηγμένες χώρες στην ηπειρωτική Ευρώπη, είχε προσφέρει στην αγγλική αστική τάξη τα ίδια οφέλη πού είχε φέρει ό τελευταίος ευρωπαϊκός πόλεμος στην αμερικάνικη αστική τάξη. Ήταν τωρα σε θέση να διακλαδώνει ένα ορισμένο τμήμα άπ’ τα υπέρογκα κέρδη της καί να πληρώνει υψηλότερους μισθούς σε πολυάριθμους εργάτες στους πιο σημαντικούς βιομηχανικούς κλάδους. Τα συνδικάτα απέκτησαν μεγάλη ελευθερία δράσης. Μερικοί παλιοί νόμοι, πού στρέφονταν εναντίον τους, καταργήθηκαν. Όλα αυτά επέδρασαν καί πάνω σε μερικά μέλη του Γενικού Συμβουλίου, πού έπαιζαν μεγάλο ρόλο στο συνδικαλιστικό κίνημα: οσο η Διεθνής γινόταν πιο ριζοσπαστική, αυτοί γίνονταν ολοένα καί πιο μετριοπαθείς. Με τον καιρό έμειναν μόνο τυπικά μέλη του Γενικού Συμβουλίου καί χρησιμοποιούσαν τον τίτλο τους για το προσωπικό τους συμφέρον. Η Κομμούνα καί οί λυσσώδεις επιθέσεις πού προκαλούσε τους τρομοκρατούσαν. Μόλο πού το μανιφέστο είχε γραφτεί άπ’ τον Μαρξ μ’ αφορμή την Παρισινή Κομμούνα καί κατ’ εντολή του Γενικού Συμβουλίου, τα μέλη αυτά έσπευσαν να απαλλαγούν άπ’ την ευθύνη του. Ετσι τα πράγματα κατέληξαν σε μια διάσπαση μέσα στο αγγλικό τμήμα της Διεθνούς.

Κάτω άπ’ αυτές τίς συνθήκες συγκλήθηκε τελικά μια συνδιάσκεψη της Διεθνούς το Σεπτέμβρη του 1871 στο Λονδίνο. Επρεπε κυρίως ν’ ασχοληθεί με δυο προβλήματα: το πρώτο ήταν το γνωστό μας επίμαχο πρόβλημα του πολιτικού άγωνα. Ενας άπ’ τους λόγους πού η συνδιάσκεψη ασχολούνταν μ’ αυτό ήταν η κατηγορία πού επαναλάβαιναν μ’ έμφαση οί μπακουνιστές, οτι ό Μαρξ είχε πλαστογραφήσει σκόπιμα το καταστατικό της Διεθνούς για να την εκβιάσει να δεχτεί την άποψη του. Η απόφαση έδωσε αύτη τη φορά μια απάντηση πού δε χωραγε καμιά αμφισβήτηση καί σήμαινε μια ολοκληρωτική ήττα για τους μπακουνιστές.

Μια καί πιθανότατα πολλοί από σας δεν τη γνωρίζουν, επιτρέψτε μου να σας διαβάσω το τελευταίο μέρος της:

Λαβαίνοντας υπόψη,
οτι η Διεθνής άντιμετωπίζει μια αχαλίνωτη αντίδραση, πού καταστέλλει αναίσχυντα κάθε απόπειρα απελευθέρωσης των εργατών καί επιδιώκει με την ωμή βία να διαιωνίσει τίς ταξικές διακρίσεις καί την πολιτική κυριαρχία των ιδιοκτητριών τάξεων πού βασίζεται πάνω σ’ αυτές .(...)
οτι αυτή η συγκρότηση της εργατικής τάξης σε πολιτικό κόμμα είναι απαραίτητη για το θρίαμβο της κοινωνικής επανάστασης καί του τελικού της σκοπού — της κατάργησης των τάξεων
οτι η συνένωση των μεμονωμένων δυνάμεων, πού έχει πετύχει ως έναν ορισμένο βαθμό η εργατική τάξη με τους οικονομικούς της αγώνες, πρέπει να χρησιμέψει καί σαν μοχλός στον αγώνα της κατά της πολιτικής βίας των εκμεταλλευτών της –
για τους λόγους αυτούς η συνδιάσκεψη υπενθυμίζει σ’ ολα τα μέλη της Διεθνούς:
οτι στη μάχιμη κατάσταση της εργατικής τάξης το οικονομικό της κίνημα καί η πολιτική της δράση είναι αδιάρρηκτα συνδεμένα. 33

Η συνδιάσκεψη όμως είχε κι άλλον ένα λόγο για ν’ ασχοληθεί με τους μπακουνιστές. Στό Γενικό Συμβούλιο εδραιωνόταν ολοένα καί περισσοτερο η πεποίθηση ότι, παρόλες τίς διαβεβαιώσεις του Μπακούνιν, η μυστική οργάνωση του εξακολουθούσε να υπάρχει. Γι’ αυτό η συνδιάσκεψη πήρε μια απόφαση πού απαγόρευε να οργανωθεί οποιαδήποτε άλλη ένωση μ’ ένα ξεχωριστό πρόγραμμα μέσα στο πλαίσιο της Διεθνούς. Με την ευκαιρία αυτή έλαβε πάλι υπόψη μια δήλωση των μπακουνιστών, ότι η Συμμαχία έχει διαλυθεί, καί θεώρησε το ζήτημα τελειωμένο.

Υπήρχε όμως καί μια άλλη, συλλογικά παρμένη, απόφαση, πού έμελλε ν’ ανησυχήσει ιδιαίτερα τον Μπακούνιν καί τους ρώσους οπαδούς του. Η συνδιάσκεψη αποφάσισε κατηγορηματικά, οτι η Διεθνής δεν έχει καμια σχέση με την υπόθεση του Νετσάγιεφ, πού είχε ιδιοποιηθεί με δόλιο τρόπο τον τίτλο του μέλους της Διεθνούς κι είχε χρησιμοποιήσει ύποπτα τ’ όνομα της.

Η απόφαση αυτή στρεφόταν αποκλειστικά κατά του Μπακούνιν ό οποίος, όπως ήταν σ’ όλους γνωστό, βρισκόταν από καιρό σ’ επαφή με τον Νετσάγιεφ, ένα ρώσο επαναστάτη πού είχε διαφύγει το Μάρτη του 1869 στο εξωτερικό. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, εφοδιασμένος άπ’ τον Μπακούνιν με απόλυτες δικαιοδοσίες, ξαναγύρισε στη Ρωσία καί οργάνωσε εδώ, στη Μόσχα, μια ιδιαίτερη όμάδα. Επειδή υποπτευόταν πώς ό φοιτητής Ίβάνωφ ήθελε να προδωσει την οργάνωση, τον σκότωσε με τη βοήθεια μερικών συντρόφων καί εξαφανίστηκε πάλι στο εξωτερικό. Τα μέλη της καινούργιας του οργάνωσης, πού πιάστηκαν για την υπόθεση αυτή, αλλά καί πολλοί απ’ τους φοιτητές της• Πετρούπολης πού είχαν δουλέψει μαζί του τις χρονιές 1868-1869, παραπέμφθηκαν σε δίκη το καλοκαίρι του 1871. Στό δικαστήριο ήρθαν στο φως της δημοσιότητας πολλά έγγραφα, πού χρησιμοποιήθηκαν άπ’ την πολιτική αγωγή, για να βάλουν ασυνείδητα την οργάνωση του Μπακούνιν καί το ρωσικό της παρακλάδι στο ίδιο καζάνι με τη Διεθνή. Αρκεί όμως να συγκρίνει κανείς τα έγγραφα αυτά με τα κείμενα του Μπακούνιν, για ν’ αναγνωρίσει τον πραγματικό συντάκτη τους. Από άλλες ανάλογες διακηρύξεις πού είχε γράψει ό Μπακούνιν για τους συντρόφους του στη Δύση, ξεχωρίζουν μονάχα άπ’ τη μεγαλύτερη ελευθεροστομία τους, καί εκείνα πού διορθώθηκαν καί συμπληρωθηκαν άπ’ τον Νετσάγιεφ ξεχωρίζουν από μια μεγαλύτερη εκφραστική αδεξιότητα καί τραχύτητα.

Συνήθως η υπόθεση παρουσιάζεται σαν να ήταν ό Μπακούνιν αυτός πού είχε υποστεί την επιρροή του Νετσάγιεφ, πού τον εξαπατούσε καί τον χρησιμοποιούσε για τους δικούς του σκοπούς. Πραγματικά, ό Νετσάγιεφ ήταν ένας ταλαντούχος αλλά πολύ λίγο καλλιεργημένος άνθρωπος, πού αρνούνταν σαν απόλυτα άκαρπη κάθε θεωρητική εργασία, ήταν ένας άνθρωπος με εξαιρετική ενεργητικότητα, προικισμένος με σιδερένια θέληση, επαναστάτης αφοσιωμένος όλοκληρωτικά στον αγώνα, πού αργότερα, τόσο μπροστά στο δικαστήριο οσο καί στη φυλακή, απέδειξε το ακλόνητο κουράγιο του καί το αδάμαστο μίσος του κατά των καταπιεστών καί των εκμεταλλευτών του λαού. Ήταν έτοιμος για τα πάντα καί δε δίσταζε να χρησιμοποιήσει κανένα μέσο για να πετύχει τον αντικειμενικό του σκοπό στον οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του. Ωστόσο ποτέ δεν ταπεινωνόταν να χρησιμοποιήσει τα μέσα αυτά για δικό του προσωπικό όφελος. Άπ’ την άποψη αυτή βρίσκεται ασύγκριτα πιο ψηλά άπ’ τον Μπακούνιν, πού έκανε και τις πιο απίθανες συναλλαγές ακόμα, στ’ όνομα των προσωπικών του σκοπών. Γι’ αυτή την ηθική υπεροχή του Νετσάγιεφ δε χωράει καμιά αμφιβολία κι όλα δείχνουν οτι κι ο ίδιος ό Μπακούνιν το ‘ξερέ αυτό πολύ καλά, κι εκτιμούσε τον Νετσάγιεφ αν καί πνευματικά ήταν κατά πολύ κατώτερος του.

Θα ‘ταν ωστόσο αφελές να συμπεράνουμε άπ’ ολα αυτά, οτι ό Νετσάγιεφ είχε επιβάλει στον Μπακούνιν τίς δικές του επαναστατικές απόψεις. Άπεναντίας, ηταν ό ίδιος μαθητής του Μπακούνιν, όμως έκει όπου ό απόστολος της καταστροφής αποδείχτηκε ασυνεπής καί ασταθής, ό Νετσάγιεφ διακρινόταν για τη σιδερένια συνέπεια του καί αντλούσε ολα τα πρακτικά του συμπεράσματα άπ’ τίς θεωρητικές υποθέσεις του δάσκαλου του. Όταν κάποτε ό Μπακούνιν του είπε, πώς δε μπορούσε ν’ αρνηθεί να εκτελέσει μια δουλιά πού είχε αναλάβει — ήταν μια μετάφραση του Κεφαλαίου - γιατί είχε πάρει ήδη μια προκαταβολή, ό Νετσάγιεφ προσφέρθηκε να τον απαλλάξει άπ’ αυτή την υποχρέωση καί το πέτυχε πολύ απλά: στ’ όνομα της επαναστατικής επιτροπής «Λαίκή Εκκαθάριση» έγραψε σ’ ένα μεσολαβητή ανάμεσα στον Μπακούνιν καί τον εκδότη, αν αγαπάει τη ζωή του ν’ αφήσει ήσυχο τον Μπακούνιν.

Αφού ό Μπακούνιν έβαζε συνέχεια στην πρώτη μοίρα το κουρελοπρολεταριάτο σαν πραγματικό φορέα της κοινωνικής επανάστασης, κι όχι το προλεταριάτο της μεγάλης βιομηχανίας, αφού θεωρούσε τους ληστές καί τους εγκληματίες σαν ιδιαίτερα κατάλληλους στρατιώτες του επαναστατικού στρατού, ό Νετσάγιεφ κατέληξε λογικότατα στο συμπέρασμα, πώς θα ‘πρεπε να συγκεντρωσουν στην Ελβετία αποφασισμένους άντρες για να όργανωσουν την απαλλοτρίωση. Ό Μπακούνιν τελικά χωρίστηκε άπ’ το μαθητή του, όχι όμως για λόγους αρχής, αλλά μόνο επειδή τον τρόμαζε η ευθύτητα του Νετσάγιεφ. όμως καί μετά το χωρισμό τους, δεν τόλμησε να το γνωστοποιήσει δημόσια, γιατί ό Νετσάγιεφ είχε στα χέρια του πολλά ντοκουμέντα πού τον έκθέτανε.

Αμέσως μετά τη συνδιάσκεψη του Λονδίνου άρχισε μια ακόμα πιο σφοδρή διαμάχη. Οι μπακουνιστές κηρύξανε στο Γενικό Συμβούλιο ανοιχτό πόλεμο, το κατηγόρησαν οτι πλαστογραφούσε τη συνδιάσκεψη καί οτι ήθελε να επιβάλει σ’ ολόκληρη τη Διεθνή το δόγμα για την ανάγκη της οργάνωσης του προλεταριάτου σ’ ένα ιδιαίτερο κόμμα, πού θα κατακτούσε την πολιτική εξουσία. Απαιτούσαν τη σύγκληση ενός συνεδρίου πού θα έβγαζε μια οριστική απόφαση πάνω στο πρόβλημα αυτό.

Αυτό το συνέδριο, για το όποιο είχαν προετοιμαστεί πολύ εντατικά κι οί δυο πλευρές, πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 1872. Σ’ αυτό συμμετείχε για πρωτη φορά κι ό Μαρξ προσωπικά. Ό Μπακούνιν απουσίαζε. Στό σημαντικότερο καταστατικό πρόβλημα έπικυρωθηκε με μια μικρή τροποποίηση η απόφαση της συνδιάσκεψης, πού είχε παρθεί σχεδόν κατά λέξη άπ’ την ιδρυτική διακήρυξη της Διεθνούς. Έλεγε η απόφαση:

Αφού οί διαφεντευτές της γης καί του κεφαλαίου χρησιμοποιούν πάντα τα πολιτικά τους προνόμια για να υπερασπίζουν καί να διακονίζουν τα οικονομικά τους μονοπώλια καί για να υποδουλώνουν την εργασία, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας γίνεται το μεγαλύτερο καθήκον του προλεταριάτου. 34

Μια ειδική επιτροπή, πού ειχε εξετάσει ολα τα ντοκουμέντα πού σχετίζονταν με τη Συμμαχία, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα οτι αυτή η Ένωση εξακολουθούσε να υπάρχει σαν μυστική οργάνωση μέσα στη Διεθνή, πρότεινε τη διαγραφή του Μπακούνιν καί του Γκυγιώμ. Η πρόταση έγινε δεκτή.

Στήν απόφαση για τη διαγραφή του Μπακούνιν αναφερόταν, οτι πέρα άπ’ αυτό διαγραφόταν καί για μια ακόμα «προσωπικά κολάσιμη ενέργεια» 35. Επρόκειτο για την υπόθεση της μετάφρασης καί προκαταβολής πού ανέφερα παραπάνω, μιλώντας για τον Νετσάγιεφ.. Εκεί πού ό Μπακούνιν καί οί φίλοι του βλέπανε μια, έστω έλαφρόμυαλη αλλά συγχωρητέα πράξη, πού έπληττε μόνο τον εκδότη, τα μέλη της επιτροπής, πού είχαν στα χέρια τους ολα τα ντοκουμέντα, έβλεπαν μια εγκληματική κατάχρηση του ονόματος μιας επαναστατικής εργατικής οργάνωσης — πού ό καθένας τη συνδύαζε με τη Διεθνή — για τους ατομικούς του σκοπούς, δηλαδή για ν’ απαλλαγεί άπ’ την εκπλήρωση μιας χρηματικής υποχρέωσης. Αν το ντοκουμέντο πού είχε στα χέρια της η επιτροπή - το ‘χα καί γω στα χέρια μου - δημοσιευόταν την εποχή εκείνη, θα προκαλούσε εξαιρετική ευφορία σ’ ολόκληρο τον αστικό κόσμο. Είχε γραφτεί άπ’ τον Νετσάγιεφ, το περιεχόμενο του όμως ανταποκρινόταν απόλυτα στον Μπακούνιν καί δεν ερχόταν καθόλου σ’ αντίθεση μ’ αυτόν. Πρέπει να προστεθεί ακόμα, οτι ό Μπακούνιν χωριστηκε απ’ τον Νετσάγιεφ. όχι εξαιτίας αυτής της υπόθεσης, άλλα επειδή είχε την έντύπωση πώς εκείνος θα χρησιμοποιούσε κι αυτόν τον ίδιο σαν όργανο για να πετύχει τους δικούς του επαναστατικούς σκοπούς. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα γράμματα του Μπακούνιν προς τους φίλους του, για να δει πόσο ελάχιστοι ήταν οί ενδοιασμοί του οταν περιέλουζε τους εχθρούς του — ανάμεσα τους καί τον Μαρξ — όχι μόνο με πολιτικές κατηγορίες, πράγμα πού ήταν δικαίωμα του, αλλά ακριβώς με προσωπικές. Ξέρουμε τώρα, πως ό Μπακούνιν ήταν ό συγγραφέας του διάσημου βιβλίου Κατήχηση για Επαναστάτες, πού είχε αποδοθεί στον Νετσάγιεφ καί το οποίο μετά τη δημοσίευση του ειχε προκαλέσει στη δίκη γενική αγανάκτηση στίς τάξεις των επαναστατών. Ωστόσο οί φίλοι του Μπακούνιν αρνούνταν με πείσμα την πατρότητα του έργου καί ρίχναν ολη την ευθύνη στον Νετσάγιεφ.

Το συνέδριο της Χάγης τέλειωσε με την πρόταση του Ένγκελς να μεταφερθεί η έδρα του Γενικού Συμβουλίου στην Αμερική, καί συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη. Οπως είπα καί πριν, την εποχή εκείνη η Διεθνής είχε χάσει το στήριγμα της όχι μόνο στη Γαλλία, οπου άπ’ το 1872 θεωρούνταν έγκλημα καί μόνο η συμμετοχή στη Διεθνή, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά καί στην Αγγλία. Αυτή η μεταφορά του κέντρου της Διεθνούς θα ‘ταν προσωρινή. Έμελλε ομως ν’ αποδειχθεί πως το συνέδριο της Χάγης ήταν το τελευταίο σημαντικό συνέδριο στην ιστορία της Διεθνούς. Το 1876 το Γενικό Συμβούλιο της Νέας Υόρκης ανάγγειλε ότι η Πρώτη Διεθνής είχε πάψει να υπάρχει.