Η εγκατάσταση του Ένγκελς στο Λονδίνο — Ό ρόλος του στο Γενικό Συμβουλιο - Η ασθένεια του Μαρξ - Ό Ένγκελς αντικαταστάτης του Μαρξ – Το Άντί-Ντύρινγκ - Τα τελευταία χρόνια του Μαρξ καί το ενδιαφέρον του για τη Ρωσία - Ό Ένγκελς εκδότης της πνευματικής κληρονομιάς του Μαρξ, - Ό ρόλος του Ένγκελς την εποχή της Δεύτερης Διεθνούς - Ό θάνατος του Ένγκελς.
Τελευταία δέ σας είπα σχεδόν τίποτα για το ρόλο του Ένγκελς. Ξέρω όμως ότι σας ενδιαφέρει πολύ. Ό Ένγκελς καταγόταν, όπως σας είχα έξιστορίσει στην αρχή, από μια παλιά ευγενή οικογένεια εργοστασιαρχών, κι ήταν ό ίδιος εργοστασιάρχης. Η ίδρυση της Διεθνούς πραγματοποιήθηκε χωρίς καμιά δική του συνεργασία, καί μέχρι τίς αρχές του 1870 η συμμετοχή του Ένγκελς στο έργο της ήταν ασήμαντη καί μόνο έμμεση. Στό διάστημα αυτών των χρόνων έγραψε μερικά άρθρα για αγγλικές εργατικές εφημερίδες. Δε μιλάω για τη βοήθεια πού πρόσφερε όλον αυτό τον καιρό στον Μαρξ, για τον οποίο τα πρώτα χρόνια της Διεθνούς ήταν πάλι χρόνια σκληρής στέρησης. Χωρίς τη βοήθεια του Ένγκελς, καί μια μικρή κληρονομιά απ’ τον παλιό φίλο του Βίλχελμ Βόλφ, στον όποιο αφιέρωσε το Κεφάλαιο, είναι ζήτημα αν θα τα ‘βγαζε πέρα ό Μαρξ, καί σίγουρα δε θα ‘χε μπορέσει ν’ αποτελειώσει το βασικό του έργο. Ανάμεσα στα γράμματα του υπάρχει μια συγκινητική επιστολή προς τον Ένγκελς, στην όποια τον πληροφορεί οτι επιτέλους τέλειωσε τη διόρθωση του τελευταίου δοκιμίου. Γράφει:
Τελειωσε λοιπόν κι ό τόμος αυτός. Το ότι το κατόρθωσα το χρωστάω μόνο σε σένα. Χωρίς τη δική σου αφοσίωση θα ‘ταν αδύνατο να κάνω την τεράστια αυτή εργασία των τριών τόμων. Σέ φιλώ γεμάτος ευγνωμοσύνη!36
Σάς είπα προηγούμενα ότι ό Ένγκελς ήταν εργοστασιάρχης. Θα πρέπει ωστόσο να προσθέσουμε, πώς ήταν για μικρό μόνο χρονικό διάστημα. Όταν πέθανε ό πατέρας του το 1860, έμεινε ακόμα μερικά χρόνια απλός υπάλληλος. Μόλις το 1864 έγινε μέτοχος καί ένας άπ’ τους διευθυντές του εργοστασίου. Συνέχεια προσπαθούσε ν’ απαλλαγεί άπ’ τη «σκυλίσια απασχόληση» του. Τον απέτρεπε όμως άπ’ αυτό όχι μόνο η φροντίδα για τον εαυτό του, αλλά καί για τον Μαρξ. Σχετικά μ’ αυτό έχουμε πάλι τίς πολύ ενδιαφέρουσες επιστολές του προς τον Μαρξ το 1868, στίς οποίες τον πληροφορεί ότι διαπραγματεύεται την έξοδο του άπ’ την εταιρία, αλλά πώς θα φύγει μόνο με τον όρο οτι θα του εξασφαλίσουν τη συντήρήση τη δική του καί του φίλου του. Τελικά κατόρθωσε να πετύχει μια συμφωνία με το συνεταίρο του καί το 1869 έφυγε οριστικά άπ’ το εργοστάσιο του, κάτω από ορούς πού του επέτρεπαν να εξασφαλίσει υλικά καί τον Μαρξ, πού από τότε απαλλάχτηκε οριστικά άπ’ τη φτώχια του. Ό Ένγκελς όμως κατάφερε να εγκατασταθεί στο Λονδίνο μόλις το Σεπτέμβρη του 1870.
Για τον Μαρξ αυτό δε σήμαινε μόνο μια προσωπική χαρά, αλλά καί ένα σημαντικό ξαλάφρωμα άπ’ την τεράστια δουλιά πού έκανε για το Γενικό Συμδούλιο. Είχε ν’ αντιμετωπίσει αναρίθμητους εκπρόσωπους διάφορων εθνών, με τους οποίους διατηρούσε προσωπική η άλληλογραφική επαφή. Καί ό Ένγκελς, πού άπ’ τη νεότητα του είχε δείξει μια ασυνήθιστη επίδοση στίς ξένες γλώσσες, έγραφε καί, όπως έλεγαν οί φίλοι του για να τον πειράξουν, τραύλιζε σε δώδεκα γλώσσες. Ήταν λοιπόν ένας λαμπρός συνεργάτης για την επικοινωνία με τίς διάφορες χώρες, ό οποίος, αντίθετα άπ’ τον Μαρξ, είχε μάθει άπ’ την πολύχρονη εμπορική πρακτική του να βάζει αυστηρή τάξη σε τέτοιες υποθέσεις.
Μόλις ό Ένγκελς έγινε μέλος του Γενικού Συμβουλίου, έπεσε με τα μούτρα σ’ αυτή τη δουλιά. Ανέλαβε όμως κι ένα άλλο μέρος της δουλιάς για ν’ απαλλάξει τον Μαρξ, πού η υγεία του είχε ήδη κλονιστεί άπ’ την υπερβολική δουλιά καί τίς στερήσεις. Όντας άνθρωπος ενεργητικός, πιεζόμενος από καιρό σε μια τέτοια δραστηριότητα, ό Ένγκελς έγινε επίσης αμέσως ένα άπ’ τα πιο δραστήρια μέλη του Γενικού Συμβουλίου, όπως γίνεται φανερό άπ’ τα πρακτικά του.
Η εξέλιξη αύτη είχε ομως καί την αντίστροφη πλευρά της. Ό Ένγκελς μετακόμισε στο Λονδίνο, όταν ήδη είχε αρχίσει ό αγώνας κατά των μπακουνιστών, πού ό άντίχτυπός του έφτασε καί στο Γενικό Συμβούλιο. Πέρα άπ’ αυτό, την εποχή εκείνη κυριαρχούσε όπως είδατε μεγάλη ασυμφωνία, ακόμα κι ανάμεσα στους άγγλους. Με μια λέξη, ήταν εποχή μεγάλων διχογνωμιών σε ζητήματα αρχών καί τακτικής.
Εχω μιλήσει ήδη για τίς αίτιες πού προκάλεσαν την ασυμφωνία στο αγγλικό τμήμα της Διεθνούς. Εκείνο πού δεν καταλαβαίνουν ή δε μπορούν να καταλάβουν μερικοί ιστορικοί της Διεθνούς, καί ιδιαίτερα οί ιστορικοί του αγγλικού εργατικού κινήματος, είναι ότι το Γενικό Συμβούλιο, πού καθοδηγούσε άπ’ το 1864 μέχρι το 1873 το διεθνές εργατικό κίνημα, ήταν καί το ηγετικό όργανο του αγγλικού εργατικού κινήματος. Κι όταν τα διεθνή γεγονότα επηρέαζαν τα αγγλικά, τότε αντίστροφα κάθε αλλαγή στο αγγλικό εργατικό κίνημα είχε αναπόφευκτα αντίχτυπο στίς διεθνείς λειτουργίες του Κεντρικού Συμβουλίου. Έχω ήδη επισημάνει πώς, σαν αποτέλεσμα των δικαιωμάτων πού είχαν παραχωρηθει στο εργατικό κίνημα τα χρόνια 1867 με 1871 — εκλογικό δικαίωμα για τους εργάτες των πόλεων καί νομιμοποίηση των συνδικάτων - εντάθηκαν ανάμεσα στους συνδικαλιστές, πού συμμετείχαν στο Γενικό Συμβούλιο, οί συμφιλιωτικές τάσεις. Σ’ αυτούς προστέθηκε κι ό Έκάριους, πού αυτή την εποχή είχε φτάσει σε μεγάλη ηλικία καί, όπως συμβαίνει συχνά ακόμα καί στους εργάτες, είχε γίνει πολύ διαλλακτικότερος απέναντι στην αστική τάξη. Εκτός άπ’ τον Έκάριους όμως, ήταν καί μια σειρά από άλλα μέλη του Γενικού Συμβουλίου πού αργότερα αποχωρίστηκαν άπ’ τον Μαρξ.
Εδώ θα πρέπει τωρα να ειπωθεί, ότι οί διαφωνίες, όταν δεν αναφέρονται μόνο σε ζητήματα αρχών, αλλά εντείνονται καί με προσωπικές διαφορές, εξηγούνται ακριβώς με την εμφάνιση του Ένγκελς στο Γενικό Συμβούλιο, πού άπ’ την εποχή εκείνη εκπροσωπούσε συχνά τον Μαρξ. Είχαν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε πού ό Ένγκελς είχε φύγει για το Μάντσεστερ, έχοντας έτσι αποκοπεί άπ’ το εργατικό κίνημα.
Σ’ όλο αυτό το διάστημα ό Μαρξ είχε παραμείνει στο Λονδίνο, είχε διατηρήσει σχέσεις με τους χαρτιστές, είχε δουλέψει μαζί τους στα όργανα τους κι είχε συμμετάσχει σε εργατικούς κύκλους καί στη ζωή των έξόριστων. Εβλεπε συχνά τους συντρόφους του, έδινε διαλέξεις, είχε μαλώσει συχνά μαζί τους καί μάλιστα πολύ έντονα - κι αυτοί είχαν φιλονικήσει μαζί του - όμως οί σχέσεις προς τον «πατέρα» Μαρξ ήταν εγκάρδιες, γεμάτες αλληλεγγύη κι αγάπη, όπως φαίνεται άπ’ όλες τις άναμνήσεις, ακόμα καί των ανθρώπων πού είχαν χωριστεί άπ’ τον Μαρξ. Ιδιαίτερα εγκάρδιες ήταν οί σχέσεις ανάμεσα στον Μαρξ καί τους έργάτες την εποχή της Διεθνούς. Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου, πού επισκέπτονταν τον Μαρξ στη φτωχική κατοικία του, πού έβλεπαν τη μιζέρια του -δε ζούσε καλύτερα από πολλούς άγγλους εργάτες — πού τον παρατηρούσαν στο Γενικό Συμβούλιο, πού γνώριζαν την προθυμία του να εγκαταλείψει όλες του τίς μελέτες καί την αγάπημένη επιστημονική δουλιά του, για να διαθέσει όλο του το χρόνο, όλη του τη δύναμη, στην εργατική τάξη, έτρεφαν γι’ αυτόν τον πιο βαθύ σεβασμό. Εργαζόταν ασταμάτητα, αρνούνταν κάθε προνόμιο καί παραιτούνταν από κάθε τίτλο τιμής.
Με τον Ένγκελς τα πράγματα ήταν διαφορετικά. τα αγγλικά μέλη του Γενικού Συμβουλίου δεν τον γνώριζαν καθόλου. Εξίσου λίγο τον γνώριζαν καί τ’ άλλα μέλη. Μόνο οί γερμανοί σύντροφοι τον θυμούνταν, αν κι όχι όλοι, αλλά ό Ένγκελς έπρεπε να κερδίσει πρώτα τη δική τους εμπιστοσύνη. Για τους άλλους όμως ήταν ένας πλούσιος, ένας εργοστασιάρχης άπ’ το Μάντσεστερ, για τον οποίο λεγόταν, πως πρίν από εικοσι πέντε χρόνια είχε γράψει στα γερμανικά ένα καλό βιβλίο για τους άγγλους εργάτες. Αφού για είκοσι χρόνια κινήθηκε σχεδόν αποκλειστικά μέσα στην αστική κοινωνία, ανάμεσα σε μεγαλοτραπεζίτες καί μεγαλοβιομήχανους, ό Ένγκελς, πού από πάντα ήταν ιδιαίτερα συγκρατημένος στην προσωπική του επικοινωνία, είχε αποκτήσει ακόμα καλύτερους τρόπους. Πάντοτε άψογα ντυμένος, ευπρεπής, επιφυλακτικός, πάντα ευγενής, με στρατιωτικές συνήθειες, δεν έλεγε ποτέ άσκημη λέξη, κι ωστόσο έδινε κατά κάποιο τρόπο την εντύπωση άκαρδου καί ψυχρού ανθρώπου.
Ετσι περιγράφανε τον Ένγκελς οί άνθρωποι πού τον γνωρισαν τη δεκαετία του 1840. Ξέρουμε ότι ό Ένγκελς, καί στη σύνταξη της Νέας Εφημερίδας του Ρήνου, όταν απουσίαζε ό Μαρξ τσακωνόταν άγρια με τους συντρόφους, καί μερικές φορές τους έκανε να νιώθουν πολύ καθαρά τη διανοητική του υπεροχή. Μόλο πού ήταν λιγότερο οξύθυμος άπ’ τον Μαρξ, ήταν στις προσωπικές του σχέσεις πολύ πιο ανυπόμονος καί απώθησε πολλούς εργάτες, αντίθετα άπ’ τον Βίλχελμ Βόλφ καί τον Μαρξ, πού ήταν κι οί δυο ιδανικοί δάσκαλοι και σύντροφοι.
Σιγά σιγά ό Ένγκελς εξοικειώθηκε με το καινούργιο του περιβάλλον κι απελευθερώθηκε άπ’ τίς παλιές του συνήθειες. Άλλα ακριβώς σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια, πού συχνά έπρεπε να εκπροσωπεί τον Μαρξ, όξυνε, αρχικά με το χαρακτήρα του, τίς εντάσεις, ιδιαίτερα μέσα στο Γενικό Συμβούλιο. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί, γιατί όχι μόνο ό Έκάριους, αλλά καί τόσο παλιοί συνεργάτες του Μαρξ όπως ό Γιούνγκ, πού υπήρξε για πολύ καιρό γενικός γραμματέας της Διεθνούς κι είχε προσωπικά στενές σχέσεις με τον Μαρξ καί τον είχε υποστηρίξει με πολύ λεπτότητα στίς δύσκολες ύποχρεωσεις του, άρχιζαν σιγά σιγά ν’ αποτραβιούνται άπ’ αυτόν.
Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν έλειψαν τα συνηθισμένα κουτσομπολιά κι οί φλυαρίες. Πολλοί δε καταλάβαιναν - όπως είπα, ακριβώς επειδή δέ γνώριζαν καθόλου τον Ένγκελς - γιατί ό Μαρξ αγαπούσε καί επαινούσε τόσο πολύ το φίλο του. Θα πρέπει κανείς να διαβάσει τα εξαιρετικά χυδαία καί κακόβουλα απομνημονεύματα του Χύντμαν, πού ήταν ιδρυτής της αγγλικής σοσιαλδημοκρατίας, για να δεί πόσο ταπεινές ήταν οί διαφωνίες των άνθρώπων αυτών με τον Μαρξ καί τον Ένγκελς. Αυτοί υποστήριζαν πώς δήθεν ό Μαρξ διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Ένγκελς, επειδή αυτός ήταν πλούσιος καί τον συντηρούσε. Ιδιαίτερα χυδαίο ήταν το φέρσιμο μερικών άγγλων - ανάμεσα τους ήταν καί κάποιος Σμίθ, πού εμφανίστηκε αργότερα στα συνέδρια της Δεύτερης Διεθνούς σαν διερμηνέας καί πού ακόμα άπ’ τον πόλεμο διακρίθηκε εξίσου με τον Χύντμαν για το σοσιαλπατριωτισμό του. Ό Ένγκελς δεν του συχώρεσε ποτέ, ούτε καί σ’ άλλους, αύτη τη συκοφαντική εκστρατεία κατά του Μαρξ, κι όπως διηγείται ό Βάντερβέλντε, λίγο πρίν πεθάνει, έδιωξε με κλωτσιές τον Σμίθ πού ήρθε να τον επισκεφτεί.
Τότε όμως, στίς αρχές της δεκαετίας του 1870, οί φήμες αυτές είχαν διαδοθεί πολύ κακόβουλα, τόσο άνάμεσα στους λασαλιστές γερμανούς εργάτες, πού είχαν έρθει στο Δονδίνο, όσο καί, προπάντων, ανάμεσα στους πολλούς νεαρούς επαναστάτες, πού μετά άπ’ την ήττα της Κομμούνας είχαν εγκατασταθεί στο Λονδίνο καί δε γνώριζαν καθόλου την ιστορία του κινήματος.
Σχετικά με τη χρηματική βοήθεια πού παρείχε το Γενικό Συμβούλιο στους εξόριστους, αυτοί ακριβώς έκαναν τόσο μεγαλύτερο θόρυβο, όσο περισσότερο πάσχιζαν ό Μαρξ κι ό Ένγκελς να όργανωσουν βοήθεια για τους κομμουνάρους.
Η συνεργασία του Ένγκελς όξυνε τη διάσπαση — όχι μόνο στο Λονδίνο. Θα θυμόσαστε ότι ό Μπακούνιν κι οί οπαδοί του, εκτός άπ’ τη Ρωσία, εργάζονταν κυρίως στίς λατινικές χώρες, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Νότια Γαλλία, την Πορτογαλία, τη γαλλική καί ιταλική Ελβετία. Ό Μπακούνιν υπολόγιζε ιδιαίτερα την Ιταλία, επειδή εκεί υπερίσχυε το κουρελοπρολεταριάτο, στο οποίο έβλεπε την κύρια επαναστατική δύναμη. εκεί υπήρχε καί μια νεολαία, πού δε δίσταζε μπροστά σε τίποτα κι η οποία δεν έτρεφε την παραμικρή ελπίδα να σταδιοδρομήσει στην αστική κοινωνία. εκεί άνθιζε επίσης η ληστεία σαν τρόπος εκδήλωσης της διαμαρτυρίας της φτωχής άγροτιάς. Μ’ άλλα λόγια, εκεί είχαν αναπτυχθεί εκείνα ακριβώς τα στοιχεία - η άγροτιά, η στρατιά των ξεριζωμένων, οι ληστές — στους οποίους ό Μπακούνιν απέδιδε καί στη Ρωσία τεράστια σπουδαιότητα.
Τώρα τη βασική αλληλογραφία με τις χώρες αυτές την κρατούσε ό Ένγκελς, καί την κρατούσε — όπως μπορεί κανείς να δει από μερικά σχέδια πού έμειναν, γιατί ό τυπικότατος Ένγκελς κρατούσε πάντα ένα αντίγραφο γι’ αυτόν — στο πνεύμα ενός αδυσώπητου αγώνα κατά των μπακουνιστών.
Η περίφημη μπροσούρα για τη Συμμαχία του Μπακούνιν, πού αποτελεί μια έκθεση της επιτροπής του συνεδρίου της Χάγης κι η όποια στιγματίζει κι αποκαλύπτει ανελέητα την πολιτική καί την τακτική των μπακουνιστών, είχε γραφτεί άπ’ τον Ένγκελς καί τον Λαφάργκ, πού μετά την ήττα της Κομμούνας είχε δραπετεύσει στην Ισπανία κι είχε αρχίσει μια σφοδρή πολεμική κατά των ισπανών οπαδών του Μπακούνιν. Ό Μαρξ συνεργάστηκε μόνο στο τελευταίο κεφάλαιο, μόλο πού, φυσικά, ήταν πολιτικά αλληλέγγυος μ’ όλο αυτό το κατηγορητήριο κατά του μπακουνισμού.
Μετά το 1873 ό Μαρξ αποσύρεται από το προσκήνιο της δημοσιότητας. Τη χρονιά αύτη είχε αποτελειώσει τη δεύτερη έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου κι είχε διορθώσει τη γαλλική μετάφραση. Αν προστεθεί κι ένας ακόμα επίλογος, πού έγραψε στο παλιό βιβλίο για την Ένωση των Κομμουνιστών κι ένα μικρό άρθρο, για τους ιταλούς συντρόφους, αυτά ήταν όλα κι όλα πού δημοσίεψε ό Μαρξ μέχρι το 1880. Στό βαθμό πού του επέτρεπε η κλονισμένη του υγεία, συνέχιζε την επεξεργασία του κύριου έργου του, πού το πρώτο του σχέδιο το είχε τελειώσει ήδη στίς αρχές της δεκαετίας του 1860. Ωστόσο δεν κατόρθωσε να τελειώσει οριστικά, για τύπωμα, το δεύτερο τόμο πού δούλευε την εποχή εκείνη. Ξέρουμε τώρα ότι το τελευταίο χειρόγραφο πού μπήκε στον τόμο αυτό, γράφτηκε το 1878. Τα χρόνια αυτά περνάνε για την οικογένεια καί για τον Ένγκελς με το διαρκή φόβο ενός ξαφνικού θανάτου. Ό ισχυρός οργανισμός πού μέχρι τότε τα βγαζε πέρα με μια υπεράνθρωπη δουλιά, έχει τώρα εξασθενίσει καί ξεπερνάει τους κλονισμούς, ηθικούς καί φυσικούς, με σημαντικά μεγαλύτερο κόπο παρά στα χρόνια πού ό Μαρξ υπέφερε ακόμα άπ’ τη φτώχια. Η συγκινητική καί αφοσιωμένη φροντίδα του Ένγκελς, πού έκανε τα πάντα για να ξαναστήσει στα πόδια του τον παλιό του φίλο, δε βοήθησε πολύ. Ό Μαρξ είχε μπροστά του προχειρογραμμένο ένα τεράστιο έργο, κι έπεφτε συνέχεια με τα μούτρα στην πραγμάτωση του, μόλις του το επιτρέπαν οί δυνάμεις του, μόλις εξαφανιζόταν ό άμεσος κίνδυνος του θανάτου, μόλις του επέτρεπαν οί γιατροί να δουλέψει μερικές ώρες της ημέρας. Τον βασάνιζε συνέχεια η συναίσθηση, πώς δεν ήταν πια σε θέση ν’ αποτελειώσει το έργο αυτό. «Η ανικανότητα για δουλιά είναι θανατική καταδίκη για κάθε άνθρωπο πού δε θέλει να ‘ναι απλά ένα ζώο» 37, έλεγε. Μετά το 1878 αναγκάστηκε να διακόψει την επεξεργασία του Κεφαλαίου, με την ελπίδα πώς θα την ξανάρχιζε σε μια εποχή πιο ευνοϊκή. Η ελπίδα αυτή δεν εκπληρώθηκε. Ωστόσο είναι ακόμα σε θέση να διαβάζει, συνεχίζει να κρατάει σημειώσεις, παρακολουθεί με προσοχή την εξέλιξη του διεθνούς εργατικού κινήματος, πνευματικά συμμετέχει έντονα σ’ αυτό, απαντάει σε πολλά ερωτήματα πού του απευθύνονται από διάφορες χώρες. Ό κατάλογος των διευθύνσεων, πού τις περνάει σ’ ένα ξέχωρο βιβλίο, παίρνει τεράστιες διαστάσεις στίς αρχές της δεκαετίας του 1880. Μαζί με τον Ένγκελς, πού την εποχή αυτή παίρνει οριστικά επάνω του όλη τη βασική δουλιά, ξαναγίνεται ό πολύπλευρα ειδικός του εργατικού κινήματος, πού αναπτύσσεται τώρα ραγδαία καί στο οποίο αρχίζουν να υλοποιούνται οριστικά οί ιδέες του Κομμουνιστικου Μανιφέστου. Απ’ την άποψη αυτή τεράστια είναι η συμβολή του Ένγκελς, πού ακριβώς τη δεκαετία του 1870, όσο ζούσε ό Μαρξ, αναπτύσσει μια ενεργή δραστηριότητα.
Το να μιλήσει κανείς για πάλη των μαρξιστών καί των μπακουνιστών στην Πρωτη Διεθνή αποτελεί μεγάλη υπερβολή. Οί μπακουνιστές βέβαια δεν ήταν λίγοι, αλλά ανάμεσα τους υπήρχαν τα πιο ανομοιογενή στοιχεία, πού ήταν ενωμένα μόνο στον αγώνα κατά του Γενικού Συμβουλίου. Πολύ χειρότερα ήταν τα πράγματα ανάμεσα στους μαρξιστές. Πίσω άπ’ τον Μαρξ καί τον Ένγκελς υπήρχε μόνο μια μικρή ομάδα από ανθρώπους πού γνώριζαν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο κι είχαν καταλάβει σ’ όλη της την έκταση τη θεωρία του μαρξισμού. Η δημοσίευση του Κεφαλαίου τον πρώτο καιρό δε βοήθησε καί πολύ ν’ αυξηθεί ό αριθμός τους. Για την τεράστια πλειονότητα το έργο αυτό ήταν κυριολεκτικά ένας γρανιτόλιθος, πού πάνω του έσπαγαν τα δόντια τους. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα κείμενα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας άπ’ το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1870, ακόμα καί τις μπροσούρες του Βίλχελμ Λήμπκνεχτ, πού ήταν μαθητής του Μαρξ, για να δεί πόσο άσκημα ήταν τα πράγματα σχετικά με τη θεωρητική μελέτη του μαρξισμού. Οί σελίδες του κεντρικού οργάνου του γερμανικού κόμματος ήταν γεμάτες με την πιο παράδοξη σαλάτα των διάφορων σοσιαλιστικών συστημάτων. Η μέθοδος του Μαρξ καί του Ένγκελς, η υλιστική αντίληψη της ιστορίας, η θεωρία της ταξικής πάλης, όλα αυτά μένανε εφτασφράγιστο βιβλίο, κι ό ιδιος ό Λήμπνκεχτ καταλάβαινε τόσο άσκημα τη φιλοσοφία του μαρξισμού, πού ανακάτευε τον ίστορικό-διαλεκτικό υλισμό του Μαρξ καί του Ένγκελς με τον υλισμό των φυσικών επιστημών του Μολεσκό καί του Μπύχνερ.
Τότε ό Ένγκελς αναλαμβάνει την υπεράσπιση των ιδεών του μαρξισμού, ενώ ό Μαρξ, όπως είδαμε, προσπαθεί μάταια να ολοκληρώσει το Κεφάλαιο. Ό Ένγκελς παίρνει ένα κάποιο άρθρο πού του κινεί ιδιαίτερα την προσοχή ή επωφελείται από κάποιο επίκαιρο γεγονός, για να διαδηλώσει σ’ ένα επιμέρους πρόβλημα τη βαθιά διαφορά ανάμεσα στον επιστημονικό σοσιαλισμό καί τ’ άλλα σοσιαλιστικά συστήματα, ή για να φωτίσει ένα πρακτικό πρόβλημα άπ’ τη σκοπιά του επιστημονικού σοσιαλισμού, να καταδείξει πώς εφαρμόζεται στην πράξη η μέθοδος αυτή.
Το ίδιο κάνει, όταν ό γνωστος γερμανός προυντονιστής Μύλμπεργκερ δημοσιεύει στο κεντρικό όργανο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας άρθρα για το ζήτημα της κατοικίας. Ό Ένγκελς επωφελείται άπ’ την ευκαιρία, για να δείξει ποια άβυσσος χωρίζει το μαρξισμό άπ’ τον προυντονισμό, κι εκτός άπ’ αυτό, το θαυμάσιο συμπλήρωμα στο βιβλίο του Μαρξ Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, δίνει μια μαρξιστική ερμηνεία σ’ έναν άπ’ τους πιο σημαντικούς παράγοντες πού προσδιορίζουν την κατάσταση της εργατικής τάξης. Εκδίδει το παλιό έργο του για τον Πόλεμο τών’ Αγροτών στη Γερμανία, μ’ ένα καινούργιο πρόλογο, για να δώσει στους νέους συντρόφους ένα παράδειγμα για την εφαρμογή της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας σ’ ένα άπ’ τα σημαντικά επεισόδια της γερμανικής ιστορίας καί της γερμανικής άγροτιάς. Στό Ράιχσταγκ αναφύεται το πρόβλημα των βραβείων, με τα οποία οί πρώσοι γαιοκτήμονες θέλουν να διασφαλίσουν τη ληστρική υπεραξία τους, μεθώντας το λαό με οινόπνευμα, καί ό Ένγκελς. στη μπροσούρα του Το Πρωσικό Ρακί στο Γερμανικό Ραιχσταγκ, δεν αποκαλύπτει μόνο την άρπαχτικότητα των πρώσων ευγενών, αλλά καί εξηγεί τον ιστορικό ρόλο της γαιοκτησίας καί των πρώσων γιουνκερς. Ολα αυτά τα έργα του Ένγκελς για τη γερμανική ιστορία, έδωσαν αργότερα τη δυνατότητα στον Κάουτσκι καί στον Μέρινγκ, να δημοσιεύσουν καί ν’ αναπτύξουν τις βασικές τους ιδέες σε δικά του κείμενα.
Η πιο μεγάλη προσφορά του Ένγκελς είναι τα έργα του άπ’ το 1876 καί το 1877. Το 1875 συνασπίζονται οί λασαλιστές καί οί άϊζεναχικοί πάνω στη βάση του λεγόμενου Προγράμματος της Γκότα. πού αποτελεί ένα κακό συμβιβασμό ανάμεσα στο μαρξισμό καί στην αντίληψη του μαρξισμού, πού ονομάζεται λασαλισμός. Ό Μαρξ κι ό Ένγκελς διαμαρτυρήθηκαν πολύ αποφασιστικά ενάντια σ’ αυτό το πρόγραμμα, όχι επειδή ήταν άντιθετοι με το συνασπισμό, όχι επειδή ζητούσαν μια συνεχή αλλαγή του προγράμματος στο πνεύμα των υποδείξεων τους. Πίστευαν πώς, έστω κι αν αυτός ό συνασπισμός ήταν απαραίτητος, δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να παραδεχτούν ένα τέτοιο πρόγραμμα σαν θεωρητική βαση γι’ αυτή τη συνένωση, κι ότι το καλύτερο θα ‘ταν να περιμένουν καί να αρκεστούν σε μια γενική πλατφόρμα για την πρακτική καθημερινή δουλιά. Την άποψη τους συμμερίζονταν ό Μπέμπελ καί ό Μπράκε, όχι όμως ό Λήμπκνεχτ.
Μετά από λίγους κιόλας μήνες ό Μαρξ κι ό Ένγκελς μπόρεσαν να πειστούν, ότι οί παρατάξεις πού συνενώθηκαν βρίσκονταν στο ίδιο χαμηλό επίπεδο όσο άφορα τη θεωρητική τους μόρφωση. Στό κόμμα, ανάμεσα στα νεαρά μέλη του, όχι μόνο ανάμεσα στους διανοούμενους αλλά καί ανάμεσα στους εργάτες, άρχιζε να γίνεται ολοένα πιο δημοφιλής η θεωρία ενός κάποιου γερμανού φιλόσοφου καί οικονομολόγου, του Ουγκεν Ντύρινγκ. Αυτός ήταν για ένα διάστημα βοηθητικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου κι είχε κερδίσει τη συμπάθεια των μαθητών του όχι μόνο με την προσωπικότητα του, αλλά καί για την τόλμη των απόψεων του — πράγμα ασυνήθιστο για ένα γερμανό φιλόσοφο. Μολο πού ήταν τυφλός, έκανε διαλέξεις για την ιστορία της μηχανικής, της πολιτικής οικονομίας καί της φιλοσοφίας. Αυτή η πολλαπλότητα των γνώσεων του προκαλούσε κατάπληξη, γιατί ήταν σ’ όλους γνωστο, ότι τα βιβλία πού χρειαζόταν του τα διάβαζαν, καί ότι όλα του τα βιβλία τα υπαγόρευε. Ήταν όπωσδήποτε ένας μεγαλοφυής άνθρωπος. Ετσι, όταν εκδήλωσε μια οξεία κριτική κατά των παλιών σοσιαλιστικών θεωριών, καί κυρίως κατά της θεωρίας του Μαρξ, προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Στούς φοιτητές καί τους εργάτες φάνηκε πώς η σκέψη πού είχε γίνει ζωή μιλούσε σ’ αυτούς τους ίδιους. Ό Ντύρινγκ υπογράμμιζε τη σημασία της δράσης, του αγώνα, της διαμαρτυρίας, αντί για τον οικονομικό παράγοντα έβαζε στο επίκεντρο τον πολιτικό παράγοντα καί τόνιζε τη δύναμη της βίας μέσα στην ιστορία. Στήν πολεμική του δε σταματούσε μπροστά σε τίποτα, κατηγορούσε έντονα τον Μαρξ εξίσου με τον Λασάλ καί δε δίσταζε να χρησιμοποιεί ενάντια στον Μαρξ το επιχείρημα πώς είναι εβραίος.
Ό Ένγκελς ταλαντεύτηκε πολύ πρίν να πάρει θέση ενάντια στον Ντύρινγκ. Τελικά υπέκυψε στίς πιέσεις των γερμανών φίλων του καί δημοσίευσε το 1877 στο κεντρικό όργανο του κόμματος, το Εμπρός, ένα άρθρο στο οποίο άσκησε εξοντωτική κριτική στίς απόψεις του Ντύρινγκ, πράγμα πού προκάλεσε δυσαρέσκεια σ’ ένα τμήμα των κομματικών του συντρόφων. Την εποχή εκείνη επικεφαλής των οπαδών του Ντύρινγκ ήταν ό Μπέρνσταϊν, ό μελλοντικός θεωρητικός του ρεβιζιονισμού, καί ό Μοστ, ό μελλοντικός ηγέτης των γερμανών αναρχικών. Στό συνέδριο του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος μερικοί αντιπρόσωποι, ανάμεσα τους κι ό παλιός λασαλιστής Βάαλταϊχ, επιτέθηκαν σφοδρά στον Ένγκελς. Λίγο έλειψε να συνταχτεί μια απόφαση, πού θ’ απαγόρευε στον Ένγκελς να δημοσιεύσει άλλα άρθρα στο κεντρικό όργανο του κόμματος, πού θεωρούσε τον Μαρξ καί τον Ένγκελς σαν καθοδηγητές του.
Αυτό θα δημιουργούσε ένα αφάνταστο σκάνδαλο, αλλά τελικά βρέθηκε ένας μεσολαβητής πού πρότεινε μια ασυνήθιστα σοφή αντιαπόφαση: να συνεχιστεί η δημοσίευση των άρθρων του Ένγκελς, όχι όμως στο ίδιο το κεντρικό όργανο, αλλά σ’ ένα ειδικό ανάτυπο. Η πρόταση αυτή θεωρήθηκε ικανοποιητική.
Τα άρθρα αυτά συγκεντρώθηκαν σ’ ένα βιβλίο καί κυκλοφόρησαν σαν ξεχωριστή έκδοση το 1878. Το βιβλίο αυτό, Η Ανατροπή της Επιστήμης άπό τον Κύριο Ονγκεν Ντύρινγκ ή, όπως το λέμε συνήθως, το Αντί-Ντυρινγκ, σημείωσε εποχή στην ιστορία του μαρξισμού. Απ’ το βιβλίο αυτό μάθαινε για πρώτη φορά η νέα γενιά, πού είχε αρχίσει να δουλεύει στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1870, τί είναι ό επιστημονικός σοσιαλισμός, τί είναι οί φιλοσοφικές του βάσεις, ποια μεθοδολογία ακολουθεί. Το Αντί-Ντύρινγκ αποδείχτηκε επίσης σαν η καλύτερη εισαγωγή στη μελέτη του Κεφαλαίου. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα άρθρα πού γράφονταν τότε άπ’ τους λεγόμενους μαρξιστές, για να δεί τί ανόητα συμπεράσματα βγάζανε άπ’ το Κεφάλαιο, πού δεν το καταλάβαιναν διόλου. Πρέπει ν’ αναγνωριστεί, ότι για να διαδοθεί ό μαρξισμός σαν ιδιαίτερη μέθοδος καί ξεχωριστό σύστημα, κανένα άλλο βιβλίο μετά το Κεφάλαιο δεν είχε τόσο μεγάλη σπουδαιότητα όσο το Αντί-Ντύρινγκ. Όλοι οί νεαροί μαρξιστές πού εμφανίστηκαν στίς απαρχές της δεκαετίας του 1880, ανατράφηκαν με το βιβλίο αυτό - ό Μπέρνσταϊν, ό Κάουτσκι καί ό Πλεχάνωφ.
Το βιβλίο αυτό όμως δεν επέδρασε μόνο στην ηγεσία του κόμματος. Ήδη το 1880 ό Ένγκελς, μετά από παρακλήσεις γάλλων μαρξιστών, ξεδιάλεξε μερικά κεφάλαια, πού μεταφράστηκαν στα γαλλικά κι αποτελούν ένα άπ’ τα πιο διάσημα έργα του μαρξισμού, πού δεν είναι λιγότερο διαδομένο άπ’ το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Είναι το πολύ γνωστό σας κείμενο. Η Εξέλιξη του Σοσιαλισμου από την Ουτοπία στην Επιστήμη. Μεταφράστηκε αμέσως στα πολωνικά, καί ενάμισι σχεδόν χρόνο μετά την κυκλοφορία του σε γερμανική ειδική έκδοση, κυκλοφόρησε καί στα ρώσικα. Όλες αυτές τίς εργασίες τίς έγραψε ό Ένγκελς τον καιρό πού ζούσε ακόμα ό Μαρξ, ό όποιος συνεργάστηκε σ’ αυτές όχι μόνο συμβουλευτικά, αλλά καί άμεσα, όπως λ.χ. στο Αντί-Ντύρινγκ, για το οποίο ό Μαρξ έγραψε ένα ολόκληρο κεφάλαιο.
Γύρω στίς αρχές του 1880 έγινε μια μεταστροφή στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα. Οί ιδέες του μαρξισμού κατακτούν ολοένα καί περισσότερο το εργατικό κίνημα, σε σημαντικό βαθμό χάρη στην ακούραστη δουλιά του Ένγκελς καί χάρη στη λαμπρή εκλαϊκευτική του ικανότητα. Στή Γερμανία, όπου το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα χτυπιέται άπ’ το νόμο για τους σοσιαλιστές, το μαρξιστικό ρεύμα μετά από μια σύντομη σύγχιση περνάει πιο ισχυρό στην πρώτη θέση. Όπως προκύπτει άπ’ τα απομνημονεύματα του Μπέμπελ, σ’ αυτή τη μεταστροφή- έπαιξαν μεγάλο ρόλο οί παλιοί, οι όποιοι απειλώντας πώς θα διαμαρτυρηθούν δημόσια, ζητούσαν την κατάργηση αυτού πού ονόμαζαν «σκάνδαλο» καί καταπολεμούσαν αδίσταχτα όλες τίς προσπάθειες να γίνει κάποιος συμβιβασμός με την αστική τάξη.
Το 1879 στη Γαλλία, στο συνέδριο της Μασαλίας, ιδρύεται ένα νέο εργατικό κόμμα μ’ ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Σ’ αυτό εμφανίζεται μια νεαρή μαρξιστική ομάδα, πού αρχηγός της είναι ένας παλιός μπακουνιστής, ό Ζύλ Γκέσντ. Το 1880 αποφασίζεται να γίνει η επεξεργασία ενός καινούργιου προγράμματος. Για το σκοπό αυτό ό Γκέσντ καί οί σύντροφοι του κάνουν ένα ταξίδι στο Λονδίνο, στον Μαρξ, πού πήρε ενεργό μέρος στην επεξεργασία αυτού του προγράμματος. Μόλο πού δε συμφωνούσε με μερικά σημεία στο πρακτικό μέρος, στα οποία επέμεναν οί γάλλοι, για τη σπουδαιότητα πού είχαν στην τοπική προπαγάνδα, διατύπωσε ολόκληρο το θεωρητικό μέρος. Γι’ άλλη μια φορά απέδειξε την ικανότητα του ν’ αντιλαμβάνεται τίς ιδιομορφίες των γαλλικών συνθηκών καί να βρίσκει διατυπώσεις, πού ήταν κατανοητές για κάθε γάλλο, άπ’ τίς όποιες όμως με σιδερένια λογική προέκυπταν οί βασικές αρχές του κομμουνισμού. Το γαλλικό πρόγραμμα χρησίμεψε σαν πρότυπο για όλα τα επόμενα προγράμματα - για το ρώσικο, το αυστριακό καί της Ερφούρτης. Ό Γκέσντ καί ό Λαφάργκ έγραψαν για το πρόγραμμα αυτό ένα σχόλιο, πού μεταφράστηκε άπ’ τον Μπέρνσταϊν στα γερμανικά, καί αμέσως μετά στα ρώσικα απ’ τον Πλεχάνωφ, με τον τίτλο Τι Θέλουν οί Σοσιαλδημοκράτες. Με το έργο αυτό διαπαιδαγωγήθηκαν σε μας οί ρώσοι μαρξιστές, στους οποίους, μαζί με τη μπροσούρα του Ένγκελς, χρησίμεψε σαν εισαγωγή στη μελέτη του προγράμματος καί σαν βάση για τη διδασκαλία στους εργατικούς κύκλους.
Για τους γάλλους ό Μαρξ έφτιαξε ένα αναλυτικό έρωτηματολόγιο για εργάτες, για να διερευνήσει την κατάσταση της εργατικής τάξης. Αυτό κυκλοφόρησε ανώνυμο, δίχως την υπογραφή του Μαρξ. Ενώ το ερωτηματολόγιο, πού είχε σχεδιάσει στην «εισήγηση» του για το συνέδριο της Γενεύης το 1866, περιείχε δεκαπέντε περίπου ερωτήσεις, το καινούργιο περιέχει πάνω από εκατό, πού αφορούν ως τίς παραμικρές λεπτομέρειες όλους τους ορούς της εργατικής ζωής. Για την εποχή εκείνη ήταν ένα άπ’ τα πιο εμβριθή ερωτηματολόγια, πού μόνο από ένα βαθύ γνώστη του εργατικού προβλήματος, όπως ό Μαρξ, μπορούσε να γραφτεί. Ήταν μια νέα απόδειξη της ικανότητας του, να προσεγγίζει τίς συγκεκριμένες συνθήκες καί να συλλαμβάνει μια συγκεκριμένη πραγματικότητα - παρόλο πού κατηγορήθηκε πώς αγαπούσε το αφηρημένο. Η ικανότητα ν’ αναλύει κανείς την πραγματικότητα, καί με βάση τη μελέτη της πραγματικότητας να βγάζει γενικά συμπεράσματα, δεν είναι ίδια με την αφαίρεση άπ’ την πραγματικότητα, με το πέταγμα στα υψη της αφαίρεσης.
Ό Μαρξ κι ό Ένγκελς παρακολουθούσαν πολύ προσεχτικά το ρωσικο επαναστατικό κίνημα. Είχαν μάθει κι οί δυο τα ρωσικα. Ό Μαρξ λ.χ. ήταν σε θέση να διαβάζει τη ρώσικη μετάφραση του Κεφαλαίου. Αντίθετα άπ’ ό,τι ισχυρίζεται ό Μέρινγκ — πως δηλαδή η δημοτικότητα του Μαρξ στη Ρωσία υποχώρησε σημαντικά μετά το συνέδριο της Χάγης -αυτή μεγάλωνε. Σάν κριτικός της αστικής πολιτικής οικονομίας είχε μεγαλύτερο κύρος από κάθε άλλη χώρα, κι άπ’ αυτήν ακόμα τη Γερμανία, επηρέαζε μια σειρά από ρωσους λόγιους καί καθόριζε την κατεύθυνση της εργασίας τους. Όπωσδήποτε τα έργα του πέρα άπ’ το Κεφάλαιο δεν ήταν γνωστά σε κανέναν σχεδόν. Επίσης για τη φιλοσοφία του, για την υλιστική αντίληψη τής ιστορίας, η πλειονότητα δεν είχε ιδέα ή είχε πολύ μικρότερη άπ’ αυτήν πού είδαμε στη Γερμανία της δεκαετίας του 1870.
Ήταν βέβαια γνωστό ότι ό Μαρξ απέδιδε πρωταρχική σημασία στίς οικονομικές συνθήκες. Ήδη το 1865 ό Τκάτσωφ είχε μεταφράσει στα ρωσικα τον περίφημο πρόλογο του βιβλίου Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, στον όποιο ό Μαρξ είχε εκθέσει συγκεντρωτικά την υλιστική αντίληψη της ιστορίας. Κανείς όμως δεν είχε ιδέα για τη σχέση της οικονομικής αντίληψης της ιστορίας προς τη θεωρία της ταξικής πάλης.
Ό ίδιος ό Μαρξ, καί μαζί μ’ αυτόν ό Ένγκελς, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1870, εκτιμούσαν το κίνημα της «Λαϊκής Ελευθερίας» (Ναρόντναγια Βόλια). Αφού όπως θα θυμόσαστε, θεωρούσαν την τσαρική Ρωσία σαν το βασικό στήριγμα της διεθνούς άντεπανάστασης, χαιρέτησαν τον ηρωικό αγώνα των «ναροντοβόλτσι» σαν το ισχυρότερο επαναστατικό κίνημα κατά του τσαρισμού. Η «Λαϊκή Ελευθερία» με τη σειρά της εκτιμούσε τον Μαρξ σαν έναν άπ’ τους μεγαλύτερους δασκάλους του σοσιαλισμού καί το διαδήλωσε δημόσια, απευθύνοντας ειδικά σ’ αυτόν μια έκκληση πού παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.
Μερικά χειρόγραφα καί επιστολές του Μαρξ αποδείχνουν, πόσο προσεχτικά μελετούσε τη ρώσικη βιβλιογραφία καί τίς ρώσικες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Οί κοντινοί του άνθρωποι κι οί οπαδοί του μάλιστα. διαμαρτύρονταν για το ζήλο πού έδειχναν οί ρώσοι γνωστοί του, όπως ό Νικολάι (Ντάνιελσον) να στέλνουν στον Μαρξ στατιστικό υλικό. Γνώριζαν την κατάσταση του καί φοβόντουσαν ότι αυτή η εντατική άνάγνώση, η οποία αποτελούσε προεργασία για το Κεφάλαιο, μπορούσε να επιδράσει καταστροφικά στον κλονισμένο οργανισμό του. Καί το πόσο προσεχτικά μελετούσε αυτές τίς συνθήκες δείχνουν οί παρατηρήσεις, όχι μόνο στα τετράδια του αλλά καί στα γράμματα στον Νικολάι, στα όποια υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντες συλλογισμοί.
Ό Μαρξ ήθελε να περιλάβει τα συμπεράσματα άπ’ τίς εργασίες του στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, οπού σχεδίαζε να εξετάσει τίς μορφές της έγγειας ιδιοκτησίας. Δυστυχώς δεν το κατόρθωσε. Όταν το 1881 η Βέρα Ζάτσουλιτς του έγραψε, παρακαλώντας τον να απαντήσει σ’ αυτήν καί τους συντρόφους της πάνω στο πρόβλημα για το μέλλον της ρώσικης αγροτικής κοινότητας, καταπιάστηκε αμέσως μ’ αυτή τη δουλιά. Κατάφερα να βρώ ένα σχέδιο αυτής της απάντησης. Σ’ αυτό φαίνονται καθαρά τα ίχνη της κλονισμένης ικανότητας για δουλιά. Ό Μαρξ άρχισε κάμποσες φορές να γράφει, τα διέγραφε κι άρχιζε άπ’ την αρχή, τελικά όμως πιθανότατα δεν απάντησε καθόλου. 38
Μαζί με τον Ένγκελς ό Μαρξ κατάφερε ακόμα να κάνει ένα πρόλογο για τη νέα ρώσικη μετάφραση του Κομμουνιστικου Μανιφέστου.
Η μητέρα ιστορία έπαιξε στον Μαρξ καί στον Μπακούνιν ένα άσκημο παιχνίδι. Άπ’ την ομάδα των ρώσων διανοούμενων, πού αποτελούσε το ρώσικο κλάδο της Διεθνούς, καί τους όποιους είχε επιλέξει ό Μαρξ σαν εκπρόσωπους στο Γενικό Συμβούλιο, κανείς δεν έγινε συνεπής μαρξιστής. Το χειρότερο είναι ότι, μ’ εξαίρεση τον Λαπάτιν, έγκαταλείψανε όλοι το άγωνιστικό πεδίο της επανάστασης, ή επειδή εξαντλήθηκαν καί γέρασαν πρόωρα, πράγμα πού συμβαίνει συχνά στους επαγγελματίες επαναστάτες, ή με το να γίνουν άρνητές. Οί πρώτοι ρώσοι μαρξιστές — ο Πλεχάνωφ, η Ζάτσουλιτς, ό Άξελροντ, ό Ντόυτς - βγήκαν απεναντίας άπ’ το περιβάλλον των ρώσων μπακουνιστών, για τους οποίους ό μαρξισμός ήταν όχι μόνο μια οικονομική θεωρία, αλλά καί η άλγεβρα της επανάστασης.
Ό τελευταίος ένάμισος χρόνος της ζωής του Μαρξ ήταν ένας αργός θάνατος. Είχε ακόμα προχειρογραμμένο ένα τεράστιο έργο, πού το συνέχιζε κάθε φορά πού του το επέτρεπε η υγεία του. Την εποχή πού βρισκόταν στο απόγειο των δυνάμεων του, είχε σχεδιάσει ένα πρότυπο, στο όποιο προσδιορίζονταν οί βασικοί νόμοι των καπιταλιστικών σχέσεων της παραγωγής καί της ανταλλαγής. Δεν είχε όμως πια τη δύναμη να μετατρέψει αυτό το σχέδιο σ’ ένα έργο ζωντανό, οπως ό πρώτος τόμος του Κεφαλαίου, πού αποκαλύπτει με τόση διαύγεια καί τόσο τεκμηριωμένα ολόκληρο το μηχανισμό της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής καί πού πάνω στη βάση του είχε αναπτυχθεί η πάλη ανάμεσα στους καπιταλιστές καί στους εργάτες.
Εξαντλημένος πια από τίς άρρωστιες, ό Μαρξ δέχτηκε δυο ακόμα μεγάλα πλήγματα: το θάνατο της γυναίκας του καί της κόρης του. Δεν άντεξε πια άλλο. Ο τραχύς Μαρξ ήταν, όσο περίεργα καί να ηχεί, ένας πρότυπος οικογενειάρχης, καί στην προσωπική του ζωή ό πιο ήρεμος άνθρωπος. Αν διαβάσετε τα γράμματα του Μαρξ στη μεγαλύτερη κόρη του, που ό θάνατος της άφησε πάνω του βαθιά ίχνη, έτσι πού οί δικοί του περίμεναν από μέρα σε μέρα το θάνατο του, θ’ αναρωτηθείτε, πού έβρισκε τόση τρυφερότητα καί ευαισθησία αυτός ό τραχύς άνθρωπος.
Όλοι οί κάθε λογής φιλισταιοι, όχι μόνο οι μικροαστοί αλλά καί οί νεοφώτιστοι στο επαναστατικό κίνημα, διαβάζουν κατάπληκτοι τίς τελευταιες σελίδες άπ’ τη ζωή του Μαρξ. Φυσικά δεν είναι καλό, ένας έπαναστάτης να μην αφιερώνει ένα μέρος άπ’ τίς δυνάμεις του αποκλειστικά στην επανάσταση. Ένας γνήσιος επαναστάτης, σκέφτονται αυτοί οί άνθρωποι, πού συχνότατα είναι ήρωες της ώρας, πρέπει σ’ ολόκληρη τη ζωή του, είκοσιτέσσερις ώρες το είκοσιτετράωρο, να βρίσκεται στο πόδι. Να γράφει ή να παίρνει αποφάσεις. Με μια λέξη, πρέπει να ‘ναι ένας άνθρωπος, φτιαγμένος μόνο από επαναστατικό ατσάλι, απρόσβλητος από κάθε άνθρωπινο συναίσθημα. Η, καθώς λέει το ευαγγέλιο: ό Ιωάννης ζούσε χωρίς φαΐ καί νερό. Εστω κι αν γράφει παρακάτω ότι τρεφόταν με ακρίδες καί άγριόμελο, δηλαδή καλύτερα από πολλούς άγωνιστές του κόμματος στα χρόνια 1819 καί 1919. Αλλά ήδη ό Ιησούς δε στάθηκε στο υψος αυτό. Αλλαξε την τακτική. Το ευαγγέλιο λέει, ότι έτρωγε καί έπινε καί μάλιστα καταράστηκε τη συκιά επειδή ήταν άκαρπη. Ωστόσο ό Ιησούς ήταν πιο δυνατός στην ανταρσία του άπ’ τον «αδιάβλητο» Πέτρο, πού για πολιτικούς λόγους τον απαρνήθηκε τρεις φορές.
Πρέπει να κρίνουμε ανθρώπινα. Σύντροφοι, σίγουρα θα χαίρεστε, όταν διαβάζονται βιογραφίες άνθρώπων, πού μάθατε να τους εκτιμάτε καί να τους αγαπάτε, πληροφορείστε ότι ό άνθρωπος πού τόσο τιμάτε, είναι ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, μόνο πιο έξυπνος, πιο μορφωμένος, πιο ωφέλιμος για την επαναστατική υπόθεση. Μόνο στα παλιά δράματα καί τίς τραγωδίες, ψευτοκλασικές ονομαστήκανε, παριστάνονται οί άνθρωποι σαν ήρωες — όπου πατάνε και τραντάζονται τα βουνά, όπου χτυπούν με το πόδι τους καί κομματιάζεται η γη, καί τρώνε καί πίνουν με τρόπο ηρωικό.
Έτσι παρουσιάζουν μερικές φορές τον Μαρξ. Όταν όμως σκιαγραφούν έτσι τον Μαρξ, λησμονούν πώς όταν ρωτήθηκε ό ίδιος ποιο είναι το αγαπημένο του απόφθεγμα, απάντησε: Είμαι ένας άνθρωπος καί τίποτα τ’ ανθρώπινο δε μου είναι ξένο. Κι ορισμένα σφάλματα δεν του ήταν ξένα, καί συχνά μετάνιωνε επειδή μερικές φορές έδειξε μεγάλη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, καί μερικές φορές φάνηκε άδικος σ’ άλλους. Όσο για μένα, εγώ μ’ όλη μου την αγάπη για τον Μαρξ, μπορώ να του συχωρέσω το ότι, όντας γεννημένος στον Μόζελ, αγαπούσε το κρασί, δε μπορώ όμως να του συχωρέσω, όπως δε μπορώ να συχωρέσω ούτε σε σας, το γεγονός ότι κάπνιζε τόσο πολύ. Ό ιδιος έλεγε στ’ αστεία, ότι το Κεφάλαιο δεν του είχε ξεπληρώσει ούτε τον καπνό πού κάπνιζε όταν το ‘γραφε. Επιπλέον, μέσα στη φτώχια του κάπνιζε πολύ κακό καπνό, πράγμα πού συντόμεψε αρκετά τη ζωή του καί κατέστρεψε την υγεία του, γιατί απέκτησε τη χρόνια βρογχίτιδα πού τον τυράννησε ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Ό Μαρξ πέθανε στις 14 Μάρτη του 1883. Ό Ένγκελς είχε δίκιο όταν, τη μέρα του θανάτου του, έγραφε σ’ έναν άλλο παλιό σύντροφο του Μαρξ, τον Σόργκε:
Όλα τα γεγονότα πού υπακούουν σε μια φυσική αναγκαιότητα, οσο φοβερά κι αν είναι, φέρουν μέσα τους καί την παρηγοριά. Ισως η ιατρική επιστήμη να μπορούσε να του εξασφαλίσει ακόμα μερικά χρόνια φυτοζωίας, τη ζωή ενός άπραγου όντος, πού χάρη στο θρίαμβο των γιατρών δε θα πέθαινε μεμιάς αλλά σιγά σιγά. Αυτό όμως δε θα το άντεχε ποτέ ό Μαρξ. Να ζει με τόσες ατέλειωτες δουλιές μπροστά του, με την τανταλική διάθεση να τίς αποτελειώσει καί την αδυναμία να το κάνει - αυτό θα του ήταν χίλιες φορές σκληρότερο παρά ό ήρεμος θάνατος πού τον πλησιάζει. Ό θάνατος δεν είναι δυστύχημα γι’αύτόν πού πεθαίνει, αλλά γι’ αυτόν πού επιζεί, συνήθιζε να λέει σαν τον Επίκουρο. Καί να βλέπεις αυτό τον παντοδύναμο, μεγαλοφυή άντρα να φυτοζωεί σαν ερείπιο, για τη δόξα της ιατρικής καί τη χλεύη των φιλισταίων, πού τόσο συχνά είχε συντρίψει στην ακμή της δύναμης του - όχι, χίλιες φορές καλύτερα έτσι, χίλιες φορές καλύτερα να τον κουβαλήσουμε μεθαύριο στον τάφο πού κοιμάται η γυναίκα του. Καί μετά άπ’ όσα προηγήθηκαν, καί πού ούτε οί γιατροί δεν τα ξέρουν τόσο καλά όσο εγώ, νομίζω πώς μόνο αύτη η εκλογή ύπήρχε.
Ας είναι. Η ανθρωπότητα λιγόστεψε κατά ένα κεφάλι, καί μάλιστα κατά το σημαντικότερο κεφάλι πού είχε σήμερα. Το κίνημα του προλεταριάτου συνεχίζει την πορεία του, αλλά δεν υπάρχει πια ό κεντρικός πυρήνας, στον οποίο απευθύνονταν μόνοι τους στις αποφασιστικές στιγμές γάλλοι, ρώσοι, αμερικάνοι, γερμανοί, για να πάρουν κάθε φορά τη σαφή καί σίγουρη συμβουλή, πού μόνο η ιδιοφυία καί η απόλυτη γνώση του αντικειμένου μπορούσε να δώσει. 39
Τώρα πέφτουν στον Ένγκελς εξαιρετικά υπεύθυνα καθήκοντα. Αυτός, ένας λαμπρός συγγραφέας, ένας άπ’ τους γερμανούς στυλίστες, ένας ολόπλευρα καλλιεργημένος άνθρωπος καί ειδικός σε μερικούς τομείς της ανθρώπινης γνώσης, την εποχή πού ζούσε ό Μαρξ, περνούσε ασυναίσθητα καί θεληματικά σε δεύτερη μοίρα.
Τώρα ήταν υποχρεωμένος, όπως έγραφε στο γέρο Μπέκερ, να παίξει το πρώτο βιολί, αφού σ’ ολόκληρη τη ζωή του είχε παίξει το δεύτερο καί όντας ευτυχής «Να ‘χει ένα τόσο διάσημο πρώτο βιολί όπως ό Μαρξ» 40. Είχαν παίξει όμως νότες πού μόνο οί δυο τους μπορούσαν ν’ αποκρυπτογραφήσουν εύκολα. Έτσι, το πρώτο καθήκον πού έπεσε στους ώμους του Ένγκελς, είχε τρομαχτική σπουδαιότητα: Να εξετάσει τη συγγραφική κληρονομιά του Μαρξ. Αντίθετα άπ’ τους βλακώδεις ισχυρισμούς ενός ιτάλου καθηγητή, πού κάποτε στα γράμματα του προς τον Μαρξ είχε χρησιμοποιήσει τίς πιο κολακευτικές εκφράσεις, καί τώρα διατυμπάνιζε πώς όταν ό Μαρξ, στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου παρέπεμπε στο δεύτερο καί τον τρίτο, εξαπατούσε το κοινό, βρέθηκαν ανάμεσα στα χαρτιά του Μαρξ τα χειρόγραφα του δεύτερου, του τρίτου καί του τέταρτου τόμου. Δυστυχώς όλα είχαν εγκαταλειφθεί σε τέτοια μορφή, ώστε ό Ένγκελς, πού δε μπορούσε ν’ αφιερώσει όλο του το χρόνο μόνο σ’ αυτή τη δουλιά, χρειάστηκε έντεκα χρόνια για να την αποτελειώσει. Ό Μαρξ έγραφε πολύ δυσανάγνωστα καί χρησιμοποιούσε μερικές φορές σχεδόν στενογραφικές συντμήσεις, πού τίς καταλάβαινε μόνο ό ίδιος. Λίγο πρίν άπ’ το θάνατο του, όταν πια είχε αντιληφθεί πώς δε θα ‘ταν σε θέση να άποτελειωσει το έργο του, είπε στη νεότερη κόρη του, ότι ίσως ό Ένγκελς να ‘βγαζε κάτι άπ’ τα χαρτιά αυτά.
Ευτυχώς ό Ένγκελς κατάφερε να φέρει σε πέρας το μεγαλύτερο μέρος αυτής της εργασίας. Εξέδωσε το δεύτερο καί τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου. Σάς το λέω, για να μπορέσετε να εκτιμήσετε απόλυτα τη σπουδαιότητα της εργασίας του Ένγκελς, ότι αν δεν ήταν αυτός, είναι ζήτημα αν θα την αποτελείωνε κανένας άλλος. Οί τόμοι περιέχουν μερικά ελαττώματα, αλλά στη μορφή πού τυπώθηκαν, δεν πρέπει να τα καταλογίζουμε όλα στον Μαρξ. Υπάρχει μόνο μια πολύ αμυδρή ελπίδα, να ‘χουμε πάλι όλα τα χειρόγραφα με την αρχική μορφή τους, όπως τα ‘χε ό Ένγκελς, καί έτσι τα υπόλοιπα μέρη του Κεφαλαίου, εκτός άπ’ τον πρώτο τόμο, μπορούμε να τα μελετήσουμε κι εμείς, καθώς κι όλες οί επόμενες γενιές, μόνο με τη μορφή πού τα επεξεργάστηκε ό Ένγκελς.
Το άλλο σημαντικό έργο, πού είχε επιτελέσει παλιότερα σαν συνεργάτης καί βοηθός του Μαρξ, έπεφτε τώρα με όλο του το βάρος αποκλειστικά πάνω στους ώμους του. Αν πρίν καί μετά το τέλος της Πρώτης Διεθνούς είχαν παίξει οί δυο τους το ρόλο του παλιού Γενικού Συμβουλίου, τώρα ολόκληρο αυτό το έργο της μεσολάβησης καί της σύνδεσης ανάμεσα στα διάφορα σοσιαλιστικά κόμματα, αλλά καί το έργο του έμπειρου συμβουλάτορα έπεφτε μόνο στον Ένγκελς.
Ακριβώς μετά το θάνατο του Μαρξ αρχίζει μια ισχυρή ανάπτυξη του διεθνούς εργατικού κινήματος, πού το 1886 έβαλε στην ημερήσια διάταξη την οργάνωση μιας νέας Διεθνούς. Αλλά καί μετά το 1889, πού είχε πραγματοποιηθεί στο Παρίσι το πρώτο συνέδριο, στο οποίο είχε ιδρυθεί η Δεύτερη Διεθνής, πού έμεινε μέχρι το 1900 δίχως μόνιμο Κεντρικό Γραφείο, ό Ένγκελς πήρε εξαιρετικά ενεργό μέρος στο εργατικό κίνημα, όλων σχεδόν των χωρών της Ευρώπης, καί σαν συγγραφέας καί σαν συμβουλάτορας. Το παλιό Γενικό Συμβούλιο, πού αποτελούνταν από πολλά μέλη με μια σειρά από γραμματείς για τίς επιμέρους χώρες, προσωποποιούνταν τώρα μονάχα στον Ένγκελς. Μόλις σε κάποια χώρα δημιουργείται μια καινούργια μαρξιστική ομάδα, ζητάει αμέσως τη συμβουλή του Ένγκελς, πού τα καταφέρνει ν’ απαντά με μια εκπληκτική γνωση των γλωσσών, σε πολλούς άπ’ αυτούς στη μητρική τους γλώσσα, πότε αλάνθαστα, πότε με λάθη. Παρακολουθούσε προσεχτικά το εργατικό κίνημα κάθε χώρας διαβάζοντας τη δική τους κάθε φορά βιβλιογραφία. Αυτή η δουλιά του έτρωγε πολύ χρόνο, έτσι όμως ό Ένγκελς μεγάλωνε την επιρροή του μαρξισμού στην κάθε χώρα καί συνέδεε επιδέξια τίς βασικές αποφάνσεις του μαρξισμού με τίς ιδιομορφίες της δοσμένης χώρας. Κυριολεκτικά δεν υπάρχει ούτε μια χώρα, πού να μη την τροφοδοτούσε με κείμενα, πού να μην είχε συμμετάσχει στο κεντρικό της όργανο. Συναντάμε τα άρθρα του όχι μόνο σε γερμανικά καί αυστριακά όργανα, όχι μόνο σε ιταλικά καί γαλλικά - βρίσκει χρόνο να γράψει ένα πρόλογο στην πολωνική μετάφραση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, βοηθάει με τη συμβουλή του και τίς υποδείξεις του τους ισπανούς καί τους πορτογάλους, τους σουηδούς καί τους δανούς, τους βούλγαρους καί τους σέρβους μαρξιστές.
Ξέχωρα πρέπει να τονιστεί η βοήθεια πού πρόσφερε ό Ένγκελς στο νεαρό ρώσικο μαρξισμό. Μιας καί μιλούσε ρώσικα, μπορούσε να διαβάζει στο πρωτότυπο τη ρώσικη μαρξιστική βιβλιογραφία. Μόνο χάρη στην επιρροή του μπόρεσε η ομάδα «Απελευθέρωση της Εργασίας», παρά το μεγάλο κύρος της ομάδας «Λαϊκή Ελευθερία», να έρθει τόσο γρήγορα σ’ επαφή με το γερμανικό μαρξισμό καί να ξεπεράσει τη δυσπιστία πού έτρεφε η Δυτική Ευρώπη, καί ιδιαίτερα η Γερμανία καί η Γαλλία, απέναντι στο εργατικό κίνημα καί το μαρξισμό μιας τόσο ασιατικής χώρας όπως η Ρωσία. Το 1889 ό Πλεχάνωφ ταξίδεψε στο Λονδίνο ειδικά για να γνωρίσει τον Ένγκελς καί για να τον ενημερώσει για τα νέα ρεύματα στο ρωσικο επαναστατικό κίνημα. Για το πρώτο ρώσικο μαρξιστικό περιοδικό, πού άρχισε να εκδίδει η ομάδα «Απελευθέρωση της Εργασίας», ό Ένγκελς έγραψε μια ειδική εργασία πάνω στην εξωτερική πολιτική του ρώσικου τσαρισμού.
Ό Ένγκελς είδε σύντομα τους καρπούς της δυναμικής του δραστηριότητας. Όταν ιδρύθηκε η Δεύτερη Διεθνής, ό Ένγκελς δεν πήρε άμεσο μέρος στις εργασίες των συνεδρίων της. Απέφευγε τίς δημόσιες εμφανίσεις καί αρκούνταν να ‘ναι ό συμβουλάτορας εκείνων άπ’ τους μαθητές του, πού καθοδηγούσαν σ’ όλες τίς χώρες αυτό το κίνημα, πού τον πληροφορούσαν για καθετί το σημαντικό, καί πού πάσχιζαν να χρησιμοποιήσουν το κύρος του. Μερικά κόμματα απέκτησαν επιρροή μέσα στη Διεθνή καί τη διατήρησαν χάρη στο κύρος του Ένγκελς. Γύρω στα τέλη της ζωής του, η συνήθεια του να επικοινωνεί αποκλειστικά με τους ηγέτες του κυριότερου κόμματος των επιμέρους χωρών, οδήγησε σε μερικά οδυνηρά περιστατικά. Ενώ στράφηκε αμέσως κατά της προτίμησης των γάλλων μαρξιστών για την άγροτιά, πού απειλούσε να νοθέψει το χαρακτήρα του προγράμματος, έκανε παραχωρήσεις στους γερμανούς σοσιαλιστές, πού φοβόντουσαν μια νέα θέσπιση του νόμου περί σοσιαλιστών, καί άμβλυνε κάπως την εισαγωγή του στα άρθρα του Μαρξ για τους Ταξικούς Αγώνες στη Γαλλία, πού απεναντίας, αποτελούν μια λαμπρή εφαρμογή της αρχής της αδυσώπητης ταξικής πάλης καί της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Στόν πρόλογο για την τέταρτη γερμανική έκδοση του Κομμουνιστικου Μανιφέστου, πού τον έγραψε την ήμερα του διεθνούς εορτασμού της Πρωτομαγιάς (1890), ό Ένγκελς, επισημαίνοντας την ανάπτυξη του διεθνούς εργατικού κινήματος, θλίβεται πού ό Μαρξ δε βρίσκεται στο πλευρό του καί δε μπορεί να το δει με τα ίδια του τα μάτια. Ενώ ό Μαρξ ήταν γνωστός μόνο στους πιο προηγμένους αντιπρόσωπους του εργατικού κινήματος καί δεν είχε αποκτήσει, όταν ήταν ακόμα στη ζωή, αυτό πού λέμε πλατιά δημοτικότητα, ό Ένγκελς, πού γνώριζε καλά ολη τη σημασία της διαφήμισης, πού πολεμούσε με πάθος την αποσιώπηση του Κεφαλαίου άπ’ τον αστικό τύπο, πού ωστόσο δε μισούσε λιγότερο άπ’ το φίλο του κάθε αυτοδιαφήμιση καί ματαιοδοξία, έγινε στα τέλη της ζωής του ένας άπ’ τους δημοφιλέστερους άντρες του διεθνούς εργατικού κινήματος. Μπόρεσε να πειστεί γι’ αυτό, όταν υπέκυψε για πρώτη φορά στίς πιέσεις των φίλων του κι επισκέφτηκε το 1893 την εύρωπαϊκή ήπειρο. Ό ενθουσιασμός των μαζών καί οι μαζικές συγκεντρώσεις, πού ό Λασάλ τίς είχε χρησιμοποιήσει όχι μόνο σαν μέσο προπαγάνδας, αλλά καί σαν μέσο για να υπογραμμίσει τους αρχηγούς, να τους διαφημίσει, να τους εξυψώσει πάνω άπ’ τη μάζα, αυτές οί διαδηλωσεις πήραν το 1893 ένα μεγαλοπρεπή χαρακτήρα, ακόμα καί μόνο εξαιτίας της τεράστιας έκτασης του εργατικού κινήματος σε σύγκριση με το 1863. Εξίσου θριαμβευτικό χαρακτήρα είχαν οί εκδηλώσεις πού έγιναν για τον Ένγκελς στο διεθνές συνέδριο στη Ζυρίχη, όπου ήθελε να ‘ναι μόνο φιλοξενούμενος καί εμφανίστηκε μόνο στο τέλος, εκφωνώντας ένα μικρό λόγο.
Αντίθετα άπ’ τον Μαρξ, ό Ένγκελς. διατήρησε την ικανότητα για δουλιά σχεδόν ως τα εβδομήντα πέντε του χρόνια. Το Μάρτη του 1895 ακόμα γράφει ένα ενδιαφέρον γράμμα στον Βίκτορ Αντλερ, με υποδείξεις, με ποια σειρά να διαβαστεί ό δεύτερος καί ό τρίτος τόμος του Κεφαλαίου. Σκόπευε να γράψει την ιστορία της Πρώτης Διεθνούς. Κι ακριβώς στο αποκορύφωμα αυτής της εντατικής δουλιάς τον βρήκε μια ύπουλη αρρώστια, πού έβαλε τέλος στη ζωή του στίς 5 Αυγούστου του 1895.
Ό Μαρξ βρίσκεται θαμμένος στο κοιμητήριο Χάιγκεητ στο Λονδίνο, στον ιδιο τάφο με τη γυναίκα του καί τον ανιψιό του. Ο τάφος σκεπάζεται με μια απλή ταφόπετρα. Όταν ό Μπέμπελ θέλησε να προτείνει στον Ένγκελς να υψώσει ένα μνημείο πάνω άπ’ τον τάφο του Μαρξ, ό Ένγκελς του απάντησε ότι διαφωνούν κατηγορηματικά οί κόρες του Μαρξ. Όταν πέθανε ό Ένγκελς είχε αρχίσει κιόλας να εφαρμόζεται η αποτέφρωση των πτωμάτων. Γιαυτό στη διαθήκη του ζητούσε να καεί το πτώμα του και η στάχτη να σκορπιστεί στη θάλασσα. Μετά το θάνατο του ξέσπασε διαμάχη για τη στάχτη, αν έπρεπε να έκπληρωθει η θέληση του ή όχι, γιατί μερικοί γερμανοί σύντροφοι είχαν την άποψη εκείνων, πού θέλουν να μεταβάλουν ολόκληρη την Κόκκινη Πλατεία σε κοιμητήρι, καί μάλιστα διακοσμημένο με μνημεία. Ευτυχώς άλλοι σύντροφοι επέμειναν να εκπληρώσουν τη θέληση του νεκρού. Το πτώμα του Ένγκελς κάηκε καί η λύκηθος με τη στάχτη ρίχτηκε στη Βόρεια Θάλασσα.
Οί δυο φίλοι άφησαν ένα μνημείο, πού είναι ισχυρότερο άπ’ όλους τους γρανίτες, πιο εντυπωσιακό από όλα τα επιτύμβια: το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα του προλεταριάτου, πού με βήμα σταθερό, κάτω άπ’ το λάβαρο του μαρξισμού, του επαναστατικού κομμουνισμού, βαδίζει προς το θρίαμβο της σοσιαλιστικής παγκόσμιας επανάστασης. Μας άφησαν μια επιστημονική μέθοδο έρευνας, κανόνες για την επαναστατική στρατηγική καί τακτική. Μας άφησαν έναν ανεξάντλητο θησαυρό γνώσεων, πού μέχρι σήμερα αποτελεί αστείρευτη πηγή για τη μελέτη καί την κατανόηση της πράγματικοτητας πού μας περιβαλλει.
Μόνο μια χαρά δεν εκπληρώθηκε γι’ αυτούς. Είχαν δοκιμάσει κι οί δυο την ευτυχία πού προκαλεί η ζωοδότρα θύελλα της επανάστασης, είχαν πάρει κι οί δυο τους ενεργό μέρος σ’ αυτήν, ήταν όμως αστική έπανασταση. Την κοινωνική, την προλεταριακή επανάσταση δεν έμελλε να τη ζήσουν. Άλλα το πνεύμα τους ζει στη δική μας επανάσταση, καί στις επικείμενες ομοβροντίες της κοινωνικής παγκόσμιας επανάστασης ηχεί η παντοδύναμη έκκληση πού εκτόξευσαν πρίν από ογδόντα χρόνια στον κόσμο:
«Προλετάριοι όλου του κόσμου, ενωθείτε!»